Το καλοκαίρι τελειώνει και μαζί μ’ αυτό για τους πιο πολλούς κλείνει για

φέτος η ιδιαίτερη σχέση μας με τη θάλασσα, μια σχέση άμεση, εξ επαφής με το

νερό, που αναζωογονεί κάθε χρόνο τη φυσική μας τάση για παιχνίδι, για

περιπέτεια, για ονειροπόληση.

Έστιν δε θάλασσα τίς δε νιν /κατασβέσει; (είναι η θάλασσα και ποιος

θα τηνε /καταλύσει;) Αισχύλος

Μνήμες γαλήνης, συντονισμένης με τον ήρεμο ρυθμικό κυματισμό, το λικνιστικό

νανούρισμα, αλλά και αιφνίδιος θυμός, φόβος, αιωρούμενος κίνδυνος, οργισμένες

αναπνοές της θάλασσας, που δίνουν άλλο νόημα στις καλοσύνες της.

Γλαύκε, για κοίτα, κύματα σκάβουν το πέλαγο βαθιά /Και

στων Γυρέων τις κορφές ορθά /σύννεφα στέκουν /σημάδι βαρυχειμωνιάς

ξάφνω μας βρήκε ο φόβος Αρχίλοχος (μετάφραση Γ. Σεφέρη)

Η οργή της θάλασσας σφράγισε με απέραντη πίκρα το φετινό καλοκαίρι. Το τραγικό

ναυάγιο του πλοίου «Σαμίνα» έξω από το λιμάνι της Πάρου γέμισε με αγωνία

θανάτου τα αφρισμένα κύματα μέσα στη μαύρη νύχτα. Ο Παριανός Αρχίλοχος αυτές

τις θάλασσες είχε στον νου στο παραπάνω απόσπασμα.

Κιχάνει δ’ εξ αελπτίης φόβος. (Ξάφνω μας βρήκε ο φόβος)

Γι’ ακόμα μια φορά διαπιστώσαμε ότι η θάλασσα έχει προαιώνιους δεσμούς με το

λίκνο αλλά και με το φέρετρο. Η υπευθυνότητα όλων εκείνων, που αναλαμβάνουν να

μετακινούν ανυπεράσπιστους ανθρώπους, απαιτεί εγρήγορση, ετοιμότητα,

προβλεπτικότητα και στη δύσκολη στιγμή αυτοθυσία. Κι όμως μέσα στη συμφορά και

την άνιση μάχη των ναυαγών με τα μανιασμένα κύματα, σώθηκαν ζωές από εκείνη τη

σπίθα της ανθρωπιάς, μοναδική παρηγοριά μας που φουντώνει τις δύσκολες ώρες

στον τόπο μας.

Μέσα στον κίνδυνο και το θαύμα.

Πλοίο διαρκείας η χώρα μου, έγραψε ο Ελύτης.

επί την άπειρον /θάλασσαν των ονείρων (Κάλβος)

Οι λέξεις θάλασσα και κύμα δεν άλλαξαν για την ελληνική γλώσσα από τα χρόνια

του Ομήρου. Αυτή η απέραντη επιφάνεια που αντικρύζει τον ουρανό, γελαστή,

αγριεμένη, ήρεμη, κυματώδης ή φουρτουνιασμένη, μας συνδέει με το απύθμενο

παρελθόν μας. Η θάλασσα απλώνεται απρόβλεπτη, λαμπερή, σκοτεινή ή αργυρή,

γαλάζια, πράσινη, μαβιά ή πορτοκαλένια, καθρέπτης του έναστρου ή του

συννεφιασμένου ουρανού, σ’ αυτή βουτάει ο ήλιος, η σελήνη και τ’ αστέρια. Η

θάλασσα υπάρχει μέσα μας, γαλήνια ή θυμωμένη, μας προσδιορίζει με τη διπλή της

όψη:

Μια θάλασσα μέσα μου σαν λίμνη γλυκόστρωτη /και σαν ωκιανός ανοιχτή

και μεγάλη

γράφει ο Κ. Παλαμάς, στους «Καημούς της λιμνοθάλασσας».

