Η ανακοίνωση των νέων ρυθμίσεων για την εισαγωγή στα ΑΕΙ συνοδεύτηκε με σχόλια

του τύπου: «Καταργείται η μεταρρύθμιση», «Αποσυνδέεται το απολυτήριο από την

εισαγωγή», «Επιστροφή στις Δέσμες», «Αλλάζει υπουργός, αλλάζει το σύστημα»

κ.ά.π. Για να εξεταστεί η ορθότητα των απόψεων αυτών είναι χρήσιμο να

αναζητηθεί αρχικά η βαθύτερη ουσία της μεταρρύθμισης Αρσένη. Μια κριτική

αντιπαράθεση του παλαιού και του νέου συστήματος καθίσταται προς τούτο

αναγκαία. Σύμφωνα με τις Δέσμες λοιπόν ο μαθητής: α) Αποφοιτούσε από το Λύκειο

για να μπορεί να είναι υποψήφιος. Επομένως δεν μιλούσαμε για εισαγωγή των

μαθητών, αλλά των αποφοίτων του Λυκείου. β) Η επιτυχία κρινόταν από μια

διαδικασία που αγνοούσε πλήρως τη μαθητική σταδιοδρομία του αποφοίτου και όλες

τις μέχρι τότε επιδόσεις του και εξαρτούσε τα πάντα από μια «στιγμιαία

εξέταση» σε τέσσερα μόνο μαθήματα. γ) Παρείχε δικαίωμα επανάληψης με

κατοχύρωση βαθμολογίας.

Με βάση τα στοιχεία αυτά το Λύκειο είχε χάσει την υπόστασή του και είχε

μεταβληθεί σε μια τυπική τελετουργία, από την οποία έπρεπε απλώς να περάσει ο

μαθητής για να αποκτήσει δικαίωμα συμμετοχής στις Γενικές Εξετάσεις. Όπως έχω

γράψει και άλλοτε, είχε μετατραπεί στο σχολείο των τεσσάρων μαθημάτων που

διδάσκονταν εκτός σχολείου. Με τον τρόπο αυτό ανάγκαζε τους νέους σε

μονόπλευρη γνώση και πρώιμη εξειδίκευση και τους στερούσε τη σφαιρική μόρφωση

και την ολόπλευρη ανάπτυξή τους. Επιπλέον, η κατοχύρωση της βαθμολογίας

δημιουργούσε άνισες συνθήκες και προκαλούσε κατάφωρη αδικία εις βάρος των νέων

υποψηφίων. Το σύστημα είχε όμως ένα μέγα πλεονέκτημα, που πρέπει να

διαφυλαχθεί πάση θυσία: ήταν αδιάβλητο.

Το σύστημα Αρσένη αποτελεί όντως μεταρρύθμιση, γιατί ανέτρεψε το σκηνικό και

απάλλαξε το σχολείο από τα μειονεκτήματα αυτά. Εδώ βρίσκεται και το επίμαχο

σημείο των ρυθμίσεων Ευθυμίου. Αν ανατρέπουν τα καίρια αυτά σημεία, αποτελούν

όντως αναίρεση του συστήματος και επιστροφή στις Δέσμες. Ας τα δούμε συνεπώς

ένα προς ένα. Κατ’ αρχήν οι εξετάσεις παραμένουν μέσα στο ίδιο το σχολείο και

δεν μεταφέρονται σε μια «στιγμιαία διαδικασία» έξω από αυτό. Καθώς μάλιστα

λαμβάνονται υπόψη και οι άλλες επιδόσεις (συμπεριλαμβανομένης και της Β’

Λυκείου, εφόσον λειτουργεί υπέρ του μαθητή) δεν διαγράφεται η μαθητική

σταδιοδρομία του υποψηφίου και το Λύκειο δεν απονευρώνεται από τη δυναμική της

δικής του εσωτερικής λειτουργίας. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν ανταποκρίνεται

πλήρως στην πραγματικότητα η άποψη ότι ο βαθμός του Απολυτηρίου αποσυνδέεται

από την επιλογή. Αφού τα εννέα μαθήματα που εξετάζονται πανελλαδικώς μέσα στο

σχολείο ισχύουν και για το Απολυτήριο, η σχέση μεταξύ επιτυχίας και βαθμού

απολυτηρίου είναι μεγάλη. Πέραν τούτου ήταν δίκαιο ­ και συνεπώς αναγκαίο ­ να

προσμετρούνται μόνο αυτά τα μαθήματα, γιατί έτσι παραμένει το σύστημα

αδιάβλητο, με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα εξασφαλιστεί η αντικειμενικότητα

του προφορικού βαθμού.

Επίσης, η μείωση των μαθημάτων δεν σημαίνει επιστροφή στη μονομέρεια και την

πρώιμη εξειδίκευση. Αρχικά τα τέσσερα μαθήματα που υπήρχαν στις Δέσμες

υπερδιπλασιάζονται και γίνονται εννέα. Η ουσία δεν βρίσκεται όμως στον αριθμό

τους. Στις Δέσμες όλα τα μαθήματα ανήκαν σε έναν και μόνο τομέα του επιστητού

και οι γνώσεις που αποκόμιζε ο μαθητής ήταν στενότατα μονόπλευρες και

μονομερείς. Σήμερα δίπλα στα μαθήματα αυτά προστίθενται άλλα τέσσερα ή πέντε

της άλλης πλευράς του επιστητού και διαμορφώνεται μια συμμετρική κατανομή

ανάμεσα στις θετικές και ανθρωπιστικές σπουδές. Έτσι το μειονέκτημα της

μονομέρειας έχει απεμπολιστεί χωρίς αμφιβολία. Αυτό ήταν φανερό εξ αρχής, γι’

αυτό δεν ήμασταν λίγοι εκείνοι που επιμέναμε δημόσια σε μια τέτοια λύση.

Τέλος, η δυνατότητα συμμετοχής για όσους επιθυμούν να δοκιμάσουν ξανά

καταθέτοντας μόνο το μηχανογραφικό δίνει μία ακόμη ευκαιρία. Μάλιστα ο

περιορισμός των θέσεων αυτών στο 10% φαίνεται σωστός, αφού έτσι οι υποψήφιοι

των προηγούμενων ετών διαγωνίζονται μόνο μεταξύ τους.

Συνοψίζοντας: πρόκειται για συστηματική και προσεγμένη επεξεργασία που αλλάζει

το «γράμμα», χωρίς να αλλοιώνει το «πνεύμα». Βελτιώνει τη διαδικασία,

διατηρώντας ανέπαφη την ουσία. Όμως, ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς. Μέχρι τώρα

μιλούσαμε για το περίβλημα, το κέλυφος. Ώρα να στραφούμε στα «ένδο»:

επισκόπηση και αναδιάταξη του προγράμματος, αναψηλάφηση σκοπών και στόχων,

βελτίωση βιβλίων και μεθόδων διδασκαλίας, αναβάθμιση του εκπαιδευτικού. Δεν

μπορεί μια κοινωνία να απαιτεί από έναν εκπαιδευτικό, που η ίδια δεν τον

τοποθετεί στη θέση που του αρμόζει.

Ο Ι.Ε. Πυργιωτάκης είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης και

πρώην αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης.