Περασμένα μεσάνυχτα και η Αννούλα κοιμάται από ώρα, αναπνέει κάπως βαριά, αυτό

το παλιοσυνάχι την ταλαιπωρεί από την πρώτη ημέρα που πήγε στον παιδικό

σταθμό, άλλο ένα τίμημα της «κοινωνικοποίησης» του μωρού μου, τι να κάνω,

είμαι απλώς μια μαμά…

Περασμένα μεσάνυχτα και τα πρώτα λεπτά της σιωπής με τυλί-γουν παρηγορητικά,

ένα κου-κούλι ασφαλείας ύστερα από άπειρες ώρες σε μια πλημμύρα λέξεων, ήχων

που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να μεγεθύνουν το βάρος, τούτη την

«κοινωνικοποίη-ση» ημών των ενηλίκων, εξίσου υποχρεωτική με αυτήν των βλαστών

μας, τι να κάνω, υποκρίνο-μαι ότι ακούω και καταλαβαίνω…

Περασμένα μεσάνυχτα και η βροχή δεν λέει να έρθει, τη νιώθω να πλησιάζει και

ξέρω ότι όλα θα ‘ναι καλύτερα μόλις η μυρωδιά του βρεμένου χώματος εισχωρήσει

σε τούτο το σπίτι-κάστρο, μόλις ακούσω τον ήρεμο, σταθερό ήχο των σταγόνων στα

φύλλα της λεμονιάς, ξέρω ότι θα καλύψει και θα σκεπάσει αυτούς τους φόβους που

έχουν αποκτήσει σωματική υπόσταση, έχουν σφηνωθεί κάπου ανάμεσα στον λαιμό και

το στήθος μου…

Περασμένα μεσάνυχτα και προσπαθώ να βγάλω από πάνω μου το βελιγραδιώτικο

σταυρόλεξο και την αέναη βαλκανική τραγωδία, τα ουρλιαχτά για το ναυάγιο και

τα ανάθεμα για το κράτος, την πολιτική decadence και τη δονκιχωτική

σκληρότητα, αποπειρώμαι να τα παρατάξω δίπλα στην πόρτα, μαζί με τα παπούτσια,

δεν είναι εύκολο, το μυαλό δεν υπακούει πάντα στις δικές μου εντολές,

ακολουθεί άλλων νόρμες και επιταγές, μπορεί και να ‘ναι φυσιολογικό, σε μένα

άλλωστε ανήκουν μονάχα αυτά τα μεταμεσονύχτια λεπτά σιωπής…

Περασμένα μεσάνυχτα και προσπαθώ να προσδιορίσω το μέγεθος, το εύρος και το

πλάτος, του κενού και της ερημιάς, ωσάν η γνώση των ορίων να εξασφαλίζει την

εξάλειψη του φαινομένου, άλλη μια ψευδαίσθηση, άλλος ένας κόκκος θολούρας σε

ένα βλέμμα που νόμιζες καθαρό…

Κι έπειτα ήρθε η βροχή ­ και μαζί της η δύναμη και η φωνούλα της Άννας που

θέλει γάλα…

Είμαι μόνο μια μαμά.