Απώλειες που κυμαίνονται από 70% έως και 93% κατέγραψαν, από τις αρχές του

έτους, οι τιμές εκατό διαφορετικών μετοχών που διαπραγματεύονται στη

Σοφοκλέους.

Πρόκειται κυρίως για μετοχές εταιρειών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης, οι

οποίες επηρεάστηκαν περισσότερο από την πτώση που σημείωσε ο Γενικός Δείκτης

από τις 3 Ιανουαρίου 2000, που έγινε η πρώτη συνεδρίαση του χρόνου, μέχρι και

τις 9 Οκτωβρίου του 2000. Στο διάστημα αυτό ο Γενικός Δείκτης είχε απώλειες

που ξεπέρασαν το 46%. Αυτό προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων τα

οποία παρουσιάζονται στον σχετικό πίνακα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η

υψηλότερη τιμή είναι αυτή που κατεγράφη κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης μέσα

στο 2000 και δεν αποτελεί απαραίτητα το κλείσιμο της μετοχής κάποια

συγκεκριμένη ημέρα. Εξάλλου, οι τιμές είναι αναπροσαρμοσμένες, καθώς για τον

υπολογισμό των απωλειών σε σύγκριση με το ιστορικό υψηλό για το τρέχον έτος

έχουν ληφθεί υπόψη τυχόν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, μερίσματα, «σπλιτ»

κ.λπ. Οι χρηματιστές δηλώνουν, πάντως, ότι για να σταθεροποιηθεί σε υψηλότερα

επίπεδα η χρηματιστηριακή αγορά, χρειάζεται να βελτιωθεί η ψυχολογία του

επενδυτικού κοινού και κυρίως των ιδιωτών επενδυτών. Αυτό συνεπάγεται αύξηση

της αξίας συναλλαγών, που εκτιμάται ότι πρέπει να φθάσει τα 100-150 δισ.

δραχμές σε ημερήσια βάση.

Στελέχη της αγοράς με πολύχρονη πείρα στο Χρηματιστήριο δηλώνουν ότι αυτό το

διάστημα υπάρχει ο φόβος ότι ο Γενικός Δείκτης στη Σοφοκλέους δεν θα αποκτήσει

σύντομα ορατό σημείο στήριξης. Ο φόβος αυτός έχει δημιουργηθεί από το γεγονός

ότι οι τιμές πολλών από τις μετοχές εταιρειών μικρής, μεσαίας και μεγάλης

κεφαλαιοποίησης πέφτουν συνεχώς τη στιγμή που τίποτα δεν έχει αλλάξει στα

θεμελιώδη στοιχεία της ελληνικής οικονομίας.

Το επενδυτικό κοινό, όμως, επισημαίνουν γνωστά στελέχη της αγοράς, είναι πολύ

πιο ώριμο, καθώς έχει μεγαλύτερη ευχέρεια να κάνει σωστές επιλογές μετοχών. Η

νευρικότητα, πάντως, παραμένει το κυρίαρχο στοιχείο στην αγορά, καθώς το

τελευταίο διάστημα οι μετοχές εταιρειών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης

παρουσιάζουν έντονες διακυμάνσεις.