Ι. Η προστασία του περιβάλλοντος υπήρξε αναμφισβήτητα, πέραν της

ομαλοποίησης του γενικότερου πολιτικού βίου, η μεγαλύτερη επιτυχία του

Συντάγματος του 1975. Η επιτυχία αυτή ήταν όμως αποτέλεσμα και της

πρωτοποριακής παρέμβασης της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας και των

δικαστών του.

Στην αρχή θεμελιώθηκε διά της νομολογίας η άποψη ότι το άρθρο 24 του ισχύοντος

Συντάγματος έχει άμεση ισχύ, επηρεάζει δηλαδή την έννομη τάξη από μόνο του

χωρίς να χρειάζεται τη διαμεσολάβηση εκτελεστικών τού Συντάγματος νόμων. Στη

συνέχεια, άνοιξε ο δρόμος της λεπτομερούς επέμβασης του νομοθέτη και της

νομολογίας, με τη ρύθμιση του τι είναι και τι δεν είναι σύμφωνο με το

Σύνταγμα, τι είναι και τι δεν είναι φιλικό προς το περιβάλλον.

Η νομολογία βαθμηδόν έγινε ριζοσπαστική και τούτο χαιρετίσθηκε με ανακούφιση

από μια κοινωνία που αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη ευαισθησία στην προστασία

του περιβάλλοντος. Ακολούθησαν όμως τα προβλήματα. Η νομολογία του Ε’ Τμήματος

άρχισε αυτάρεσκα να αποσπάται βαθμηδόν από το κύριο σώμα της νομολογίας του

Συμβουλίου της Επικρατείας και να παίρνει τον δικό της δρόμο.

Το έννομο συμφέρον για αίτηση ακυρώσεως διευρύνθηκε προκειμένου να

προστατευθεί το περιβάλλον, με αποτέλεσμα όμως να έχει τελικώς έννομο συμφέρον

σχεδόν ο οποιοσδήποτε, κάτι που αντιστρατεύεται τα ίδια τα θεμέλια του

διοικητικού μας δικαίου. Έτσι άνοιξε ο δρόμος και στους κάθε είδους εκβιαστές

ή διεφθαρμένους οι οποίοι, με την απειλή της προσφυγής στο ΣτΕ και την πρόφαση

της υπεράσπισης της συνταγματικής τάξης που απαιτεί την προστασία του

περιβάλλοντος, μπορούσαν πλέον να εκβιάζουν, ζητώντας ίδια οφέλη από τον

οικονομικά ισχυρό που θέλει να κάνει μια πλήρως νόμιμη επένδυση.

Λίγο λίγο άρχισαν να προσβάλλονται, η μία μετά την άλλη, βασικές αρχές του

διοικητικού μας δικαίου. Η προθεσμία, η οποία στις διοικητικές υποθέσεις είναι

αυστηρή, δημοσίου δικαίου και μικρή ώστε να μη διαιωνίζονται εκκρεμότητες στα

διοικητικά θέματα, από 60 ημέρες επιμηκύνθηκε στην πράξη μέχρι και χρόνια. Η

εκτελεστή διοικητική πράξη ως μόνο είδος νομικής πράξης που μπορεί να

αμφισβητηθεί ακυρωτικά έπαψε να αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού

της αιτήσεως ακυρώσεως, αφού γίνεται πλέον δεκτή και η προσβολή απλών

πληροφοριακών εγγράφων ή νομοθετικών διατάξεων. Η φύση των διοικητικών πράξεων

αλλοιώθηκε, κατά παραγνώριση μακροχρόνιων και επιτυχών διοικητικών πρακτικών,

προκειμένου να διευρυνθεί η έκταση εφαρμογής της μορφής εκείνης διοικητικών

πράξεων που υπόκεινται σε προληπτικό έλεγχο νομιμότητας από το Ε’ Τμήμα του

ΣτΕ, το οποίο έτσι διοικεί αυτό και μάλιστα χωροθετεί στη θέση τού πολιτικά

υπεύθυνου υπουργού. Φθάσαμε στο σημείο σχεδόν να αρκεί η επίκληση της

προστασίας του περιβάλλοντος για να δοθεί από το Ε’ Τμήμα αναστολή εκτελέσης

οποιασδήποτε πράξης.

