Η ευφορία της συνεδρίασης της Παρασκευής αποδείχθηκε για ακόμη μία φορά

παροδική. Ο Γενικός Δείκτης με την έναρξη της χθεσινής συνεδρίασης τέθηκε υπό

την πίεση της αποκόμισης βραχυπρόθεσμων κερδών. Ως εκ τούτου ο δείκτης έχασε

όλο το έδαφος που είχε κερδίσει, σημειώνοντας απώλειες 1,74%, όσο ακριβώς ήταν

και το κέρδος το οποίο είχε αποκομίσει στη συνεδρίαση της Παρασκευής.

Κλείνοντας στις 3.956 μονάδες, η ισορροπία του Δείκτη στις 4.000 μονάδες

αποδείχθηκε για ακόμη μία φορά ιδιαίτερα εύθραυστη, ενώ και η εικόνα της

συναλλακτικής δραστηριότητας δεν βελτιώθηκε. Η ημερήσια αξία των συναλλαγών

ανήλθε στα 77 δισ. δραχμές, σημειωτέον ότι περίπου το ένα τέταρτο των οποίων

αφορούσε τις συναλλαγές μεγάλων πακέτων.

Η εικόνα όλων των επιμέρους κλάδων ήταν η ίδια με αυτή του Γενικού Δείκτη,

όλοι ήταν πτωτικοί, ενώ ιδιαίτερα πιέσθηκαν αυτοί που αντικατοπτρίζουν την

πορεία των εταιρειών μικρής κεφαλαιοποίησης. Ο δείκτης της Παράλληλης Αγοράς

είχε τη μεγαλύτερη πτώση ­ 4,36% ­ ακολουθούμενος από αυτόν των διαφόρων

εταιρειών με απώλειες της τάξεως του 3,36%.

Η αγορά παραμένει αδιάφορη και διστακτική ακόμη και στα οικονομικά νέα που

παραδοσιακά συντηρούν την αναθέρμανση του ενδιαφέροντος των επενδυτών για τη

χρηματιστηριακή αγορά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η μικρότερη από το

αναμενόμενο άνοδος του πληθωρισμού, η οποία επιτρέπει στην Τράπεζα της Ελλάδος

την ομαλότερη αποκλιμάκωση των επιτοκίων, δεν είχε την αναμενόμενη υποδοχή και

διάρκεια από τους επενδυτές. Κάτω από την εξέλιξη των γεγονότων το τρέχον

έτος, θα μπορούσε εύλογα να παρατηρήσει κανείς την έλλειψη ουσιαστικού

προσανατολισμού στους επενδυτές, αλλά και το γεγονός ότι οι ευκαιρίες για

επενδύσεις σε αξιόλογες εταιρείες είναι παρούσες.