Μου τη σπάει το φθινόπωρο, αγάπη μου. Με διαλύει…

Ανοίγεις το μάτι, ανοίγεις το παντζούρι και τρως στη μούρη μια μουρτζούφλα,

μια γκριζάδα, ένα μουντό, βαρύ και ασήκωτο σύννεφο που αναιδώς σουλατσάρει

πέρα-δώθε. Με σκοτώνει αυτό το πράμα.

Εγώ, τις αλλαγές του καιρού τις παίρνω πολύ προσωπικά. Γίνονται ειδικά για να

μου σπάσουν τα νεύρα ­ τα σπασμένα. Ακόμα δεν έχω πιει τη γουλιά τον καφέ. Το

φλιτζάνι στα χείλη ακόμα δεν έχει πλησιάσει ­ και είμαι ήδη πτώμα.

Πώς θα τη βγάλω μια μέρα ολόκληρη; Πώς καλούμαι να αντεπεξέλθω εγώ, σε μια

μέρα ολόκληρη, υπό τοιαύτας συνθήκας; Να συρθώ σε δουλειές, σε υποχρεώσεις, σε

εκκρεμότητες, σε χαλασμένους θερμοσίφωνες, σε υδραυλικούς; Να πάρω το παιδί

από το σχολικό, να φάει, να ΜΗ φάει, γιατί δεν του αρέσουν οι φακές, να

διαβάσει, να κάνει μπάνιο; Πώς θα τη βγάλω από το πρωί μέχρι το βράδυ; Μπορώ

να κλείσω τα παντζούρια και να προσποιηθώ ότι δεν υπάρχω; Ότι δεν υφίσταμαι ­

αλλά καθόλου; Δεν ξέρω πώς τη βρίσκουν, τόσο πολύ, ποιητές και λόγιοι με το

φθινόπωρο. Έτσι και πιάσει πρωτοβρόχι, αυτό το παραλήρημα, Χριστέ μου, δηλαδή.

Κάτι η συννεφιά, κάτι τα ξερόκλαδα που απλώνονται σαν μούντζες στα δέντρα,

παθαίνουν αμόκ. Βγάζουν αφρούς από το στόμα. «Τα χρυσά φύλλα του φθινοπώρου».

Ούτε που να τα βάλω στο στόμα μου. «Μια γλυκιά μελαγχολία». Έλα σε παρακαλώ,

μια γλυκιά μελαγχολία. Η μελαγχολία είναι μελαγχολία. Ελεεινή και σιχαμένη.

Κατ’ αρχήν, δεν ξεκουράστηκα το καλοκαίρι, αγάπη μου. Πτώμα μπήκα, πτώμα

βγήκα. Είχα επενδύσει εγώ σε αυτό το τρίμηνο, της Παναγιάς τα μάτια. Θα πάω

εδώ, θα πάω εκεί, θάλασσες, παραλίες, ταξιδάκια αναψυχής. Μπορεί να με είχαν

πλανέψει ακρογιαλιές, δειλινά ­ πάντως, Σεπτέμβρη μήνα, αισθάνομαι ένα

ερείπιο.

«Άλλαξε ο καιρός, βάλε και μια κρέμα στο πρόσωπό σου», λέει η μητέρα μου που

επίσης δεν βάζει μια κρέμα στο πρόσωπό της.

Πού να τη βάλω την κρέμα στο πρόσωπο; Πώς να τη βάλω την κρέμα στο πρόσωπο;

Αυτό απαιτεί τεράστια ενέργεια. Ενέργεια και ενάργεια. Ανοίγεις το ντουλάπι.

Βρίσκεις το βαζάκι. Ανοίγεις το βαζάκι. Βάζεις την κρέμα. Την απλώνεις στο

πρόσωπο. Κλείνεις το βαζάκι. Ανοίγεις το ντουλάπι. Βάζεις το βαζάκι μέσα.

Κλείνεις το ντουλάπι. Είμαι τώρα εγώ «ανοίγω τη μεγάλη τσάντα, βγάζω το μικρό

τσαντάκι»; Όλα τα ‘χει η μαριορή, μόνο η ενυδάτωση της έλειπε. Άσε την

επιδερμίδα να γίνει ξηρά τροφή. Το μάγουλο πλατό για το ριμέικ του Λόρενς της

Αραβίας. Ποιος θα με δει; Και αν με δει ­ τι έγινε;

Ήταν και αυτή η «ψυχοψυχίατρος» στην τηλεόραση. Ανέλυε το στρες μετά τις

διακοπές. Όλοι έτσι αισθανόμαστε, λέει. Όλοι κουρέλια. Παρηγορήθηκα.