Ακολούθησε το δόγμα ότι η έκφραση γνώμης του ΣτΕ κατά την επεξεργασία

Προεδρικών Διαταγμάτων δεν συνιστά διοικητική διαδικασία και ότι παράγει, αν

και διαμορφώνεται χωρίς τις εγγυήσεις της δικαστικής διαδικασίας, ένα είδος

δεδικασμένου που μπορεί να αντανακλά στην κανονική νομολογία, χωρίς μάλιστα να

δεσμεύεται το Δικαστήριο με τη στοιχειώδη υποχρέωση εχεμύθειας που διέπει κάθε

διοικητική διαδικασία. Προσδόθηκε κανονιστική αξία σε γενικής φύσεως

διακηρύξεις, όπως εκείνη του Ρίο. Το Ε’ Τμήμα παγίωσε νομολογία, σύμφωνα με

την οποία μέχρις ότου ο νομοθέτης ολοκληρώσει, σε εθνικό επίπεδο, την κατανομή

και χωροταξία των παραγωγικών δραστηριοτήτων όλες οι πράξεις χωροθέτησης είναι

αντισυνταγματικές, ακόμη και όταν πρόκειται για την κατασκευή ξύλινης

προβλήτας προσάραξης πλοίων σε διαφορετικά δυσπρόσιτο νησί του Αιγαίου!

Βαθμιαία και χωρίς η κοινωνία να το καταλάβει μέσα στην επιθυμία της να

διασώσει το περιβάλλον, η νομολογία αυτή εξελίχθηκε στο πιο σημαντικό

αντικίνητρο δημιουργίας παραγωγικών επενδύσεων στην Ελλάδα.

ΙΙ. Κατά τη νομολογία, το άρθρο 24 του Συντάγματος προστατεύει δάση και

δασικές εκτάσεις αδιακρίτως, στοιχειοθετείται δε η έννοια του δάσους και για

μικρή συστάδα δένδρων ή θάμνων ή ακόμη και για μεμονωμένα δένδρα, ενώ η

προστασία επεκτείνεται όχι μόνο στα δάση και τις δασικές εκτάσεις που υπήρχαν

το 1975, αλλά αείποτε, από καταβολής κόσμου, διότι «άπαξ δάσος, πάντα δάσος».

Έτσι, η Ανθούσα που χτίσθηκε κατά καταπάτηση δασικής περιοχής πριν από πολλές

δεκαετίες, όταν οι άνθρωποι καλώς ή κακώς είχαν άλλες προτεραιότητες και δεν

ίσχυε το άρθρο 24, δεν θα πρέπει να αποκτήσει ποτέ πολεοδομικό σχέδιο ή

σύστημα αποχέτευσης, στη μνήμη ενός δάσους που δεν το θυμούνται ούτε οι

παππούδες μας. Με την ίδια λογική, είμαι βέβαιος ότι παράνομη είναι και η

εκτέλεση έργων στον χώρο του Κοινοβουλίου, διότι κάποτε, πριν γίνουν τα

Ανάκτορα, εκεί ήταν δάσος.

Στη Βόρεια Ελλάδα είχε κτισθεί προπολεμικά μέσα σε δάσος ένα σανατόριο, διότι

σε τέτοιο περιβάλλον χτίζουν αυτά τα ιδρύματα. Σήμερα το σανατόριο εξελίχθηκε

σε νοσοκομείο. Το Ε’ Τμήμα έκρινε ότι είναι αντισυνταγματική η διάταξη

επέκτασής του, αν και λελογισμένης, με την αιτιολογία ότι απαγορεύεται κάθε

επέμβαση στο δάσος!

