Είμαστε σε μια κρίσιμη και καθοριστική στιγμή. Η αποτίμηση της πορείας των 26

χρόνων από την τουρκική εισβολή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η τουρκική

αδιαλλαξία παραμένει αναλλοίωτη. Θα πρέπει ταυτόχρονα να αξιολογήσουμε ως

σημαντικά επιτεύγματα τη διατήρηση της οντότητας του κυπριακού κράτους ως του

μόνου υποκειμένου Διεθνούς Δικαίου και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της

Κύπρου.

Το διεθνές περιβάλλον εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από αστάθεια και

αβεβαιότητα, με τις ΗΠΑ να έχουν την αδιαμφισβήτητη παγκόσμια ηγεμονία. Καθώς

βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία αναδιαμόρφωσης του γεωπολιτικού χάρτη των

Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής είναι φανερό ότι η Κύπρος δεν μπορεί να

εξαιρεθεί από αυτούς τους σχεδιασμούς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, προς την οποία ως

Κύπρος προσβλέπουμε, προσπαθεί να ανιχνεύσει τον μελλοντικό της ρόλο και

κυρίως να αποφασίσει, πρώτον, αν θα μετεξελιχθεί σε μια ομοσπονδία κρατών και,

δεύτερον, αν θα εγκαθιδρύσει κατά τρόπον ουσιαστικό κοινή εξωτερική πολιτική

και κοινή άμυνα.

Μέσα σε αυτό το διαμορφούμενο σκηνικό, η παρέμβαση των «οκτώ μεγάλων» και η

αμερικανική ανάμειξη οδήγησαν στις εκ του σύνεγγυς συνομιλίες της Νέας Υόρκης

και της Γενεύης. Ο απολογισμός, μετά και την ολοκλήρωση του τρίτου γύρου,

είναι απολύτως αρνητικός για τη δική μας πλευρά, όχι μόνο ως προς το ότι δεν

απέδωσαν οτιδήποτε θετικό. Υπήρξε φανερό από την καταληκτική δήλωση Ντε Σότο

ότι επιχειρείτο η αλλοίωση και της βάσης των συνομιλιών στη λογική τού «όλα

στο τραπέζι», αλλά και του πλαισίου λύσης του Κυπριακού.

Περαιτέρω, η κατάληψη τμήματος των ελευθέρων περιοχών στα Στροβίλια, η

παραβίαση του status quo στη θαλάσσια περιοχή των Κοκκίνων και η εισαγωγή νέων

οπλικών συστημάτων στα κατεχόμενα κατεδείκνυαν μια ένταση της τουρκικής

αδιαλλαξίας.

Ωστόσο, η πιο ανησυχητική και άκρως δυσμενής εξέλιξη υπήρξε η εναρκτήρια

δήλωση του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ της 12ης Σεπτεμβρίου. Η αναφορά σε αυτήν

τη δήλωση σε ισότιμο καθεστώς των δύο μερών και νέο συνεταιρισμό αποτελεί στην

πραγματικότητα ικανοποίηση των απαράδεκτων αξιώσεων Ντενκτάς και Άγκυρας.

Δυστυχώς, η μη έγγραφος ανασκευή της δήλωσης του γενικού γραμματέα και η

επάνοδος στις συνομιλίες του Προέδρου Κληρίδη με βάση μόνο προφορικές

διαβεβαιώσεις για μη αναγνώριση του ψευδοκράτους και μη πρόθεση αποαναγνώρισης

της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελούν ήδη ένα επαχθές βάρος για την κυπριακή

υπόθεση.

Η λατινική ρήση scripta manet έχει απόλυτη εφαρμογή στην περίπτωση. Η γραπτή

δήλωση του γενικού γραμματέα θα παραμείνει ως τμήμα των επίσημων εγγράφων του

ΟΗΕ περί Κύπρου, σε αντίθεση με τα έπεα πτερόεντα που είναι επί του

προκειμένου οι προφορικές διαβεβαιώσεις Ανάν.

