Θυμάστε το 1998; Όταν τα ασιατικά νομίσματα έκαναν βουτιά και τα χρηματιστήρια

κατέρρευσαν, ο πανικός εξαπλώθηκε στις αγορές και τις οικονομίες όλου του

κόσμου. Εν μέσω ενός γενικευμένου κλίματος φόβου για τον κίνδυνο ύφεσης της

παγκόσμιας οικονομίας, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών προχώρησε

σε επιθετικές μειώσεις των επιτοκίων της. Το αποτέλεσμα ήταν η ανάκαμψη των

αγορών, καθώς οι επενδυτές προεξόφλησαν ότι η καταστροφή δεν θα ερχόταν.

Τώρα τα κέρδη που είχαν καταγράψει εκείνη την περίοδο τα χρηματιστήρια έχουν

εξανεμιστεί. Σε δολαριακούς όρους περίπου το 50% της κεφαλαιοποίησης

χρηματιστηριακών αγορών όπως της Ινδονησίας, των Φιλιππίνων, της Νότιας Κορέας

και της Ταϊλάνδης χάθηκε από τις αρχές της φετινής χρονιάς. Πλέον η

χρηματιστηριακή αξία αυτών των αγορών βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα του

1998. Παράλληλα, το ιαπωνικό χρηματιστήριο έχει χάσει φέτος περίπου το ένα

τέταρτο της συνολικής κεφαλαιοποίησής του. Στη Νότια Αμερική οι

χρηματιστηριακές αγορές της Αργεντινής, της Βραζιλίας, της Χιλής, του Μεξικού

και του Περού έχουν χάσει περίπου το 15% της κεφαλαιοποίησής τους από τις

αρχές του έτους. Αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες ο ευρύτερος χρηματιστηριακός

δείκτης Στάνταρντ εντ Πουρς 500 βρίσκεται 5% χαμηλότερα σε σχέση με τις αρχές

του έτους.

«Κανείς δεν φαίνεται να ανησυχεί για την αδυναμία των οικονομιών εκτός της

Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών», τόνισε πρόσφατα ο κ. Μάικλ Ο’ Χίγκινς,

στέλεχος γνωστού επενδυτικού οίκου στο Μαϊάμι. «Η παγκόσμια οικονομία είναι

πιο αδύναμη από όσο πιστεύουν οι περισσότεροι. Οι αγορές έχουν μπροστά τους

πολλά προβλήματα».

Προβληματική Γουώλ Στρητ

Οι χρηματιστηριακές αγορές των αναδυόμενων οικονομιών έχουν σημειώσει μεγάλες

απώλειες από τις αρχές του έτους. Αν η κατρακύλα συνεχισθεί, η παγκόσμια

οικονομία μάλλον θα βρεθεί σε αδιέξοδο (στιγμιότυπο από δρόμο της Σεούλ στη

Νότια Κορέα, που φιλοξενεί ταμπλό με την πορεία του βασικού δείκτη του χρηματιστηρίου)

Και στον ορίζοντα των αμερικανικών αγορών υπάρχουν σύννεφα. Τα ομόλογα υψηλού

επενδυτικού κινδύνου (junk bonds) διαπραγματεύονται σε επίπεδα που στο

παρελθόν σήμαιναν ότι η αμερικανική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση ή ότι

επίκειται κύμα χρεοκοπιών των επιχειρήσεων που τα εξέδωσαν. Οι διαφορές των

αποδόσεών τους σε σχέση με τις αποδόσεις των εντόκων γραμματίων του

αμερικανικού κράτους βρίσκονται σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά που «χτύπησαν»

κατά τη διάρκεια του επενδυτικού πανικού του 1998.

Όλα αυτά συμβαίνουν καθώς η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με την

υψηλή ζήτηση, που ωθεί τις τιμές του αργού πετρελαίου και του χαλκού σε

υψηλότερα επίπεδα. Ακόμη και η Ιαπωνία εμφανίζει δείγματα βελτίωσης του

επιχειρηματικού κλίματος και της καταναλωτικής ζήτησης. Η απόφαση της

Ιαπωνικής Κεντρικής Τράπεζας να προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων της δέχτηκε

την έντονη κριτική οικονομολόγων και αξιωματούχων χωρών της Δύσης, αλλά η

προβλεπόμενη ζημιά στην ιαπωνική οικονομία δεν πραγματοποιήθηκε.

Η κοινή λογική διαπιστώνει ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε φάση

επιβράδυνσης, παρά τη διαφορετική εικόνα που εμφανίζουν οι αριθμοί. Οι υψηλές

τιμές του πετρελαίου πλήττουν την παγκόσμια ανάπτυξη, ενώ η σκλήρυνση της

νομισματικής πολιτικής στην οποία προχώρησε από τις αρχές της χρονιάς η

Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών προκάλεσε συναγερμό στους ξένους

επενδυτές, που θυμήθηκαν ότι ήταν η Κεντρική Αμερικανική Τράπεζα που έσωσε την

παγκόσμια οικονομία από το χείλος της καταστροφής το 1998. Τα σημάδια πτώσης

των τιμών του τεχνολογικού κλάδου έχουν φοβίσει τους επενδυτές και κυρίως

αυτούς στις χρηματιστηριακές αγορές της Ταϊβάν και της Νότιας Κορέας, που

κυριαρχούνται από εταιρείες του συγκεκριμένου τομέα. Στην Ταϊβάν, η

χρηματιστηριακή αγορά της οποίας έχει χάσει από τις αρχές του χρόνου περίπου

42%, η κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόσφατα ένα νέο πακέτο μέτρων με στόχο την άνοδο

