Ο λόγος στους αναγνώστες.

Ο Αθ. Μυλωνάς, Νεοπτολέμου 40, Βύρωνας, γράφει:

«Στο χωριό Νεοχώριον Ιθώμης του Νομού Μεσσηνίας, το οποίον συνορεύει με την

κωμόπολη Μελιγαλά, υπάρχει ­ πέραν από το πατρικό σπίτι της Μαρίας Κάλλας, το

οποίο προσφάτως κηρύχθηκε διατηρητέο ­ και η γέφυρα της Μαυροζούμαινας, της

οποίας η αρχαιολογική αξία είναι ανεκτίμητη.

Ο Παυσανίας, στα «Μεσσηνιακά», τη χαρακτηρίζει ως την «αρχαιότατη τριπλή

γέφυρα της Βαλύρας». Η γέφυρα αυτή «ζούσε» ως τον 12ο αιώνα μ.Χ. Τότε

αναστηλώθηκε και βρίσκεται ως σήμερα, χάρη στη Μαυροζούμη, σύζυγο του Θεοδώρου

Μαυροζούμη, μεγάλου πολιτικού και στρατιωτικού της εποχής εκείνης. Στη δεξιά

πλευρά της γέφυρας υπάρχει και η ταυτότητά της: «Εκενεοθη το δηωφίρι δι’

εξόδων εμού Σίναν Σουμπάσιαν Καριτενου».

Ο γυμνασιάρχης Περικλής Στυλιανόπουλος στο βιβλίο του «Ιστορία της Μεσσηνίας»

τοποθετεί το κτίσιμό της στη Βυζαντινή Εποχή ενώ ο Ολλανδός γεωγράφος και

ιστορικός Η.W. Schimmel, επισκεπτόμενος τη γέφυρα, αποφαίνεται ότι «η γέφυρα

είναι φαινόμενο σε όλη την Ευρώπη. Είναι πάρα πολύ παλιά και αποτελείται από

τρία τμήματα». Τέλος, «ΤΑ ΝΕΑ» (8-10-84) έγραψαν: «Οι υπηρεσίες του υπουργείου

Πολιτισμού που δείχνουν καμιά φορά ασυνήθιστη ευαισθησία για τη διάσωση

αρχαιολογικών και αρχιτεκτονικών μνημείων, έχουν αφήσει στη μοίρα του το

χιλιοχρονίτικο γεφύρι της Μαυροζούμαινας, το οποίο, παρ’ ότι έχει καταγραφεί

ως διατηρητέο από την Εφορεία Αρχαιοτήτων που εδρεύει στη Σπάρτη, κανείς δεν

ενδιαφέρεται να το σώσει».

Στη γέφυρα αυτή συναντιούνται τα νερά τριών ποταμών της Άνω Μεσσηνίας ­ της

Λευκασίας, του Άμφιτου και του Χάραδρου. Από τις 16 καμάρες της σήμερα

λειτουργούν μόνον οι πέντε. Οι υπόλοιπες είναι επιχωματωμένες. Το πώς αντέχει

μέχρι σήμερα η γέφυρα αυτή τούς όγκους των υδάτων των τριών ποταμών, για εμάς

είναι θαύμα».

Ο Αντ. Παράσχης, Murarg 24Α, 75434, Uppsala, Sweden, γράφει:

«Στη βιβλιοθήκη των νησιών Aland, συνάντησα τον εξής στίχο του Δροσίνη: «Ξένε,

που μόνος και έρημος / σε ξένα μέρη τρέχεις / πες μου ποιος είν’ ο τόπος σου

και ποια πατρίδα έχεις;». Γύρισα στο σπίτι μου και έγραψα, αμέσως, το παρακάτω

κείμενο, εις απάντησιν:

Τη μακρινή πατρίδα μου «χτίστες ομαδικά τη βίασαν, κι η όψη της αιμάτωσε και

ράγισε κι έχασα την ελπίδα μου, όταν τ’ άσπρα της τα μάρμαρα σύννεφο χημικό τα

μαύρισε. Τη μακρινή πατρίδα μου, φαλλογραφειοκράτες το σώμα της κακοποιούν και

την ψυχή της ταλανίζουν και χάνω την ελπίδα μου, όταν σε μια σταλιά βροχής,

χωριά και πόλεις πλημμυρίζουν. Τη μακρινή πατρίδα μου και ο Εγκέλαδος ύπουλα

τη χτυπά και τα σαθρά θεμέλιά της γκρεμίζονται κι εγώ χάνω την ελπίδα μου,

όταν στης Αθήνας το τσιμεντένιο πρόσωπο, οι μνήμες μου τσακίζονται»».