Προσωπογραφία του Pouqueville, σχέδιο του D. Ingres (Λουκία Δρούλια κά.,

Περιηγήσεις στον ελληνικό χώρο, Αθήνα 1968)

Ένα από τα πιο γνωστά στασιαστικά κινήματα λίγο πριν ξεσπάσει η Επανάσταση του

1821 είναι αυτό που οργανώθηκε στην περιοχή της Θεσσαλίας από τον Θύμιο

Βλαχάβα, στις αρχές του 19ου αιώνα, εναντίον του Αλή πασά των Ιωαννίνων.

Ο Ευθύμιος Βλαχάβας (Μπλαχάβας) γεννήθηκε στο χωριό Σμόλιανη (Ισμόλια)

Τρικάλων· η ακριβής χρονολογία της γέννησής του είναι άγνωστη, ωστόσο πρέπει

να την τοποθετήσουμε γύρω στα 1770. Ο πατέρας του, γερο-Βλαχάβας, ήταν

αρματολός στα Χάσια, σύγχρονος των αρματολών Ζίδρου και Λάζου και σύμφωνα με

τον Νικόλαο Κασομούλη πρέπει να πέθανε στο 1780· υπάρχει πάντως η πιθανότητα,

σύμφωνα με μια ενθύμηση που έχουμε από χειρόγραφο της μονής Μεταμορφώσεως

Μετεώρων και αναφέρεται σε κάποιον καπετάν Θανάση Μπλαχάβα, να ζούσε ακόμη στα

1792. Είτε έτσι είτε αλλιώς ο Θύμιος αφού πρώτα χειροτονήθηκε παπάς (απ’ όπου

και το Παπαθύμιος με το οποίο έμεινε γνωστός) ύστερα από τον θάνατο του πατέρα

του ανέλαβε ο ίδιος το αρματολίκι στα Χάσια. Από αυτήν την πρώτη περίοδο της

ζωής του ως αρματολού έχουμε μια περιγραφή του προξένου και περιηγητή Πουκεβίλ

που έγινε δεκτός από τον Βλαχάβα και τους άνδρες του, έφαγε μαζί τους και τους

άκουσε να τραγουδούν: «Σ’ αυτόν τον ερημικό ξενώνα μας περίμενε ο Ευθύμιος

Βλαχάβας, αρχηγός ενόπλων στη Θεσσαλία, με σύντροφο τον Ζόγγο, αρχηγό

παλληκαριών των Αγράφων και του Αχελώου. Οι δυο αυτοί καπεταναίοι με γέμισαν

φιλοφρονήσεις, και θέλησαν με κάθε τρόπο να με φιλέψουν αρνί ψημένο όπως το

συνήθιζαν οι ομηρικοί ήρωες… Αφού ετεμάχισαν το ψητό, έκαναν τις

συνηθισμένες προπόσεις που αρχίζουν πάντοτε για ορισμένους αγίους… Οι

καπεταναίοι θέλησαν έπειτα να μου προσφέρουν μια συναυλία με τους στρατιώτες

τους, που έπαιρναν μετριόφρονα τον τίτλο του κλέφτη, και το κατόρθωσαν

τραγουδώντας μεγαλόφωνα το τραγούδι του Μπουκουβάλα, που το συνόδεψαν με τον

ήχο από τις παράτονες λύρες…».

