Είναι γνωστό ότι στην εποχή μας, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, το πτυχίο

γίνεται όλο και πιο αναγκαίο στον αγώνα ένταξης στην αγορά εργασίας, όμως

ταυτόχρονα αναδεικνύεται όλο και λιγότερο ικανό για να διασφαλίσει μια θέση

εργασίας.

Μια ματιά μόνο στις Στατιστικές Εργασίας είναι ικανή να χαρτογραφήσει με τα

πιο «μελανά» χρώματα αυτό που, χρόνια τώρα, γίνεται αντιληπτό και με «γυμνό

οφθαλμό»: Περίπου ο ένας στους τέσσερις νέους άνεργους είναι πτυχιούχος

Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΑΕΙ-ΤΕΙ), ενώ δεκάδες χιλιάδες άλλοι νέοι με υψηλό

εκπαιδευτικό επίπεδο υποαπασχολούνται ή ετεροαπασχολούνται. Οι 13.000 άνεργοι

πτυχιούχοι του 1981 γίνανε 53.000 το 1991 και σήμερα ξεπερνούν τις 120.000.

Υψηλά προσόντα

Από την άλλη, οι εξειδικευμένες θέσεις εργασίας που απαιτούν υψηλά

επαγγελματικά προσόντα αρχίζουν και πολλαπλασιάζονται με υψηλούς ρυθμούς.

Για τέτοιου είδους θέσεις, ο πρώτος τίτλος σπουδών της Τριτοβάθμιας

Εκπαίδευσης τείνει να μην είναι επαρκές προσόν καθώς το γνωσιακό κεφάλαιο που

περιέχει μπορεί πολύ γρήγορα να χαθεί «σαν το νερό στην πέτρα».

Στο σημείο αυτό οι μεταπτυχιακές σπουδές ξαναφορτίζουν την μπαταρία που

έρχεται να προσφέρει στήριξη στην «εύθραυστη συμμαχία» του πτυχίου με την

αγορά εργασίας.

Η κατάσταση έχει πάρει τέτοια τροπή, ώστε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες

και στη χώρα μας ο αριθμός των επιστημόνων που κατ’ έτος αποκτούν ένα

μεταπτυχιακό τίτλο πλησιάζει στον αριθμό των νέων που αποφοίτησαν από την

Τριτοβάθμια Εκπαίδευση την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία.

Σύμφωνα με τον πανεπιστημιακό Γιώργο Τσαμασφύρο (ΕΜΠ) ο αριθμός των

νέων που, κάθε χρόνο, αποκτούν τον πρώτο τίτλο σπουδών

της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης πλησιάζει τον αριθμό των νέων που

αποφοίτησαν από τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση το 1950. Δηλαδή, ο

πρώτος τίτλος σπουδών τείνει να έχει την ίδια δύναμη στην αγορά

εργασίας με αυτήν που είχε το απολυτήριο Λυκείου το 1950.

Η εξέλιξη αυτή με τα δύο αντιπαρατιθέμενα και αλληλοσυγκρουόμενα άκρα (ανεργία

πτυχιούχων – ζήτηση μεταπτυχιακών) ρυθμίζεται από τους ίδιους «διακόπτες» που

δεν είναι παρά «οι ανάγκες της αγοράς», αφού, σύμφωνα με έρευνα του εργατικού

δυναμικού, οι πλέον «προνομιούχοι» στην αγορά εργασίας είναι οι κάτοχοι

μεταπτυχιακών τίτλων.

Η υψηλή ζήτηση, από τη μεριά των υποψηφίων, μεταπτυχιακών προγραμμάτων

εξειδίκευσης τροφοδοτείται άμεσα και σαφώς από την προοπτική επαγγελματικής

αποκατάστασης σ’ ένα περιβάλλον γενικευμένης εργασιακής ανασφάλειας.

Ρυθμίζεται από στρατηγικές αποδυνάμωσης και υπονόμευσης της προοπτικής

απαξίωσης του τίτλου σπουδών, ένα είδος συνταγής επιβίωσης σε μια αγορά

εργασίας η οποία χαρακτηρίζεται από οβιδιακές μεταμορφώσεις που απαιτούν

ολοένα και μεγαλύτερη εξειδίκευση.

Στα πλαίσια αυτά είναι φανερό ότι η άνθηση των Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων

εντάσσεται στην προσπάθεια βελτίωσης ­ από τη μεριά των πτυχιούχων ­ των

προοπτικών απασχόλησης και σταδιοδρομίας, κοντολογίς, για καλύτερο

«πλασάρισμα» στην αγορά εργασίας, καθώς το «εφόδιο» του μεταπτυχιακού τίτλου

έρχεται να «ξαναμοιράσει την τράπουλα» στον χώρο της επαγγελματικής απόδοσης

των τίτλων.

Μεταπτυχιακά προγράμματα στη Φιλοσοφία – Παιδαγωγική – Ψυχολογία –

Κοινωνιολογία

Είκοσι οκτώ μεταπτυχιακά προγράμματα λειτουργούν φέτος με εξειδικεύσεις στη

Φιλοσοφία, στην Παιδαγωγική, στην Ψυχολογία και στην Κοινωνιολογία στα

Πανεπιστήμια Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Κρήτης, Ιωαννίνων, Πατρών, Αιγαίου, στο

Πάντειο, στο ΕΜΠ καθώς και στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Τρία από αυτά είναι

ενταγμένα στο ΕΠΕΑΕΚ ενώ στο 1/3 οι φοιτητές υποχρεώνονται σε δίδακτρα πάνω

από 400.000 ετησίως.