Τώρα είναι φανερό ότι οι κίνδυνοι είναι τεράστιοι, καθώς για πρώτη φορά μετά

τις Συμφωνίες Κορυφής 1977 και 1979 και τα περί Κύπρου ψηφίσματα του

Συμβουλίου Ασφαλείας τα οποία ρητά αναφέρονται σε ομοσπονδιακή λύση με μια

κυριαρχία, μια υπηκοότητα, επιχειρείται η προβολή προς συζήτηση

συνομοσπονδιακής λύσης. Ταυτόχρονα, η αναφορά του γενικού γραμματέα σε ισότιμο

καθεστώς των δύο μερών είναι δυνατόν να δημιουργήσει περιπλοκές στην ευρωπαϊκή

πορεία της Κύπρου. Και αυτό, γιατί μπορεί να προβληθεί η άποψη ότι για την

ευρωπαϊκή ενσωμάτωση της Κύπρου θα πρέπει να προηγηθεί ισότιμη διαπραγμάτευση

με τα δύο «ισότιμα μέρη». Ήδη ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Ισμαήλ Τζεμ,

μιλώντας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, στην πιο εμπρηστική και αδιάλλακτη

ομιλία Τούρκου αξιωματούχου από το 1974, έσπευσε να υποδείξει ότι για την

ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. θα πρέπει να προηγηθεί ξεχωριστή συμφωνία με το

ψευδοκράτος.

Ενώπιον αυτών των αδήριτων δεδομένων, τα καθήκοντά μας είναι σαφή:

1.Θα πρέπει να προτάξουμε τη δική μας αποφασιστική αντίσταση.

2.Θα πρέπει, επιτέλους, να εφαρμόσουμε τη στρατηγική που όλα αυτά τα

χρόνια διακηρύσσουμε.

3.Οι πολιτικοί, διπλωματικοί και αμυντικοί σχεδιασμοί, οι ενέργειες και

πρωτοβουλίες μας πρέπει να κινούνται στη λογική της απόκρουσης κάθε

προσπάθειας προώθησης λύσης συνομοσπονδίας ή αναγνώρισης του ψευδοκράτους, ενώ

ταυτόχρονα θα προβάλλουν την ετοιμότητά μας για συνομιλίες στη βάση των

ψηφισμάτων και των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου

Ασφαλείας του ΟΗΕ. Θα πρέπει παράλληλα να διαφυλάσσουν, να ενισχύουν και να

προωθούν τη μέγιστης εθνικής σημασίας εναλλακτική μας στρατηγική ευρωπαϊκής

ενσωμάτωσης της Κύπρου. Λαμβανομένης δε υπόψη αυτής της προοπτικής θα πρέπει

να επιδιώξουμε τη σταδιακή, ολοένα και πιο ενεργό, ανάμειξη της Ε.Ε. στις

διαδικασίες και τις προσπάθειες για λύση του Κυπριακού. Οι μηχανισμοί της

ΚΕΠΠΑ και ο ρόλος του υπάτου εκπροσώπου της θα πρέπει να αξιοποιηθούν.

Ασφαλώς το Κυπριακό είναι ένα διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής και

εντάσσεται στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Ταυτόχρονα, όμως, είναι ένα ευρωπαϊκό

πρόβλημα, ενώ η ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου καθιστά εκ των πραγμάτων υπεύθυνη

την Ε.Ε. να συμβάλει θετικά στη λύση του προβλήματος.

Υπάρχει και το Ελσίνκι και οι επιπτώσεις που αυτό είχε και έχει τόσο στην

ενταξιακή πορεία της Κύπρου όσο και στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, αλλά

και στο Κυπριακό.

Η εταιρική σχέση Τουρκίας – Ε.Ε. είναι μια πρώτη ευκαιρία για να δοθεί το

σαφές μήνυμα στην Τουρκία ότι το ευρωπαϊκό της μέλλον περνάει αναγκαστικά μέσα

από τη λύση του Κυπριακού. Για να κατανοήσει ότι ευρωπαϊκή πορεία και επίδειξη

νεοοθωμανικής νοοτροπίας πρακτικών συμπεριφορών είναι ασυμβίβαστα.

Η εταιρική σχέση Τουρκίας – Ε.Ε. είναι ταυτόχρονα μια πρώτη δοκιμασία για την

Τουρκία. Την ίδια στιγμή, προσφέρει σε Ελλάδα και Κύπρο τη δυνατότητα

ανάπτυξης πολιτικών και διπλωματικών πρωτοβουλιών για να θέσουν την Τουρκία

προ των ευθυνών της μέσω των διαδικασιών και των μηχανισμών της Ε.Ε., που

αποτελούν ένα πλεονεκτικό πεδίο ανάπτυξης θετικών πολιτικών για διασφάλιση των

εθνικών συμφερόντων.

Υπάρχει τέλος και η στρατηγική της αποτροπής, η αμυντική υποδομή Κύπρου και

Ελλάδας, το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, συνολικά η αποτρεπτική

ικανότητα του Ελληνισμού σε συνάρτηση με τα διαμορφούμενα νέα γεωστρατηγικά

και γεωπολιτικά δεδομένα στην ευρύτερη περιοχή μας.