των τιμών των μετοχών. Ένα από αυτά τα μέτρα είναι η αύξηση του ποσοστού που

επιτρέπεται να επενδύσουν οι ξένοι σε αυτήν τη χώρα. Η αλλαγή αυτή, ωστόσο, θα

ήταν περισσότερο αποτελεσματική αν γινόταν σε μια περίοδο που οι ξένοι θα

επιθυμούσαν πραγματικά να αυξήσουν τις επενδυτικές τοποθετήσεις τους στην

Ταϊβάν.

Καταφύγιο

Η αίσθηση που έχει αναπτυχθεί στους επενδυτές όλου του κόσμου είναι ότι το

χρηματιστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών είναι το ασφαλέστερο μέρος για να

τοποθετήσει κάποιος τα χρήματά του σε μια παγκόσμια οικονομία η οποία

επιβραδύνεται. Η αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά φιλοξενεί αμέτρητες

εταιρείες, οι οποίες ανήκουν στον λεγόμενο κλάδο «ανάπτυξης», οι οποίες

υποτίθεται ότι δεν πρόκειται πληγούν ακόμη και στην περίπτωση που η

αμερικανική ή η παγκόσμια οικονομία εμφανίσει τάσεις ύφεσης. Από την άλλη, η

Ασία έχει πάρει τη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως τόπος παραγωγής των

προϊόντων, η ζήτηση των οποίων θα καμφθεί στην περίπτωση που η παγκόσμια

οικονομία επιβραδυνθεί.

Ο Ντέιβιντ Μπάουερς, επικεφαλής του τμήματος διεθνών επενδύσεων στην τράπεζα

Μέριλ Λιντς, εκτιμά ότι οι επενδυτές θα αντιμετωπίσουν ένα δύσκολο δίλημμα

σχετικά με την κατανομή των επενδυτικών τους κεφαλαίων. «Μήπως έχουμε

υπερεκτιμήσει τις προοπτικές συνέχισης της πτωτικής πορείας των μετοχών»,

αναρωτιέται. Αν όντως συμβαίνει αυτό, μάλλον ήρθε η ώρα να αυξηθούν οι θέσεις

στις αγορές που έχουν καταγράψει σημαντικές απώλειες. Ανεξάρτητα από το αν οι

χρηματιστηριακές αγορές υπερβάλλουν σε σχέση με τους επενδυτικούς κινδύνους,

είναι πραγματικά εντυπωσιακό ότι δεν δίνουν και πολλή σημασία στην πιθανότητα

απότομης βουτιάς κατά τη διάρκεια της τωρινής προεκλογικής περιόδου στις

Ηνωμένες Πολιτείες. Εν μέρει, αυτή η κατάσταση αντανακλά την αυτοκαθησυχαστική

πεποίθηση ότι η αμερικανική οικονομία θα διαφύγει οποιουδήποτε κινδύνου

επιβράδυνσης.

Η ασταθής φύση των παγκόσμιων αγορών μπορεί να μας βοηθήσει για να εξηγήσουμε

τις απότομες διακυμάνσεις που παρουσιάζουν οι αμερικανικές αγορές, καθώς οι

επενδυτές προσπαθούν να διαπιστώσουν αν βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής για

την παγκόσμια οικονομία. ‘Όταν οι τιμές των μετοχών κάνουν απότομα άλματα,

γεμίζουμε με ελπίδες. Όταν όμως κάνουν βουτιές, τρομάζουμε. Και όπως λένε στην

Κίνα, ζούμε σε μια εποχή με πολύ ενδιαφέρον.

Το αν η παγκόσμια οικονομία θα πληγεί στην περίπτωση που η αμερικανική

χρηματιστηριακή αγορά κάνει απότομη βουτιά διαρκείας, θεωρείται κάτι παραπάνω

από βέβαιο. Το αμερικανικό αναπτυξιακό θαύμα ­ οκτώ χρόνια συνεχούς και

ταχείας οικονομικής ανάπτυξης ­ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση της

καταναλωτικής ζήτησης, η οποία με τη σειρά της ενισχύεται από τις υπεραξίες

που έχουν καταγράψει τα αμερικανικά νοικοκυριά στο χρηματιστήριο. Στην

περίπτωση που οι υπεραξίες αυτές σημειώσουν απότομη μείωση, θα επηρεαστεί

αρνητικά και η καταναλωτική συμπεριφορά των Αμερικανών. Η οικονομία των

Ηνωμένων Πολιτειών αποτελεί την καλύτερη αγορά για τις εξαγωγές των

αναδυόμενων οικονομιών, μετά μάλιστα και την ασιατική κρίση του 1997.

Ενδεχόμενη ύφεση της αμερικανικής οικονομίας θα σημάνει το καμπανάκι του

συναγερμού για όλο τον κόσμο.

* Ο κ. Floyd Norris είναι οικονομικός αναλυτής της αμερικανικής

εφημερίδας «The New York Times»