ΙΙΙ. Απαγορεύει όμως πράγματι το ισχύον Σύνταγμα κάθε επέμβαση στο

δάσος; Απαιτεί το ισχύον Σύνταγμα να φτιάχνουμε τις τουριστικές μας

εγκαταστάσεις, αυτές από τις οποίες κινείται η εθνική μας οικονομία και

επιβιώνουμε ως κοινωνία σε τελική ανάλυση, επάνω σε φαλακρά βουνά αντί σε

ωραίες παράλιες πράσινες περιοχές;

Δεν χρειάζεται καν να σημειώσω ότι το Σύνταγμα και η έννομη τάξη δεν μπορεί

ποτέ να είναι παράλογα. Αρκεί να τα μελετούμε προσεκτικά και να αποφεύγουμε

κατά την εφαρμογή τις υπερβολές.

Στο ισχύον άρθρο 24 του Συντάγματος αναφέρεται ρητά ότι επιτρέπεται η απόκλιση

από την αρχή της προστασίας του δάσους και των δασικών εκτάσεων όταν αυτό

απαιτεί το δημόσιο συμφέρον ή προκειμένου να αποδοθεί γη σε αγροτική

καλλιέργεια. Με τον τρόπο αυτό γίνεται μια προφανής συνταγματική στάθμιση, με

την οποία αφενός μεν ο κοινός νομοθέτης καλείται να προσδιορίσει ποιες

περιπτώσεις απόκλισης από τη γενική αρχή συνιστούν δημόσιο συμφέρον εν όψει

ιδιαιτέρως και των λοιπών διατάξεων του Συντάγματος, αφετέρου δε ορίζεται ότι

σε τελική ανάλυση πολυτιμότερη είναι η γεωργική γη, αυτή από την οποία μπορεί

να προκύψει γεωργική παραγωγή και η οποία συντηρεί τον αγροτικό πληθυσμό.

Ο Ν. 998/1979 για την προστασία των δασών υπήρξε, όπως ισχύει, ένα γενικά

καλογραμμένο και ζυγισμένο νομοθέτημα. Προσδιόρισε με φειδώ τις περιπτώσεις

επιτρεπτής επέμβασης σε δάσος. Το Ε’ Τμήμα τις έκρινε όλες αντισυνταγματικές,

ακόμη και τη δημιουργία ξύλινων παιδικών κατασκηνώσεων μέσα σε δάσος,

περίπτωση για την οποία καθένας νομίζω θα έλεγε το αντίθετο, ενώ αναζήτησε το

δημόσιο συμφέρον μέσα σε νεφελώδεις κατασκευές. Από το άλλο μέρος, αγνόησε τη

συνταγματική στάθμιση υπέρ της αγροτικής γης εις βάρος της οποίας έστρεψε όλες

τις παραγωγικές επενδύσεις. Έτσι, διασώθηκαν τα πουρνάρια και σπαταλήθηκε η

γεωργική γη, δεν κόπηκαν μερικά δένδρα και κάηκαν εκατομμύρια.

Σήμερα γίνεται λόγος για τροποποίηση του άρθρου 24, επειδή η υπεύθυνη πολιτική

ηγεσία δεν μπορεί να αφήσει την κατάσταση οικονομικής καταστροφής της χώρας να

συνεχίσει.

Θεωρώ ότι δεν υπάρχει λόγος αναθεώρησης του άρθρου 24. Αρκεί ως έχει. Κάθε

επέμβαση μπορεί να του κάνει κακό και να προσβάλλει την ισορροπία του. Με τον

όρο ότι θα εφαρμοσθεί από σωστό δικαστή. Και επειδή δεν πρέπει να αφήνεται

τίποτα στην τύχη, θα αρκούσε μια ερμηνευτική δήλωση που, κατά την ουσία της,

θα αποκαθιστούσε τη συνταγματικότητα του Ν. 998/1979, ιδίως στις διατάξεις που

ορίζουν περιπτώσεις δημόσιου συμφέροντος για απόκλιση από τη θεμελιώδη αρχή

προστασίας του δάσους και των δασικών εκτάσεων. Δεν χρειάζεται τίποτ’ άλλο.

Ο Σπυρίδων Ι. Φλογαΐτης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του

Πανεπιστημίου Αθηνών.