Κατά έναν παράξενο τρόπο, η πολιτική ιστορία του «σύντομου εικοστού αιώνα»

μοιάζει να είναι η ιστορία ενός «τρίτου δρόμου». Ο όρος αυτός υιοθετήθηκε

συχνά από κινήματα και δυνάμεις της Αριστεράς και της Δεξιάς, προκειμένου να

εκφράσει μια εναλλακτική λύση, μια άλλη ­ «τρίτη» ­ άποψη απέναντι στις

κυρίαρχες κατευθύνσεις και επιλογές κάθε εποχής.

Έτσι, στη δεκαετία του ’20 υπήρξε ένα από τα συνθήματα του ανερχόμενου

φασισμού. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Βρετανός Συντηρητικός Η. Macmillan

χρησιμοποιεί τον όρο για να περιγράψει τη νέα εποχή του «καπιταλισμού με

ανθρώπινο πρόσωπο», ύστερα από την αγριότητα της Μεγάλης Κρίσης του 1929. Στα

πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, η Σοσιαλιστική Διεθνής ψάχνει τον δρόμο της, τον

«τρίτο δρόμο», ανάμεσα στον αχαλίνωτο ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς και την

πολιτικά διευθυνόμενη οικονομία. Στα χρόνια του ’60, η Ανατολική Ευρώπη

αναζητά τον δρόμο προς τον «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Στο τέλος της

επόμενης δεκαετίας, το κίνημα των Πρασίνων, κυρίως της Γερμανίας, σηκώνει τη

σημαία του «τρίτου δρόμου» και θέτει σε αμφισβήτηση τα επιτεύγματα της «Χρυσής

Εποχής» της παραγωγής και της κατανάλωσης, απαιτώντας περισσότερη ποιότητα.

Στη δεκαετία του ’80, οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες, με έμβλημα τον «τρίτο

δρόμο», αναζητούν μια «ενδιάμεση» πολιτική ανάμεσα στον επεκτατικό

φιλελευθερισμό και την κεϋνσιανή πολιτική.

Σήμερα, ο «τρίτος δρόμος» έχει γίνει διεθνώς γνωστός από το Νέο Εργατικό Κόμμα

της Μ. Βρετανίας και τον, μέχρι προσφάτως, πολύ δημοφιλή Τ. Μπλερ. Ο σύγχρονος

«τρίτος δρόμος» εμφανίστηκε ως μια «τρίτη» λύση ανάμεσα, αφενός, στην «παλαιά»

και «αναχρονιστική» σοσιαλδημοκρατία και, αφετέρου, τον νεοφιλελευθερισμό.

Εμφανίστηκε κατά συνέπεια, όπως ακριβώς και οι ποικίλες εκδοχές του

παρελθόντος, ως ένα πολιτικό και ιδεολογικό εγχείρημα «διπλής» οριοθέτησης ή

«διπλής» ρήξης, ως μια πολιτική ανατροπής των κυρίαρχων πολιτικών μοντέλων.

Στην πράξη, ο βρετανικός «τρίτος δρόμος» δεν αποτέλεσε ποτέ ένα εγχείρημα

διπλής οριοθέτησης ή υπέρβασης. Ο Τ. Μπλερ ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό τη

φιλελεύθερη οικονομική πολιτική των συντηρητικών, επιφέροντας μικρές

ενδιαφέρουσες βελτιώσεις στα θέματα κοινωνικής πολιτικής. Όπως έγραψε ο κάθε

άλλο παρά σοσιαλιστής Σ. Μπρίταν, το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να θεωρηθεί

τυχερό που έχει τον Τ. Μπλερ πρωθυπουργό, διότι με αυτόν τα κεκτημένα του

θατσερισμού δεν τίθενται σε αμφισβήτηση.

Αυτά όλα είναι λίγο – πολύ γνωστά. Όχι μόνον οι Βρετανοί, αλλά οι Ευρωπαίοι

σοσιαλιστές στο σύνολό τους φαίνεται να έχουν βρει τον «τρίτο δρόμο» τους.

Ακολουθούν όλοι την ίδια περίπου διαδρομή, παρά τις όχι πάντα ασήμαντες και

όχι πάντα «επιφανειακές» διαφοροποιήσεις τους. Ο ευρωπαϊκός σοσιαλισμός, που

χαρακτηρίστηκε ιστορικά, κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, από ευρύ εσωτερικό

πλουραλισμό, από διαφοροποιημένα μοντέλα συγκρότησης και από μεγάλες

ιδεολογικές και πολιτικές συζητήσεις, φαίνεται να υιοθετεί ένα λίγο – πολύ

κοινό πρότυπο κυβερνητικής συμπεριφοράς, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα μεγάλα

μεγέθη της μακροοικονομικής πολιτικής.

Η παρατηρούμενη πρωτόγνωρη σύγκλιση δεν είναι το προϊόν μιας επιθετικής

σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, αλλά το τελικό αποτέλεσμα μιας αμυντικής

προσαρμογής στις απαιτήσεις των καιρών. Η σύγκλιση αποτυπώνει τη βαθμιαία

εξασθένηση των άλλοτε ισχυρών πολιτικών «μοντέλων» που συγκροτούσαν την

ευρωπαϊκή Αριστερά: τέλος του περίφημου σουηδικού μοντέλου, τέλος του

αυστροκεϋνσιανισμού, τέλος του κόμματος – κοινωνίας που ήταν μεταπολεμικά το

ΙΚΚ, τέλος επίσης του ελληνικού «μοντέλου» που τόσο αντιφατικά αντιπροσώπευσε

το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου. Η ριζική εξασθένηση αυτής της πλούσιας και

συγκρουσιακής παράδοσης γέννησε τους σύγχρονους τρίτους δρόμους που όλοι, παρά

τις διαφορές τους, μοιράζονται έναν συγγενή τρόπο προσέγγισης της πολιτικής

και της οικονομίας.

Η εξασθένηση της διαφορετικότητας δεν αφορά μόνον την ευρωπαϊκή σοσιαλιστική

οικογένεια. Αφορά το σύνολο των μεγάλων κομμάτων της Αριστεράς και της Δεξιάς,

που υιοθετούν πολιτικές που δεν διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Το γνωστό

σύνθημα «ΤΙΝΑ» (There Is No Alternative, Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση)

αποτελεί την κοινή μοίρα και το κοινό αξίωμα που αποδέχονται τα κόμματα που

κατοικούν στον «οίκο της εξουσίας», όπως θα έλεγε ο Μ. Βέμπερ. Το παράδοξο του

σημερινού «τρίτου δρόμου» είναι το εξής: εμφανιζόμενος ως μοναδική και

αναπόφευκτη λύση, ως «μονόδρομος», ακυρώνει το κεντρικό διακριτικό γνώρισμα

της Ιστορίας· ακριβέστερα: των διαφορετικών ιστοριών του «τρίτου δρόμου».

Ακυρώνει τη «συντακτική» ιδέα και προϋπόθεση ύπαρξής του: την ύπαρξη δύο

τουλάχιστον άλλων δρόμων, δύο τουλάχιστον επιλογών.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.