Θάλασσα ακύμαντη του πρωινού, καθαρή και διάφανη θάλασσα του μεσημεριού με τον

ήλιο ψηλά να λαμπρύνει την επιφάνειά της με εκείνα τα άπειρα παιχνιδίσματα του

φωτός. Ο Προμηθέας του Αισχύλου καρφωμένος στον βράχο επικαλείται τη γη, τον

αιθέρα και τα κύματα:

Ω διός αιθήρ και ταχύπτεραι πνοαί /ποταμών τε πηγαί ποντίων τε

κυμάτων /ανήριθμον γέλασμα παμμήτορ τε γη /και τον πανόπτην

κύκλον ηλίου καλώ.

Άγιε αιθέρα και φτερωμένοι αγέρηδες /Πηγές των ποταμών κύματα

αφρισμένα χαμόγελα /Μάνα Γη, μάνα των πάντων / Ήλιε που

βλέπεις τα πάντα.

(Μετάφραση Κ. Τοπούζης)

Το «γέλασμα», που αντιστοιχεί στα αναρίθμητα κύματα, είναι το γέλιο και η χαρά

αλλά ταυτόχρονα η λάμψη και το σπινθηροβόλημα των κυμάτων της θάλασσας, όπως

στον Ερωτόκριτο:

Τα περιγιάλια ελάμπασι κι η θάλασσα εκοιμάτο, / Γλυκύς σκοπός εις τα

δεντρά κι εις τα νερά εγροικάτο

Η θάλασσα είναι εκεί, μας γοητεύει ή μας απογοητεύει ανάλογα με τους καιρούς,

σ’ αυτήν αναγνωρίζουμε τη μακρινή καταγωγή μας.

Σε στιγμές μεγάλου πόνου, όπως αυτός που ακολούθησε το πρόσφατο ναυάγιο,

συνειδητοποιούμε τη σημασία της δικής μας «φύσης». Η δεινότητα του ανθρώπου

στη διαχείριση και στον μετασχηματισμό των φυσικών δυνάμεων παραπέμπει άμεσα

στην ανθρωπιά του, στη συνείδησή του. Τεχνολογία και συνείδηση, να οι δύο

πόλοι που θα κρίνουν τον πολιτισμό μας έγραψε ο Le Corbusier απευθυνόμενος

στους νέους αρχιτέκτονες το 1957.

Η θάλασσα απλώνει την ατέρμονη επιφάνειά της, το απειλητικό της βάθος, την

ασφαλή ακρογιαλιά της, αλλά και τους άπειρους κόκκους της άμμου, τα όστρακα

και τα βότσαλα, τα λειασμένα αντικείμενα που ξεβράζει το κύμα που μοιάζουν να

ανήκουν σε παράξενα θαλάσσια όντα ­ αέναη μετάβαση από το μέγα στο

απειροελάχιστο.

Η βοή των κυμάτων γεμίζει τον αιθέρα αλλά και το κοίλωμα μας μικρής

αχιβάδας G. Baachelard.

Λόγια ποιητών για τη θάλασσα και το νερό, αναδύονται από τα βάθη του χρόνου,

συνδέουν την απεραντοσύνη του ωκεανού με τα ποτάμια, τις πηγές και με το πιο

μικρό και ρηχό νεράκι που συγκρατεί μια σχισμή βράχου ή μια λακκουβίτσα.

Στο «Μπακακόκ» ο Νίκος Χουλιαράς περιγράφει μια τέτοια λακκουβίτσα με ποιητική

ακρίβεια:

«… σα να ‘ναι χώρος θαλάσσιος μεγάλος… Εκεί απάνω σαλεύει

ακόμα ένα άσπρο φτερό σαν ερημιά.

Σ’ αυτή εκεί τη λακκουβίτσα εγώ την είδα την πατρίδα μου.

Μεγάλη, μαύρη, γεμάτη ζάρες και μυστικά. Με θάλασσες

πολλές και βράχια. Με σκοτεινά περάσματα και πετεινά από αίμα».

Η Σουζάνα Αντωνακάκη είναι αρχιτέκτονας.