«Όταν ένας άνθρωπος έχει τάση αυτοκτονίας, η σκέψη του παραλύει, πιστεύει

ότι οι επιλογές του είναι ελάχιστες ή ανύπαρκτες, καταλαμβάνεται από απόγνωση

και ένα αίσθημα απελπισίας διαχέεται στον διανοητικό του κόσμο. Το μέλλον δεν

μπορεί να διαχωριστεί από το παρόν, ενώ το παρόν είναι τόσο οδυνηρό, που δεν

μπορεί να υπάρξει παρηγοριά».

Η περιγραφή αυτή προέρχεται από το βιβλίο «Η νύχτα πέφτει γρήγορα» (πρωτότυπος

αγγλικός τίτλος «Night Falls Fast», εκδόσεις Picador) της Κέι Ρέντφιλντ, το

οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στον αγγλόφωνο κόσμο και έχει ως θέμα την

αυτοκτονία.

Όπως θα περίμενε κανείς, η εικόνα που προκύπτει είναι σκοτεινή και δυσοίωνη.

Οι στατιστικές δεν είναι ευχάριστες. Το 1998, το 2% των θανάτων παγκοσμίως

οφειλόταν σε αυτοκτονίες. Μάλιστα, οι αυτόχειρες υπερβαίνουν αριθμητικά τα

θύματα πολεμικών συγκρούσεων ή ανθρωποκτονιών. Η πιθανότητα θανάτου από

αυτοκτονία έχει αυξηθεί κατά 260% από το 1950. Στις Ηνωμένες Πολιτείες,

πραγματοποιείται μία απόπειρα αυτοκτονίας ανά δεκαεπτά λεπτά. Περισσότερο

ευάλωτοι είναι οι νέοι, αφού, στην περίπτωσή τους, η αυτοκτονία είναι

στατιστικά η τρίτη αιτία θανάτου· ειδικά για τους φοιτητές, αποτελεί τη

δεύτερη αιτία θανάτου. Το 1995 οι νεαροί αυτόχειρες ήταν περισσότεροι από τα

θύματα του AIDS, του καρκίνου, των εγκεφαλικών, της πνευμονίας, της γρίπης και

των καρδιακών νοσημάτων μαζί.

Ιδιαίτερα ευάλωτοι είναι οι άνθρωποι που υποφέρουν από κατάθλιψη. Ένας στους

πέντε αποπειράται να αυτοκτονήσει. Το πιθανότερο είναι ότι αυτό θα συμβεί

ημέρα και, πιο συγκεκριμένα, από τις επτά το πρωί ως τις τέσσερις το απόγευμα.

Το βιβλίο καταρρίπτει ορισμένους από τους μύθους που περιβάλλουν την

αυτοκτονία. Έτσι, αντίθετα από ό,τι πιστεύεται, οι αυτόχειρες σπανίως αφήνουν

πίσω τους σημειώματα.

Αν και αυτό δεν επιβεβαιώνεται επιστημονικά, ορισμένες μελέτες τείνουν στο

συμπέρασμα ότι υπάρχει γενετική προδιάθεση προς την αυτοκτονία. Περισσότεροι

από τους μισούς διδύμους των οποίων ο αδελφός (ή η αδελφή) αυτοκτόνησε, θα

επιχειρήσουν το ίδιο. Άλλωστε, «η αυτοκτονία γεννάει την αυτοκτονία», όπως

λέγεται. Είναι το λεγόμενο «σύνδρομο του Βέρθερου». Ο ήρωας του Γκαίτε

αυτοκτόνησε για την αγάπη μιας γυναίκας, με αποτέλεσμα αναρίθμητοι αυτόχειρες

να βρεθούν νεκροί με το βιβλίο στο πλάι τους. Το εύλογο ερώτημα είναι αν έχει

ανάλογα αποτελέσματα η ανάγνωση ποιημάτων του «ιδανικού αυτόχειρα» Κ.Γ.

Καρυωτάκη. Είναι, πάντως, γεγονός ότι η αυτοκτονία αποτελεί ιδιαίτερο βάρος

για εκείνους που ο αυτόχειρας αφήνει αφήνει πίσω. Μένοντας στον χώρο της

λογοτεχνίας, η αυτοκτονία της ποιήτριας Σίλβια Πλαθ «κυνηγούσε» τον σύζυγό της

Τεντ Χιουζ σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Το ίδιο ισχύει και στην πολιτική. Στο

πρόσφατο αυτοβιογραφικό βιβλίο του, ο Τζορτζ Στεφανόπουλος παραδέχεται ότι

άρχισε να πηγαίνει σε ψυχαναλυτή όταν ο Βινς Φόστερ, στέλεχος του πολιτικού

επιτελείου του προέδρου Κλίντον αυτοκτόνησε, υπό την πίεση των αποκαλύψεων για

το σκάνδαλο Γουαϊτογουότερ.

Αν οι ζωντανοί έχουν να αντιμετωπίσουν την ενοχή και να επανεξετάσουν τη

συμπεριφορά τους προς τον αυτόχειρα, η διαλεύκανση των κινήτρων της

αυτοκτονίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η αυτοκτονία του Γ. Μακρή, ανθρώπου των

γραμμάτων και θαμώνα της πλατείας Κολωνακίου τα χρόνια της δεκαετίας του ’60,

συντάραξε στενούς του φίλους, όπως ο Κώστας Ταχτσής και ο Νίκος Καρούζος. Ο

τελευταίος, σε ένα λακωνικό δοκίμιό του δημοσιευμένο πολλά χρόνια αργότερα στο

περιοδικό «Η λέξη», ρίχνει μια στοχαστική ματιά στην περίπτωση του φίλου του

και καταλήγει σε δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, η αυτοκτονία είναι προϊόν

παρόρμησης, ένα απονενοημένο διάβημα σε στιγμή υψηλής ψυχικής φόρτισης.

Σύμφωνα με τη δεύτερη, «ντοστογιεφσκική» κατά τον Καρούζο, εκδοχή, ο

αυτόχειρας δρα και πράττει ψύχραιμα και αποφασισμένα. «Η πράξη του είναι η

απάντηση στο θεώρημα της ανθρώπινης ελευθερίας».