Είναι γεγονός ότι η θέση της Ελλάδας στην περιοχή και στην Ευρώπη

ισχυροποιείται. Ακόμα και η Κύπρος, παρά τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή, ως

αποτέλεσμα της μεγαλύτερης πολιτικής και διπλωματικής κίνησης του Ελληνισμού

μετά το 1974 που υπήρξε ο ευρωπαϊκός μας προσανατολισμός, διεκδικεί νέο ρόλο

στην περιοχή ως προκεχωρημένη εμπροσθοφυλακή της Ε.Ε. και κατάλληλη πλατφόρμα

για προώθηση των προς τα νοτιοανατολικά εξωευρωπαϊκών της συνεργασιών.

Όμως, αυταπάτες δεν πρέπει να υπάρχουν. Η διαφύλαξη του ρόλου Ελλάδας και

Κύπρου ως πόλων σταθερότητας ενταγμένων σε ένα περιφερειακό σύστημα ασφάλειας

προϋποθέτει συγκεκριμένο εθνικό σχεδιασμό και πολιτικές και διπλωματικές

κινήσεις που θα λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τη συνεχιζόμενη τουρκική απειλή.

Ως εκ τούτου, η επαναχάραξη του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου με βάση

τα νέα δεδομένα είναι προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για μια αξιόπιστη εθνική

στρατηγική. Ταυτόχρονα είναι απόλυτη ανάγκη να μελετηθεί η καταθλιπτική

ανισορροπία δυνάμεων εις βάρος του Ελληνισμού στην περιοχή της Ανατολικής

Μεσογείου, λόγω της συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής του τουρκοϊσραηλινού άξονα

και της προώθησης του πετρελαιαγωγού Μπακού – Τσεϊχάν που θα διοχετεύει το

κασπιανό πετρέλαιο στις επόμενες δεκαετίες.

Η προσδοκώμενη αξιοποίηση και της Κύπρου ως γεωστρατηγικού κόμβου, ως ακραίου

φυλακίου και ως γέφυρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τη Μέση Ανατολή και την

Αφρική προϋποθέτει τη στοιχειώδη παρουσία του Ελληνισμού στην περιοχή, την

ανάπτυξη ενός δικτύου πολυεπίπεδων σχέσεων Ελλάδας και Κύπρου με τις χώρες της

Μέσης Ανατολής και, βεβαίως, τη στοιχειώδη διαφύλαξη του κυπριακού κράτους και

την ύπαρξή του ως συντεταγμένης οντότητας ισχύος.

Ως προς τις άμεσα επιβαλλόμενες ενέργειες, μια ευρεία διαφωτιστική εκστρατεία

σε ΗΠΑ και Ευρώπη, μια πιο αποφασιστική αξιοποίηση του ρωσικού παράγοντα

πρέπει να αποτελέσουν θέματα προτεραιότητας.

Τελικά, χρειάζεται ένας σαφής προγραμματισμός ενεργειών και πρωτοβουλιών. Ένας

εθνικός σχεδιασμός που θα μας βγάζει από την αμηχανία και την απραξία και θα

μας παρουσιάζει συγκροτημένους και έτοιμους να προωθήσουμε τις δεδομένες

στρατηγικές επιλογές μας.

Η εποχή του γενικού χαρακτήρα διαπιστώσεων και αναφορών πρέπει να αφεθεί

οριστικά στο παρελθόν.

Πρέπει με γρήγορους ρυθμούς να περάσουμε σε πολιτικές αποφάσεις, κινήσεις,

βήματα και πρωτοβουλίες. Πρώτιστος στόχος, ο απεγκλωβισμός από το επαχθές

βάρος της δήλωσης Ανάν στη Νέα Υόρκη.

Η αποτροπή αλλοίωσης της διαπραγματευτικής βάσης των συνομιλιών και του

πλαισίου λύσης του Κυπριακού. Η αχρήστευση προώθησης συνομοσπονδιακής λύσης

που θα είναι ό,τι χειρότερο για τον κυπριακό λαό, Ελληνοκύπριους και

Τουρκοκύπριους, αφού όχι μόνο θα οδηγήσει σε μόνιμο διαχωρισμό αλλά θα

εξασφαλίσει στην Τουρκία μόνιμη επικυριαρχία σε όλο τον κυπριακό χώρο.

Η πρόκληση είναι για όλους μεγάλη και οι ευθύνες ιστορικές.

Ο Γιαννάκης Λ. Ομήρου είναι αναπληρωτής πρόεδρος Σοσιαλδημοκρατών, τέως

υπουργός Άμυνας.