Ο πόλεμος για τις ταυτότητες δεν έχει ακόμα κοπάσει και να που ξέσπασε νέος

πόλεμος ­ αυτή τη φορά για την εθνική μας ταυτότητα. Τι είναι η Ελλάδα μας; Το

ερώτημα μοιάζει αυτονόητο ­ τα αυτονόητα ωστόσο πολλές φορές μάς διαφεύγουν.

«Η αγνότητα της φυλής ­ έγραφε ο Αγγλος ιστορικός ­ δεν υπάρχει. Η Ευρώπη

υπήρξε πάντοτε μια ήπειρος δραστήριων μπάσταρδων». Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν

είχε στο μυαλό του και την Ελλάδα. Είναι όμως εξαιρετικά πιθανόν. Το «όμαιμο»

το «ομόγλωσσο» και το «ομόθρησκο» δεν ήταν ποτέ ικανά να ορίσουν τον Ελληνισμό

­ πολύ περισσότερο σήμερα, σε μια εποχή που τα σύνορα, όπως και τα τείχη,

χάνουν το νόημά τους. Η ανεπάρκεια τέτοιων περιοριστικών ορισμών έχει

αποδειχθεί κατ’ επανάληψη στη διάρκεια της Ιστορίας. Η ενσωμάτωση άλλωστε

γειτονικών πληθυσμών υπήρξε πάντοτε στοιχείο δυναμισμού για την Ελλάδα ­ ποιος

μπορεί για παράδειγμα να σκεφτεί καν σήμερα τη σύγχρονη ελληνική ιστορία χωρίς

τους Αρβανίτες, χωρίς τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση, αλλά και χωρίς την

καθοριστική συμβολή κορυφαίων Ελλήνων πολιτικών και στρατιωτικών αρβανίτικης

καταγωγής. Στοιχεία που δικαίως μάς κάνουν υπερήφανους ­ ακριβώς όπως θα

πρέπει να νιώθουμε υπερήφανοι όταν ένας Αλβανός μαθητής θέλει να σηκώσει την

ελληνική σημαία. Αντ’ αυτού, για μια ακόμα φορά ενεργοποιήθηκαν τα πιο

σκοτεινά αντανακλαστικά, για μια ακόμα φορά οι ιδεολόγοι της ήττας και της

περιχαράκωσης βρήκαν την ευκαιρία να επισείσουν τον κίνδυνο του

αφελληνισμού… Ο πειρασμός για έναν νέο γύρο ιδεολογικής αντιπαράθεσης είναι

μεγάλος. Ένας τέτοιος αναχρονισμός όμως ­ η ανακύκλωση δηλαδή, στις παραμονές

του 21ου αιώνα, θεμάτων που άλλες κοινωνίες έχουν λύσει εδώ και πολλά χρόνια ­

είναι το τελευταίο που έχει ανάγκη η Ελλάδα. Η μοναδική μας ελπίδα είναι η

λήθη ­ να αφεθούν να σβήσουν οι ιδέες αυτές όπως κάποτε – κάποτε σβήνουν οι

εφιάλτες της Ιστορίας. Κι επειδή αυτό συνιστά ενδεχομένως ασύγγνωστη αφέλεια

και αισιοδοξία, μαζί με τη λήθη απαιτείται και επαγρύπνηση. Επαγρύπνηση για τα

ανθρώπινα δικαιώματα που παραβιάζονται, για τον μικρό μαθητή που δεν μπόρεσε

να χαρεί την επιβράβευση των κόπων του.