Η καταστροφή δεν έγινε «εκεί – έξω», έγινε «εδώ ­ μπροστά ­ στα μάτια μας».

Χάριν της μικρής οθόνης το δράμα του ναυαγίου εκτυλίχθηκε μέσα στο σπίτι μας.

Οι κραυγές αγωνίας, τα πτώματα που αν και σκεπασμένα με τις κουβέρτες

αποπνέουν το παγερό του θανάτου, τα απεγνωσμένα βλέμματα των διασωθέντων, ένα

σκηνικό φρίκης που μεταδίδεται ξανά και ξανά.

Η έρευνα στην ψυχολογία φανερώνει πόσο οι ακραίες καταστάσεις κινδύνου, όπου

κυριαρχεί η βία και ο θάνατος, μπορούν να προκαλέσουν στον ψυχισμό το

«σύνδρομο μετατραυματικού στρες». Το άτομο κατακλύζεται από τρόμο, πανικό,

απειλείται από ψυχική εξόντωση. Οι μηχανισμοί άμυνας απορρυθμίζονται.

Βρίσκεται σε συνεχή συναγερμό. Έχει την αίσθηση ότι ο κίνδυνος που έζησε, και

από τον οποίο «ως εκ θαύματος» γλίτωσε, πρόκειται ανά πάσα στιγμή να

επανέλθει.

Εύλογα καταλαβαίνει κανείς πόσο ο καθένας από τους διασωθέντες στο «Εξπρές

Σαμίνα» υπόκειται σε αυτό το ψυχοπαθολογικό σύνδρομο. Έχω όμως την αίσθηση ότι

αφορά πολύ περισσότερους. Όλους εκείνους που χάριν της μικρής οθόνης

εκτίθενται καθημερινά στο θέαμα της καταστροφής.

Είναι τέτοια η δύναμη της εικόνας, είναι τέτοια η ένταση των σκηνών, η φόρτιση

των στιγμών, η εγγύτητα με τον θάνατο που κομίζουν, ώστε είναι δύσκολο να

μείνεις αμέτοχος. Ακόμα κι αν ισχύει αυτό που ο Μπολτάνσκι αποκαλεί στο

ομώνυμο βιβλίο του «ο πόνος εξ αποστάσεως», ακόμα κι έτσι, είναι σαν να

είμαστε εκεί.

Η Άννα, οκτώ ετών, τις τελευταίες μέρες δυσκολεύεται να κοιμηθεί μόνη της,

κρατά σφιχτά τη μητέρα της, «θα με αφήσεις;» τη ρωτά, «τι θα κάνω αν πνιγείς».

Το ίδιο ερώτημα που πέρσι τέτοιον καιρό, μετά τον μεγάλο σεισμό, έθετε ο

μικρός Νικόλας, «μαμά θα πεθάνεις;».

Ο θάνατος που δραπετεύει από το μικρό γυαλί κι εγκαθίσταται στο σπίτι.

Η τηλεοπτική προβολή και η συνεχής αναμετάδοση της φρίκης εγγράφεται στον

παιδικό ψυχισμό. Και όχι μόνον, στον βαθμό που ο καθένας από μας κρύβει μέσα

του έναν λογοκριμένο παιδικό εαυτό, ο παιδικός τρόμος αφορά και τον ενήλικο. Η

αίσθηση της ανημπόριας. Αρκούν μερικά λεπτά για να βυθιστεί το πλοίο που μας

ταξιδεύει και να βρεθείς στο έλεος της συμφοράς. Ανακινείται ο αρχαϊκός τρόμος

της μετατροπής του εαυτού σε πράγμα, σε άβουλο ον. Ένα παίγνιο γίνεσαι στα

χέρια μιας μαγικής δύναμης, όπου αίφνης παύεις να ορίζεις και γίνεσαι

οριζόμενος. Δυσεντόπιστες δυνάμεις αποφασίζουν για τη ζωή ή τον θάνατό σου.

Πλοίαρχοι, υποπλοίαρχοι, επιθεωρητές, πλοιοκτήτες, ασφαλιστές, αντασφαλιστές,

κρατικοί παράγοντες, ένας χορός βρικολάκων και στη μέση εσύ. Εσύ ως δυνάμει

επιβάτης ενός θανατηφόρου «Σαμίνα Εξπρές».

Μια τέτοια αίσθηση μόνον κατάθλιψη ή οργή ή και τα δύο μπορεί να γεννήσει. Και

βέβαια για την υγεία του ψυχισμού είναι καλύτερη η οργή από την κατάθλιψη.

Ο τηλεθεατής λοιπόν διά της, τόσο πρόθυμης να αναμεταδώσει ξανά και ξανά τη

συμφορά, μικρής οθόνης καλείται να επιλέξει δύο δρόμους.

Να αδιαφορήσει. Είναι μια άμυνα στην ακρότητα της κατάστασης. Άλλωστε η

επανάληψη των ίδιων σκηνών εν τέλει καταφέρνει να τις αποφορτίσει, να τις

απογυμνώσει από το δραματικό τους περιεχόμενο. Εν τέλει, «εγώ τη γλίτωσα» να

πει ο τηλεθεατής και να συνεχίσει ήσυχος τη βολική ζωή του.

Να ταυτισθεί τόσο πολύ με το γεγονός, ώστε να φαντασιώνει τον εαυτό του σαν

έναν δυνάμει επιβάτη του «Σαμίνα Εξπρές». Η συμφορά ανά πάσα στιγμή καραδοκεί.

Δυνάμει νεκρός ή έστω διασωθείς. Ο θάνατος εν πάση περιπτώσει καραδοκεί.

Είμαστε στο έλεός του.

Αξίζει να μην ενδώσουμε σε καμία από τις δύο αυτές στάσεις, που εντέλει ίσως

και να μας χαρακτηρίζουν ως λαό. Στη μία περίπτωση ζεις ως παχύδερμο

περιφρουρημένος. Ανάλγητος και ατάραχος μέσα στην ψευδο-ασφάλειά σου. Στην

άλλη περίπτωση ζεις την οδύνη ενός συνεχούς τρόμου. Είσαι συνεχώς υποψήφιος

νεκρός.

Ανάμεσα στην αναλγησία και την ταραχή υπάρχει ένας μεσαίος δρόμος. Τον

υποδεικνύει ο Σοπενχάουερ με τους σκαντζόχοιρους. Αν πλησιάσουν πολύ κοντά

πληγώνονται από τα αγκάθια τους. Αν απομακρυνθούν πολύ παγώνουν από τη μοναξιά

και το κρύο.

Μια υγιής απόσταση, λοιπόν, ή, καλύτερα, μια υγιής εγγύτητα θα έλεγα σε όλα

αυτά που συμβαίνουν γύρω μας θα ήταν μια επιθυμητή αντίδραση. Πολύ κοντά,

πληγώνεσαι, πολύ μακριά, παγώνεις. Η επιλογή είναι δική μας. Το δυστύχημα ή το

ευτύχημα είναι ότι ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν εκείνοι που

προτιμούν να πληγώνονται από το να παγώνουν!..

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.