Ο Θύμιος Βλαχάβας έζησε λοιπόν στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου,

χρονική περίοδο η οποία προσδιορίζεται από σημαντικά γεγονότα τόσο στο

πολιτικό, όσο και στο ιδεολογικό και στρατιωτικό επίπεδο και τα οποία

σηματοδοτούν καίρια τα χρόνια που θα ονομασθούν αργότερα προεπαναστατικά. Η

αποδιοργάνωση του Οθωμανικού κράτους έχει προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό, η

ισχυροποίηση του Αλή πασά των Ιωαννίνων επίσης είναι γεγονός σημαντικό ενώ ο

Ελληνισμός με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βρίσκεται σε άνοδο και στην πορεία της

εθνικής χειραφέτησης. Πέρα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ευνοεί την

ανάληψη αντιστασιακής δράσης, στο ατομικό επίπεδο της ιδεολογικής συγκρότησης

είναι σημαντική η πληροφορία που μας δίνει ο Κασομούλης σύμφωνα με την οποία ο

Παπαθύμιος είχε έλθει σε επαφή με κείμενα όπως ο Χρονογράφος και ο

Αγαθάγγελος. Από αυτά το πρώτο είναι μια καταγραφή γεγονότων που έχουν σχέση

με την εκκλησιαστική ιστορία, γραμμένο σε απλή γλώσσα που γνώρισε μεγάλη

διάδοση στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ενώ το δεύτερο είναι έργο προπαγάνδας

που συντελεί οπωσδήποτε στο «ξύπνημα της λαϊκής ψυχής», όπως πολύ εύστοχα

παρατηρεί ο Κ. Θ. Δημαράς. Γενικά βέβαια και τα δύο έργα και ειδικότερα το

δεύτερο με την εξαγγελία για την έλευση του «ξανθού γένους» που θα ελευθερώσει

τους Έλληνες περιέχουν στοιχεία που ευνοούν με τη σειρά τους την όλη

επαναστατική κινητικότητα.

Στο σημείο αυτό ωστόσο αξίζει να αναφέρουμε και κάποια άλλα γεγονότα που

συμβαίνουν στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής και επηρεάζουν καίρια το όλο

σκηνικό, συντελώντας στη δημιουργία επαναστατικού αναβρασμού. Βρισκόμαστε στα

χρόνια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1806-1812) και ο ρωσικός στόλος έχοντας

επικεφαλής τον ναύαρχο Σενιάβιν δρα στην περιοχή του Βορείου Αιγαίου, όπου

έχει σημαντικές επιτυχίες εναντίον των Τούρκων με μεγαλύτερη εκείνη της

κατάληψης της Τενέδου, γεγονός που αναπτερώνει τις ελπίδες των ραγιάδων. Στη

ναυτική μοίρα του Σενιάβιν έχουν ενσωματωθεί και Έλληνες πολεμιστές ενώ

φυγάδες Σουλιώτες στέλνονται από τους Ρώσους στη Λευκάδα που απειλείται από

τον Αλή πασά. Με την έναρξη του πολέμου εξάλλου, ο Αλή πασάς που ανησυχεί για

την ασφάλεια της επικράτειάς του είχε αφαιρέσει από τους αρματολούς των

Αγράφων και του Κάρλελι (η περιοχή της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας περίπου)

κάθε εξουσία.

Παλιά λιθογραφία του χωριού Καστράκι στους πρόποδες των Μετεώρων (R. Curzon,

Τα μοναστήρια των Μετεώρων, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 127)

Πρέπει ακόμα να σημειώσουμε ότι ένταση επικρατεί και στην περιοχή της Σερβίας,

όπου, πριν ακόμη από την κήρυξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου εκδηλώνεται

επαναστατικό κίνημα στην αρχή κατά των τοπικών γενιτσάρων και αργότερα

εναντίον Τούρκων, το οποίο με τον απελευθερωτικό χαρακτήρα που προσλαμβάνει

και τις επιτυχίες στα πεδία των μαχών (κατάληψη Βελιγραδίου από τους

εξεγερθέντες) αποτελεί στα μάτια των υποδούλων ένα παράδειγμα προς μίμηση.

Μέσα στις ευνοϊκές αυτές συνθήκες για την έξαρση του επαναστατικού πνεύματος

αλλά και εξαιτίας της καταδίωξης του Αλή πασά ξεσπά πρώτα το κίνημα του

Νικοτσάρα και των άλλων αρματολών και κλεφτών του Ολύμπου που διώχνουν τους

Αλβανούς ντερβεναγάδες του Αλή και επιτίθενται στα ασκέρια του.

