«Μαμά, υπάρχει η μηχανή του χρόνου; ». «Όχι μωρό μου». «Γιατί δεν μπορούν να

τη φτιάξουν οι επιστήμονες; Αφού στις ταινίες υπάρχει!». «Γιατί κανείς δεν

μπορεί ακόμα, μικρό μου, να νικήσει τον χρόνο»….

Το αγγελούδι μου μεγαλώνει και συνειδητοποιεί για πρώτη φορά τόσο έντονα τις

αλλαγές που φέρνει ο χρόνος στη ζωή μας. Και δεν του αρέσει… Τον φοβίζει,

τον τρομάζει, τον γεμίζει νοσταλγία για ό,τι αφήνει πίσω του. «Τι γρήγορα που

πέρασαν εφέτος οι διακοπές, μαμά. Κι εφέτος όλα μού φαίνονται διαφορετικά. Ο

φίλος μου ο Σπύρος δεν είναι πια στο σχολικό μου, πήγε Γυμνάσιο. Και περνάγαμε

τόσο καλά μαζί. Και ο Φαίδων άλλαξε σχολείο. Κι εμένα πια οι δάσκαλοι μού

φέρονται σαν μεγάλο. Δεν γίνεται να μην αλλάζουν τα πράγματα;».

Η συζήτηση κράτησε πολύ και ήταν τόσο όμορφη, αλλά και τόσο μελαγχολική. Πόσο

θά ‘θελα να μπορούσα να τον καθησυχάσω, να τον διαβεβαιώσω ότι τα χρόνια που

έρχονται θα είναι καλύτερα από αυτά που περνάνε. Να του πω με πειστικότητα ότι

η ωριμότητα θα του φέρει περισσότερη χαρά, θα απογειώσει τον ενθουσιασμό του,

θα κάνει πραγματικότητα όλα τα όνειρά του. Πόσο θά ‘θελα να είχα στα χέρια μου

αυτή «τη μηχανή του χρόνου», ή όπως αλλιώς θα τη βάφτιζαν, για να κρατήσω δική

του για πάντα την αθανασία της νιότης, την ασφάλεια της ανεμελιάς, την

αιωνιότητα της αθωότητας.

Το μόνο, όμως, που μπορώ στην πραγματικότητα είναι να να τον κοιτώ από μακριά

να μεγαλώνει και να του σκουπίζω κάπου κάπου τρυφερά τα δάκρυά του, όπως

σκούπιζα μέχρι χθες τις πληγές από το παιχνίδι στα γόνατά του.