Τουλάχιστον, δεν είμαι μόνη μου. Τουλάχιστον, γίναμε πολλοί.

Κάθε Σεπτέμβριο, τα τηλεοπτικά κανάλια, πρωί πρωί, τελούν σε πλήρη σύγχυση. Σε

πλήρη αμηχανία. Σαν ασθενείς στην αίθουσα αναμονής του ιατρείου, που

περιμένουν διαβάζοντας το περιοδικό που περίσσεψε, ένα του οδοντιατρικού

συλλόγου (γιατί τα άλλα έντυπα, τα «καλά» τα έχουν προλάβει οι άλλοι ασθενείς

που ήρθαν νωρίτερα).

Σε μια αίθουσα αναμονής και οι σταθμοί. Πατάς το τηλεκοντρόλ, μια παράνοια.

Άλλος δείχνει κάτι σίριαλ ξεχασμένα από θεούς και ανθρώπους. Οι πρωταγωνιστές

φράπες. Δέκα χρόνια νεώτεροι. Άλλοι πνίγουν τον πόνο τους στα ντοκιμαντέρ. Έχω

φάει αξημέρωτα χλωρίδα και πανίδα που πάει σύννεφο. Ακόμα δεν είχε ανοίξει το

μάτι μου και είδα μια ­ σε λεοπαρδαλέ ένα πράγμα ­ να κατασπαράζει κάτι

απροσδιόριστο με φτερά και πούπουλα.

Ωραίος τρόπος να ξεκινήσεις τη μέρα σου. Με μια τηλεόραση που περιμένει την

επανένταξή της στο κοινωνικό σύνολο. Που σε φλομώνει στα τρέιλερ για το

πρόγραμμα του χειμώνα. Σίριαλ, πρωινάδικα, τοκ σόου. Τι σας έχουμε, τι σας

έχουμε! Αλλά μέχρι να σας έχουμε ό,τι σας έχουμε, φάτε στη μάπα ό,τι δεν

έχουμε. Την πλήρη ξεφτίλα. Την απολύτως απόλυτη ένδεια. Το τίποτα. Το μηδέν

και το άπειρο ­ το απείρως ηλίθιο.

Μου τη σπάει το φθινόπωρο. Δεν το συμπαθώ. Δεν μιλιόμαστε. Δεν είμαι έτοιμη να

το αντιμετωπίσω. Δεν ξέρω και τι να βάλω, αγάπη μου. Βγαίνω από την εξώπορτα

με τη ζακέτα μέχρι το περίπτερο έχω πάθει εφίδρωση. Σαν τις υπέρβαρες στα

ινστιτούτα. Σπίτι – περίπτερο ­ δέκα πόντους από κάθε γοφό. Προχθές πήρα

ομπρέλα ­ έτοιμος έδειχνε ο καιρός για βροχή, έτοιμος, πανέτοιμος, ούριος να

με κάνει λούτσα ­ και μισό χιλιόμετρο πιο κάτω, με δείχνανε με το δάχτυλο. Η

τρελή με την ομπρέλα. Μια λιακάδα άνευ προηγουμένου. Ο ήλιος, ο ηλιάτορας είπε

να με διαπομπεύσει σε όλη τη γειτονιά.

Γι’ αυτό σου λέω. Τις καιρικές συνθήκες τις παίρνω πολύ προσωπικά. Με έχουν

βάλει στο μάτι. Διαφοροποιούνται με αντικειμενικό τους στόχο να με κάνουν

εμένα σούργελο στην κοινωνία.

Μου τη σπάει το φθινόπωρο. Ενώ το καλοκαίρι…

Κι έτσι, πάει, που λες, αγάπη μου, το καλοκαίρι…

Κάθε ωραίο στην ομορφιά ενός άλλου χαρίστηκε για να μην το φτάσει το χλωμό

φθινόπωρο κι ο μαύρος που θα ‘ρθεί χειμώνας το χλωμιάσει…

Κι έτσι, πάει, που λες, αγάπη μου, το καλοκαίρι…