Ωστόσο στη φάση αυτή ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος δεν θα αργήσει με την παρεμβολή

και των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων να οδηγηθεί σε ανακωχή (συνθήκη του Τιλσίτ,

1807), πράξη ιδιαίτερα αρνητική για τους εξεγερμένους κλέφτες και αρματολούς

αφού η θέση του Αλή πασά ενισχύεται σημαντικά. Όμως τα πράγματα δεν ηρεμούν

αφού ο Νικοτσάρας και οι σύντροφοί του μετατρέπονται σε πειρατές και δρουν στο

Αιγαίο προτού η όλη επιχείρηση γνωρίσει τελικά το άδοξο τέλος και ο αρχηγός

της σκοτωθεί πολεμώντας κοντά στο Λιτόχωρο. Ωστόσο η όλη δράση του, που

καλύπτει μεγάλο χρονικό διάστημα αφού ουσιαστικά έχει αρχίσει από το 1793, και

ο ηρωικός θάνατός του συντελούν στη δημιουργία ενός θρύλου που συντηρεί την

έξαψη των πνευμάτων. Παράλληλα ο Κατσαντώνης και ο Κίτσος Μπότσαρης με τους

Σουλιώτες μετά την αρνητική γι’ αυτούς τροπή του Ρωσοτουρκικού πολέμου, αφού

δράσουν για ένα διάστημα στην Ακαρνανία, όπου είχαν σημαντικές επιτυχίες

εναντίον των Αλβανών του Αλή πασά, καταφεύγουν τελικά στην Κέρκυρα και στην

Πάργα.

Μέσα στο κλίμα αυτό της γενικευμένης αναστάτωσης, ο Αλή πασάς δεν έχασε την

εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπο του Θύμιου Βλαχάβα και των αδελφών του, που

έχοντας συγκροτήσει ένα σώμα από 60 αρματολούς εξακολουθούσαν να προστατεύουν

την περιοχή του βιλαετιού των Τρικάλων από τους ληστές και να μισθοδοτούνται

από αυτόν.

Ωστόσο τα γεγονότα δεν άφησαν τελικά ανεπηρέαστο και τον Παπαθύμιο. Στην

ανέλιξη του κινήματος του Βλαχάβα από τη σύλληψη και την οργάνωσή του έως την

εκτέλεσή του πέρα από το γενικότερο κλίμα των εξεγερμένων κλεφτοαρματολών, που

τώρα βρίσκονταν όπως είπαμε στην περιοχή των Ιονίων υπηρετώντας τους Ρώσους, ο

Βλαχάβας φέρεται ότι είχε έλθει σε επαφή με τον ηγέτη των Σέρβων επαναστατών

Καραγεώργη και τον Ρώσο ναύαρχο Σενιάβιν. Ωστόσο καμιά ιστορική πηγή δεν

βεβαιώνει παρόμοιες κινήσεις μολονότι ο Τουρκαλαβανός ποιητής Χατζησεχρέτης

που έγραψε την Αληπασιάδα, μακροσκελές ποίημα που εξυμνεί τα κατορθώματα του

Αλή πασά, παρουσιάζει τον Βλαχάβα να απευθύνεται στους αγάδες της Λάρισας και

των Τρικάλων και να τους λέει ότι είχε έλθει σε συνεννοήσεις με τον

Καραγεώργη· βέβαια ο Χατζησεχρέτης επιζητεί να μεγεθύνει τις δυσκολίες που

συνάντησε ο πασάς των Ιωαννίνων προκειμένου να υπερτονίσει τα επιτεύγματά στο

στρατιωτικό πεδίο αλλά την άποψη αυτή συμμερίζεται και ο δικός μας

Κωνσταντίνος Σάθας χωρίς να έχει άμεση ή έμμεση υποστήριξη από ιστορικές

πηγές, ο οποίος κάνει λόγο για Ρώσους απεσταλμένους με επιστολές προς τον

Βλαχάβα εκ μέρους του ηγέτη των Σέρβων Καραγεώργη και του Ροδοφοινίκη, Έλληνα

στην υπηρεσία των Ρώσων.

