Όταν ο κ. Παπαντωνίου πριν από περίπου 12 μήνες έριχνε την τελευταία ματιά

στις παραδοχές με βάση τις οποίες οι τεχνοκράτες του Γενικού Λογιστηρίου

συνέταξαν τον προϋπολογισμό, σίγουρα δεν θα έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην

παράγραφο που αφορούσε την τιμή του πετρελαίου και την ισοτιμία δραχμής –

δολαρίου.

Ο στόχος για τον πληθωρισμό που θα ικανοποιούσε τα κριτήρια της ένταξης

απειλούνταν πολύ περισσότερο από τις ανατιμητικές τάσεις που παρατηρούνταν

στην αγορά και την ανάγκη προσαρμογής της κεντρικής ισοτιμίας της δραχμής ως

προς το ευρώ, παρά από την πορεία της τιμής του «μαύρου χρυσού» και της

ισοτιμίας του πράσινου νομίσματος.

Έτσι, η τιμή των 20 δολαρίων το βαρέλι για το πετρέλαιο και η ισοτιμία δραχμής

– δολαρίου στα επίπεδα των 325 δραχμών, εμφανίζονταν ως ρεαλιστικές. Από το

1997, άλλωστε, μέχρι και τον Οκτώβριο του 1999 η ισοτιμία του δολαρίου

κινούνταν γύρω στα επίπεδα των 300 δραχμών, ενώ ο δείκτης που κατασκευάζει η

Τράπεζα της Ελλάδος για τις διεθνείς τιμές εμπορευμάτων εμφάνιζε μία

αξιοσημείωτη σταθερότητα.

Δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι τελικά ο στόχος της ένταξης στην ΟΝΕ θα γινόταν

εφικτός την ίδια στιγμή που οι προβλέψεις για την εξέλιξη του πληθωρισμού θα

έπεφταν έξω κατά περίπου 83%. Δηλαδή, από 2% που ήταν η πρόβλεψη για τον

πληθωρισμό του 2000 τελικά ο πληθωρισμός θα έκλεινε στα επίπεδα του 3,7% ή

-σύμφωνα με τις πιό αισιόδοξες προβλέψεις της Alpha Bank -στο 3,4% έως 3,5%.

Και σίγουρα δεν θα πίστευε ότι την «ευθύνη» για την διάψευση των προβλέψεων θα

είχαν οι τιμές του πετρελαίου και του δολαρίου. Όλα δείχνουν ότι τελικά η

κούρσα του πετρελαίου και του δολαρίου θα φορτώσει τον πληθωρισμό με 1,65

ποσοστιαίες μονάδες, αφού από τα 25 δολάρια το βαρέλι, που ήταν η τιμή του

πετρελαίου τον Δεκέμβριο του 1999, θα έφθανε την Τετάρτη στην αγορά του

Λονδίνου στα 34,50 δολάρια και η ισοτιμία (fixing) της δραχμής έναντι του

δολαρίου από 326 δραχμές, τον Δεκέμβριο 1999, θα εκτινασσόταν στις 400,59

δραχμές.

Η επίπτωση των ανατιμήσεων του δολαρίου και του πετρελαίου στον πληθωρισμό,

σύμφωνα με μελέτη που έχουν καταρτίσει οι αρμόδιες υπηρεσίες της Τραπέζης της

Ελλάδος, ξεκίνησε ουσιαστικά τον Αύγουστο. Τον Σεπτέμβριο το εκρηκτικό μείγμα

πετρελαίου – δολαρίου αναμένεται να φορτώσει τον τιμάριθμο με 0,2 ποσοστιαίες

μονάδες. Οι τεχνοκράτες μάλιστα διατυπώνουν την εκτίμηση ότι ο πληθωρισμός στο

τέλος Σεπτεμβρίου θα τρέχει με ρυθμό από 3,1% μέχρι 3,2%.

Το μεγάλο βάρος των επιπτώσεων από τις ανατιμήσεις δολαρίου – πετρελαίου θα

πέσει τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο. Αυτό οφείλεται στις τιμές του πετρελαίου

θέρμανσης. Σύμφωνα μάλιστα με τους υπολογισμούς τεχνοκρατών, στο δίμηνο αυτό η

επιβάρυνση του τιμαρίθμου θα φθάνει τις 0,8 ποσοστιαίες μονάδες και θα είναι

επιμερισμένη (από 0,4 μονάδες) τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο. Έτσι, συνολικά

οι ανατιμήσεις θα φορτώσουν τον πληθωρισμό τουλάχιστον με 1,65 μονάδες, αφού

ήδη η επίπτωση εκτιμάται στις 0,65 μονάδες. Πρέπει να σημειωθεί ότι στις

εκτιμήσεις αυτές δεν έχουν ληφθεί υπόψη τυχόν δευτερογενείς επιπτώσεις, που

αφορούν σε αυξήσεις τιμών τροφίμων και άλλων καταναλωτικών αγαθών, καθώς και

βιομηχανικών προϊόντων. Ήδη, στο β’ δεκαήμερο Σεπτεμβρίου καταγράφηκαν

ανατιμήσεις στο μπετόν και στα προϊόντα αλουμινίου.

Αν και οι εξελίξεις αυτές δεν προκαλούν (προς το παρόν τουλάχιστον) προβλήματα

στην ανταγωνιστικότητα, εντούτοις κτίζουν ένα περιβάλλον έντονου διεκδικητικού

κλίματος, τόσο από την πλευρά των εργαζομένων όσο και από την πλευρά των

επαγγελματιών και των επιχειρήσεων. Ήδη, τα πρώτα δείγματα δόθηκαν με τα

αιτήματα επαγγελματιών, είτε για αυξήσεις στα τιμολόγιά τους είτε για

επιδότηση της κατανάλωσης πετρελαίου μέσω της μείωσης της φορολογίας.

Αν και -προς το παρόν τουλάχιστον -το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης

εμφανίζεται απρόθυμο να αποδεχθεί αυτές τις προτάσεις, εντούτοις κανένα

στέλεχός του δεν εμφανίζεται δημόσια αδιάλλακτο.

Κορυφαίοι τεχνοκράτες υποστήριξαν ότι τα περιθώρια για την έγκριση αυξήσεων

τώρα ουσιαστικά είναι πολύ περιορισμένα και θα γίνουν ανύπαρκτα στην περίπτωση

που οι υπόλοιποι εταίροι στην Ε.Ε. ακολουθήσουν μία πολιτική επιδοτήσεων ώστε

να περιορίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις από τις ανατιμήσεις των υγρών

καυσίμων. Όπως έλεγαν, στην περίπτωση αυτή το πρόβλημα που αυτή τη στιγμή

περιορίζεται μόνο στο μέτωπο των τιμών των 12 θα επεκταθεί αμέσως και σε

άλλους χώρους της οικονομίας, αφού ουσιαστικά περιορίζεται η ανταγωνιστικότητα

των ελληνικών προϊόντων στις ευρωπαϊκές αγορές, όπου βρίσκονται οι

σημαντικότεροι πελάτες τους. Έτσι, τονίζουν, θα πρέπει να γίνει όσο το δυνατόν

συντομότερα ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχουν περιθώρια αλλαγής τόσο της

δημοσιονομικής όσο και της εισοδηματικής πολιτικής.