Πέντε μήνες ύστερα από την εκλογική αναμέτρηση του Απριλίου, η φθορά του

κυβερνώντος κόμματος και της πρωθυπουργικής εικόνας δείχνει να συνεχίζεται. Η

μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ της Ν.Δ. καταγράφεται και στην πρόθεση

ψήφου των εκλογέων (βλέπε παραπλεύρως).

Η τάση αυτή, απαρχή της οποίας υπήρξε η σύγκρουση με την Εκκλησία, με αφορμή

το ζήτημα των ταυτοτήτων (Μάιος), φαίνεται να επιδεινώθηκε κατά τους θερινούς

μήνες, ως αποτέλεσμα μιας σειράς παραγόντων που κυριάρχησαν στην πολιτική

σκηνή: διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, αντιμετώπιση των πυρκαγιών, εξαγγελία

των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, εσωκομματικές διενέξεις. Θα πρέπει δε

να σημειωθεί, ότι στη μέτρηση δεν αποτυπώνονται σε όλη τους την έκταση οι

επικοινωνιακές και πολιτικές συνέπειες που πυροδότησε η ναυτική τραγωδία

(26/9). Με βάση το τακτικό Πανελλαδικό Πολιτικό Βαρόμετρο των «ΝΕΩΝ», τέσσερα

βασικά στοιχεία συνθέτουν το φθινοπωρινό τοπίο της πολιτικής σκηνής.

1.Η επιστροφή του γνώριμου κλίματος γενικευμένης κοινωνικής

δυσαρέσκειας από τη διακυβέρνηση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται: κάμψη του

ενδιαφέροντος των πολιτών για την πολιτική, απαξίωση των κομμάτων

διακυβέρνησης. Είναι ενδεικτικό ότι η τάση αυτή δείχνει να συμπαρασύρει προς

τα κάτω, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, όλες ανεξαιρέτως τις

δημοτικότητες των πολιτικών αρχηγών (που συνιστούν έναν βασικό δείκτη

αποτίμησης του γενικού πολιτικού κλίματος).

2.Η μετατόπιση της ημερήσιας διάταξης από τις μετεκλογικές κυβερνητικές

προτεραιότητες, σε θέματα που έχει θέσει η αντιπολίτευση, όπως π.χ. το ζήτημα

της διαπλοκής. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η πεποίθηση πως «η πολιτική ζωή της

χώρας επηρεάζεται από τα επιχειρηματικά συμφέροντα» γίνεται καθολικά αποδεκτή

από την κοινή γνώμη, σε ποσοστό της τάξης του 85%. Γεγονός που αποκτά

ιδιαίτερη σημασία, καθ’ ότι υποδηλώνει σαφώς την επικοινωνιακή υστέρηση της

κυβέρνησης σε ένα στρατηγικής σημασίας πεδίο (agenda setting).

3.Η σε μεγάλο βαθμό εξισορρόπηση της εικόνας των δύο μεγάλων κομμάτων,

ως προς την ικανότητά τους να ασκήσουν τη διακυβέρνηση της χώρας (σε χαμηλά

όμως επίπεδα αξιολόγησης).

4.Η τάση εξισορρόπησης της εικόνας των κ.κ. Σημίτη και Καραμανλή, κάτι

που δεν ίσχυε προεκλογικά. Αν και οι δημοτικότητες και των δύο υπόκεινται σε

ισόποση κάμψη (-5%), ο κ. Καραμανλής δείχνει να σταθεροποιεί το προβάδισμα που

εμφανίζει στον δείκτη δημοτικοτήτων ήδη από τον Ιούνιο (με 52,7% θετικές

κρίσεις, έναντι 48,9% του κ. Σημίτη). Από την άλλη πλευρά, ο κ. Σημίτης

δείχνει να διατηρεί το προβάδισμα στον σημαντικότερο δείκτη αποτίμησης της

πρωθυπουργικής ικανότητας, όπου προηγείται με ποσοστό 36,2%, έναντι 33,2% του

κ. Καραμανλή (+3%, έναντι +6,7% τον Ιούνιο). Ως προς τον τελευταίο δείκτη, θα

πρέπει να επισημανθεί η θεαματική αύξηση των ερωτωμένων που αξιολογούν

αρνητικά και τους δύο πολιτικούς: από 15,5% στη μέτρηση του περασμένου Ιουνίου

σε 23,5% (+8%).

Ο Γιάννης Μαυρής είναι πολιτικός επιστήμων, Ph.D. και διευθύνων

σύμβουλος του Ινστιτούτου Δημοσκοπήσεων V-PRC.