Πιθανότερο ωστόσο είναι ότι κάποιες συνεννοήσεις έγιναν ανάμεσα στον Βλαχάβα

και τους κλεφτοαρματολούς που είχαν καταφύγει στα νησιά για την οργάνωση

κάποιου συντονισμού ενεργειών και κοινής δράσης κατά των Τουρκαλβανών. Ο Σάθας

και πάλι προεκτείνοντας τα πράγματα αναφέρει ότι στα μέσα Φεβρουαρίου 1808 ο

Βλαχάβας συγκάλεσε συγκέντρωση των αρματολών της Στερεάς, ακόμη και των

Τούρκων της Λάρισας και των Τρικάλων που μισούσαν τον Αλή πασά, ότι ο αριθμός

των μυημένων συνεχώς μεγάλωνε και ότι νέα συνέλευση στον Όλυμπο όρισε

συμβολικά ως ημέρα της εξέγερσης την 29η Μαΐου 1808 και ότι τελικά το όλο

εγχείρημα προδόθηκε στον Αλή των Ιωαννίνων. Την ίδια ασάφεια παρουσιάζουν και

κάποιες ενθυμήσεις οι οποίες πάντως μας οδηγούν στο πιθανό συμπέρασμα ότι

ορισμένες βιαιοπραγίες των Αλβανών εναντίον κλεφταρματολών της περιοχής της

Θεσσαλίας εξώθησαν τελικά τον Ευθύμιο Βλαχάβα να εγκαταλείψει τη νομιμόφρονα

στάση και να ξεκινήσει το επαναστατικό κίνημά του εναντίον του Αλή πασά.

ΕΝΘΥΜΗΣΗ

Εν έτει 1808, Μαΐου 5, ημέρα Τρίτη, ο Παπαθύμιος και Θοδωράκης, παιδιά του

Πλαχάβα εσήκωσαν κεφάλι και εσκότωσαν τους Αρβανίτες· άλλους εις τα τερβένια,

άλλους εις τα χάνια τους έκοψαν. Έκαυσαν και το σπίτι του Γιαννάκου από

Λευθεροχώρι με 5 Αρβανίτες μέσα, και ήτον εις τον καιρόν του Αλή πασά όπου

όριζεν εις τον Μορέαν, Μακρυνίτσα, Γιαννιτσά και Θεσσαλονίκην εις Καπρολί,

Οχρίδα, Αλπασάνι, Αυλώνα, Κακοσούλι, Δέλβινον, Αγία Μαύρα και άλλα σύνορα. Και

ο Μουχτάρ πασάς και ο βεζίρ Αλή πασάς έστειλεν δύναμιν και επιάστηκεν εις

πόλεμον με τους Πλαχαβαίους και έγινε μέγας θρήνος. Εσκοτώθηκαν όλοι οι

Πλαχαβαίοι έως 500 άνθρωποι. Εγλύτωσε δε μόνον ο Θοδωράκης και ο Μιχαλογιάννης

και άλλοι. Και ύστερον τους εσκότωσεν ο Σιαπέρας με απιστίαν και αυτούς. Και

τα παιδιά τους όπως έκαμαν αυτοί με τους Αρβανίτες έτσι έπαθαν.

Δ. Λουκόπουλος, «Από ένα κώδικα διαλυμένου μοναστηριού του Ολύμπου»,

Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος 1936, σ. 129.

Ο Παναγιώτης Μιχαηλάρης είναι Ιστορικός, ερευνητής στο Κέντρο

Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών