Το παρόν μοιάζει προβληματικό και το μέλλον εφιαλτικό, εκτός και αν κάποια

δύναμη εκτρέψει τη ροή των εξελίξεων. Η υπόθεση των τρελών αγελάδων έκανε τώρα

την εμφάνισή της στη Γαλλία, αλλά έχει σκορπίσει τον πανικό στην Ευρώπη σε όλη

τη δεκαετία του ’90, με επίκεντρο τη Μ. Βρετανία.

Η «γεωγραφία» και το ιστορικό του προβλήματος υποδεικνύουν τις ρίζες του.

Περιγράφονται αδρά στο πολυβραβευμένο μυθιστόρημα «Τι ωραίο πλιάτσικο!» του

Τζόναθαν Κόου, μια γλαφυρή και ζοφερή τοιχογραφία της θατσερικής Μ. Βρετανίας.

Η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού τη δεκαετία του ’80 αποθράσυνε το

βιομηχανικό-κτηνοτροφικό σύμπλεγμα, καθώς οι έλεγχοι μειώθηκαν, οι επιστήμονες

που προειδοποιούσαν διώχθηκαν και υπεράνω όλων τέθηκε η αγορά και οι «καθαροί»

νόμοι της, το κέρδος και η μείωση του (οικονομικού) κόστους, με αδιαφορία για

όποιο άλλο κόστος. Η επιδημία δεν άργησε να ξεσπάσει.

Βέβαια, η νεοφιλελεύθερη Μ. Βρετανία τράβηξε στα άκρα παγκόσμια πρότυπα.

Αναφερόμαστε στη μετατροπή των φυτοφάγων βοοειδών σε σαρκοφάγα, αφού, ελέω

αύξησης της παραγωγικότητας, καθιερώθηκε η διατροφή τους με ζωικά άλευρα,

δηλαδή ο κανιβαλισμός. Σε αυτό κρίνουν οι επιστήμονες πως οφείλεται η νόσος,

αλλά ακόμα δεν απαγορεύθηκαν ολοσχερώς. Αναφερόμαστε, συνολικότερα, στον

«πολιτισμό του βοδινού» και του «φαστ φουντ» που κυριάρχησαν μεταπολεμικά, με

πολλαπλές επιπτώσεις.

Ανάλογα ισχύουν και για το άλλο μεγάλο θέμα, του κλίματος και των επώδυνων

αλλαγών που θα υπάρξουν αν δεν μειωθούν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.

Ακόμα και αν θεωρηθούν καταστροφολογικές προφητείες από οικολογικές Κασσάνδρες

όσα έχουν γραφεί για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, πώς μπορεί κανείς να

παραβλέψει όλα όσα συνυπογράφηκαν επίσημα τα τελευταία χρόνια, στο Ρίο, στο

Βερολίνο, στο Κιότο. Αυτά, δηλαδή, που φέτος στη Χάγη γίνεται προσπάθεια να

αποκτήσουν πιο δεσμευτικό χαρακτήρα.

Οι στόχοι παρέμειναν έως τώρα ανεκπλήρωτοι για τις περισσότερες χώρες. Και

αυτό δεν οφείλεται σε άγνοια, γιατί τότε θα ήταν ανεξήγητη η συνυπογραφή των

στόχων μείωσης των εκπομπών. Οφείλεται στην κυριαρχία των βραχυπρόθεσμων

συμφερόντων της βιομηχανίας, η οποία ­ από τη γέννησή της ­ λειτουργεί στη

βάση των ορυκτών καυσίμων, που ευθύνονται για τις εκπομπές διοξειδίου.

Κυριαρχία που οδηγεί, επιπλέον, στην παραγνώριση των πεπερασμένων ορίων αυτής

της ενεργειακής πηγής, ακόμα και των συχνών πετρελαϊκών κρίσεων. Κυριαρχία που

οδηγεί τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να φυτοζωούν.

Τελικά και για τα δύο μεγάλα προβλήματα ευθύνονται: η απόλυτη κυριαρχία της

«καθαρής» αγοράς, τα πολιτισμικά και καταναλωτικά πρότυπα, η αντίληψη της

αλόγιστης εκμετάλλευσης της φύσης από τον άνθρωπο και η λειτουργία του

καπιταλισμού χωρίς ιστορική όραση με τη λογική «ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε…».

Και εδώ φθάνουμε στην Αριστερά, μια και ο αστερισμός των δυνάμεών της

τοποθετείται ιδρυτικά στον αντίποδα όσων αναφέραμε ως αιτίες αυτών των μεγάλων

προβλημάτων. Είναι φυσικό έτσι να περιμένουμε πως με τη δική της παρέμβαση

(άλλωστε, πλέον, κυβερνά σε πολλές χώρες της Ευρώπης) οι εξελίξεις θα

μπορούσαν να πάρουν μια άλλη τροπή.

Ποια Αριστερά, όμως;

Μια Αριστερά που αναγνωρίζει ότι η αγορά είναι αναντικατάστατος μηχανισμός,

αλλά δεν παραιτείται από την πολιτική και γι’ αυτό θέλει να εισάγει στη

λειτουργία της στοιχεία κοινωνικού και οικολογικού χαρακτήρα, να διατηρεί

τομείς εκτός της εμπορευματοποίησης. Μια Αριστερά που βλέπει το κέρδος ως

βασικό οικονομικό κίνητρο, αλλά όχι ως βασική αξία για το σύνολο του

κοινωνικού βίου. Μια Αριστερά μακριά από τον γνώριμο παραγωγισμό και την

αναπτυξιολαγνία και κοντά στην οικολογική σκέψη και δράση. Μια Αριστερά που

κατανοεί πως το εθνικό κράτος είναι μικρό για τα μεγάλα προβλήματα ­ όπως τα

προαναφερθέντα ­ και μεγάλο για τα μικρά και γι’ αυτό παρεμβαίνει με

υπερεθνική ­ ευρωπαϊκή και διεθνή ­ δράση.

Μια Αριστερά που αποφεύγει τη Σκύλλα της παθητικής προσαρμογής στην «παρούσα

τάξη πραγμάτων» αλλά και τη Χάρυβδη της νοσταλγικής αναπόλησης ημερών και

πολιτικών που παρήλθαν ανεπιστρεπτί.

Μια Αριστερά που ανιχνεύει τον ιστορικό ορίζοντα και ονειρεύεται ένα

διαφορετικό μέλλον. Όχι επειδή διαθέτει κάποια έτοιμη συνταγή γι’ αυτό, αλλά

επειδή θέλει να αλλάξει το παρόν. Επειδή είναι διαρκές κίνημα και

μεταρρύθμιση.

Ο Θανάσης Γεωργακόπουλος είναι στέλεχος της Ανανεωτικής Εκσυγχρονιστικής

Κίνησης της Αριστεράς.