Μόνο δεκατέσσερις από όλες τις εισηγμένες εταιρείες παρουσίασαν αύξηση στη

χρηματιστηριακή τους αξία από τις αρχές του έτους μέχρι σήμερα. Πρόκειται για

εταιρείες μικρής, μεσαίας και μεγάλης κεφαλαιοποίησης οι οποίες παρουσίασαν

αύξηση στη χρηματιστηριακή τους αξία που κυμαίνεται μεταξύ 0,12% και

2.320,44%.

Αντίθετα, οι υπόλοιπες εταιρείες παρουσιάζουν μείωση στην κεφαλαιοποίησή τους

που κυμαίνεται από 0,75% και φτάνει το 79%. Αυτό προκύπτει από την επεξεργασία

των στοιχείων που αφορούν τις εταιρείες που είχαν τις μετοχές τους στο ταμπλό

του Χρηματιστηρίου στις 30 Δεκεμβρίου του 1999. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά

στο Χρηματιστήριο υπάρχουν εταιρείες που έχουν αυξήσει την κεφαλαιοποίησή τους

από 0,12% έως και 2.320,44%.

«Πρωταθλήτρια» στην αύξηση της κεφαλαιοποίησης είναι η εταιρεία Βαλκάν Έξπορτ.

Κι αυτό γιατί η χρηματιστηριακή της αξία από 2,3 δισ. δραχμές που ήταν στις

αρχές του χρόνου έφτασε τα 57,1 δισ. δραχμές στις 18 Σεπτεμβρίου του 2000. Θα

πρέπει να σημειωθεί ότι οι μετοχές της εταιρείας παρέμειναν εκτός ταμπλό

Χρηματιστηρίου για δύο περίπου χρόνια. Στο διάστημα αυτό η εταιρεία προχώρησε

σε δύο αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου εισάγοντας στην κεφαλαιαγορά νέες μετοχές.

Οι μετοχές της εταιρείας άρχισαν να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο

Χρηματιστήριο μέσα στο Σεπτέμβριο. Αύξηση στη χρηματιστηριακή τους αξία

σημείωσαν εξάλλου άλλες δεκατρείς εταιρείες. Πρόκειται για τις εταιρείες

ΑΤΕΜΚΕ με αύξηση 40,02%, Folli Follie με 33,24%, Εξέλιξη με 27,25%, Ιντραλότ

με 20,75%, EFG Eurobank με 17,56%, Νεώριον Νέα Α.Ε. Ναυπηγείων Σύρου με

14,82%, Κυλινδρόμυλοι Παπαφίλη με 12,88%, Εμπορική Επενδυτική με 12,54%,

Τράπεζα Πειραιώς με 8,75%, Μπάρμπα Στάθης με 6,16%, Θεμελιοδομή με 2,29%, ΟΤΕ

με 2,12% και Ιντρακόμ με 0,12%.

Οι εταιρείες με τη μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία στις 18 Σεπτεμβρίου 2000 σε

απόλυτα μεγέθη είναι ο ΟΤΕ με τέσσερα τρισ. δραχμές, η Εθνική Τράπεζα με 3,6

τρισ. δραχμές, η Alpha Bank με 2,4 τρισ. δραχμές, η EFG Eurobank με 2,2 τρισ.

δραχμές, η Πάναφον με 1,8 τρισ. δραχμές, η Εμπορική Τράπεζα με 1,7 τρισ.

δραχμές, η Ιντρακόμ με 1,4 τρισ. δραχμές, η Τράπεζα Πειραιώς με 1,1 τρισ.

δραχμές, η Ελληνικά Πετρέλαια με 1,07 τρισ. δραχμές και η Ελληνική Εταιρεία

Εμφιάλωσης με 1,02 τρισ. δραχμές.

Η χρηματιστηριακή αξία μιας εισηγμένης εταιρείας σχετίζεται άμεσα με την

πορεία της μετοχής της καθώς πρακτικά όσο αυξάνεται η τιμή αυτή τόσο μεγαλώνει

η κεφαλαιοποίηση. Ανάμεσα στις εταιρείες «πρωταθλήτριες» στην αύξηση αυτή

βρίσκονται αρκετά «βαριά χαρτιά». Σημειώνεται ότι από τις αρχές του χρόνου ο

Γενικός Δείκτης έχει δεχθεί ισχυρές πιέσεις καθώς έχει υποχωρήσει κατά 30%

περίπου. Είναι ενδεικτικό ότι ο Γενικός Δείκτης στις 18 Σεπτεμβρίου 2000

έκλεισε στις 4.146 μονάδες, ενώ στις 30 Δεκεμβρίου του 1999 που ήταν η

τελευταία ημέρα λειτουργίας του Χρηματιστηρίου για το έτος αυτό είχε κλείσει

στις 5.535 μονάδες. Στο διάστημα αυτό η κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου που

προκύπτει από τη χρηματιστηριακή αξία των εταιρειών που ήταν εισηγμένες σε

αυτό μέχρι και τις 30 Δεκεμβρίου του 1999 ήταν 64 τρισ. δραχμές. Η

κεφαλαιοποίηση των ίδιων αυτών εταιρειών στις 18 Σεπτεμβρίου του 2000 ήταν 45

περίπου τρισ. δραχμές.

Η υποχώρηση που σημειώθηκε από τις αρχές του χρόνου στις τιμές έπληξε τις

περισσότερες μετοχές του Χρηματιστηρίου και ιδιαίτερα όσες ανήκουν σε

εταιρείες μικρής κεφαλαιοποίησης, με αποτέλεσμα η χρηματιστηριακή αξία των

εταιρειών αυτών να σημειώσει «βουτιά». Από την υποχώρηση των τιμών ωστόσο

επηρεάστηκε η χρηματιστηριακή αξία και πολλών εταιρειών μεσαίας και μεγάλης

κεφαλαιοποίησης που εμφανίζεται σημαντικά μειωμένη σε σύγκριση με αυτή που

είχε καταγραφεί πριν από εννέα μήνες.

Οι έντονες διακυμάνσεις που παρατηρούνται το τελευταίο διάστημα στη Σοφοκλέους

έχουν άμεσο αντίκτυπο και στη χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων εταιρειών.

Χρηματιστηριακοί αναλυτές εκτιμούν ότι η αγορά αναμένεται να εξακολουθήσει να

καταγράφει διακυμάνσεις καθώς η νευρικότητα είναι κυρίαρχο στοιχείο του

Χρηματιστηρίου. Κύκλοι της αγοράς επισημαίνουν ότι το μεγαλύτερο επενδυτικό

κίνδυνο διατρέχουν όσοι τοποθετούνται με μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα σε

επιλεγμένες μετοχές.