Η τολμηρή φορολογική μεταρρύθμιση του Γερμανού καγκελάριου Γκέρχαρντ

Σρέντερ ηχεί για τη χώρα μας ως εκκωφαντικό προειδοποιητικό καμπανάκι, αλλά,

ταυτοχρόνως, οξύνει ακόμη περισσότερο τους προβληματισμούς για τις δυνατότητες

της ελληνικής δημοσιονομικής πολιτικής να ανταποκριθεί στην εντονότερη ίσως

πρόκληση που σηματοδοτεί για την Ευρωπαϊκή Ένωση η απόφαση αυτή της γερμανικής

κυβέρνησης.

Γιατί, στην ουσία, με τα γενναία φορολογικά μέτρα που ανακοινώθηκαν, ο κ.

Σρέντερ έδωσε πια το σύνθημα για την έναρξη του φορολογικού ανταγωνισμού και

της φορολογικής εναρμόνισης, που σταδιακά διαμορφώνεται ή αναγκαστικά θα

διαμορφωθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Δυστυχώς, η νέα αυτή πρόκληση βρίσκει, όπως άλλωστε και σε όλες τις

προηγούμενες περιπτώσεις (πρόκληση του 1992, πρόκληση του Μάαστριχτ, πρόκληση

του 2000, πρόκληση του ευρώ, πρόκληση της Οικονομικής και Νομισματικής

Ένωσης), τη χώρα μας πάλι απροετοίμαστη και ανέτοιμη ή, καλύτερα, με πολλούς

περιορισμούς, αφού είναι υποχρεωμένη να επιτύχει ανειλημμένους σκληρούς

στόχους και να εκπληρώσει ανειλημμένες αδήριτες δημοσιονομικές ανάγκες. Έτσι,

μόνον η υπενθύμιση μερικών από τις υποχρεώσεις-στόχους που έχουν αναληφθεί στο

πλαίσιο της ονομαστικής σύγκλισης και της αξιοπρεπούς συμπεριφοράς της χώρας

μας στην έντονα ανταγωνιστική ζώνη του ευρώ προκαλεί δέος και έντονους

προβληματισμούς.

Τα προβλήματα

Κατ’ αρχάς, το υψηλό δημόσιο χρέος αποτελεί έναν από τους ασφυκτικούς

περιορισμούς στην ανάγκη προώθησης και στη χώρα μας μιας τολμηρής φορολογικής

μεταρρύθμισης. Ας μην ξεχνάμε ότι το δημόσιο χρέος της χώρας μας αυξήθηκε την

περίοδο 1990-1999 κατά… 25 εκατοστιαίες μονάδες (ανήλθε στο 111% του

Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος) και ότι μόνο κατά την τριετία 1996-1999

μειώθηκε κατά 6,9 εκατοστιαίες μονάδες χάρη, κυρίως, στη δημιουργία πρωτογενών

πλεονασμάτων, την αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης, τη μείωση των επιτοκίων και τις

ιδιωτικοποιήσεις. Αλλά, αν συνεχισθεί με τον ίδιο ρυθμό η μείωση του δημόσιου

χρέους ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), ο στόχος για

διαμόρφωσή του στο 60% του ΑΕΠ θα επιτευχθεί το έτος… 2030, ενώ το

επικαιροποιημένο πρόγραμμα σύγκλισης του περασμένου Μαρτίου προβλέπει να

περιορισθεί το ποσοστό αυτό στο 60% το 2009!!! Έτσι, για να είναι συνεπής η

χώρα μας στις εκτιμήσεις ή υποχρεώσεις αυτές, πρέπει να καταλείπουν οι

κρατικοί προϋπολογισμοί πρωτογενή πλεονάσματα 6,5% επί του ΑΕΠ τόσο το 2001

όσο και το 2002 και 5,6% ετησίως έως το 2009. Αυτά σημαίνουν ότι πρέπει να

σταματήσει η ανάληψη διάφορων χρεών ή ζημιών ή η επιχορήγηση δημόσιων

επιχειρήσεων και οργανισμών, να προωθεί τάχιστα προς υλοποίηση το πρόγραμμα

ιδιωτικοποιήσεων και, κυρίως, να συγκρατηθούν οι δαπάνες, που αποτελούν και

την αχίλλειο πτέρνα της δημοσιονομικής πολιτικής.

Αναγκαιότητα

Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να σταματήσει η γνωστή τακτική της εξυγίανσης

των δημόσιων οικονομικών με αύξηση των εσόδων και μάλιστα κατά ευκαιριακό και

βραχυπρόθεσμο τρόπο. Διότι, έχει καταδειχθεί ότι η εξασφάλιση εσόδων με

ευκαιριακές ρυθμίσεις ή διαρρυθμίσεις μόνο βραχυπρόθεσμα προκαλούν βελτίωση

στα δημόσια οικονομικά, ενώ μακροπρόθεσμα εξουθενώνουν πολίτες και οικονομία.

Άλλωστε, όπως επανειλημμένως έχει τονισθεί, στη χώρα μας δεν υπάρχουν πια

περιθώρια για αύξηση παλιών και επιβολή νέων φόρων, ενώ η συνεχής πορεία της

ανταγωνιστικότητας προς τον γκρεμό επιβάλλει, αντιθέτως, την εφαρμογή μιας

φορολογικής μεταρρύθμισης που θα έχει ως στόχο την ενίσχυση της

ανταγωνιστικότητας. Αυτή η αναγκαιότητα για μία τέτοια φορολογική μεταρρύθμιση

έγινε τώρα πιο επιτακτική μετά τα φορολογικά μέτρα Σρέντερ.

Ένας άλλος περιορισμός στην προώθηση τολμηρής φορολογικής μεταρρύθμισης, που

θα ενισχύει την ανταγωνιστικότητα, την ανάπτυξη και, φυσικά, την απασχόληση

στη χώρα μας, είναι και η πρόκληση του ευρώ. Μερικοί βλέπουν μονόπλευρα μόνο

ουσιαστικά ή δυνητικά οφέλη από την ένταξη της χώρας μας στην Οικονομική και

Νομισματική Ένωση. Στην πραγματικότητα, τα οφέλη ή οι ζημιές αποτελούν το

αλγεβρικό άθροισμα ευνοϊκών και δυσμενών παραγόντων.

Η εμπειρία

Διότι η εμπειρία από τις ένδεκα χώρες που έχουν ενταχθεί ήδη στην πρώτη ζώνη

του ευρώ δείχνει ότι θα σημειωθούν αποκλίσεις στις επιδόσεις των χωρών στην

Οικονομική και Νομισματική Ένωση, αφού ούτε η σταθερότητα των τιμών είναι

δεδομένη ούτε ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης εξασφαλισμένος, ενώ, από την άλλη

μεριά, η χώρα μας πρέπει να υλοποιήσει κι έναν, ίσως ουσιαστικότερο, στόχο για

τους Έλληνες πολίτες, δηλαδή την πραγματική σύγκλιση της οικονομίας και του

βιοτικού επιπέδου με το αντίστοιχο υψηλότερο μέσο ευρωπαϊκό. Ας μην ξεχνάμε

και κάτι άλλο. Ότι στην ίδια περίοδο είναι πιθανό να εκδηλωθούν διεθνείς

αναταράξεις, κρίσεις και δυσμενείς εξελίξεις, οι οποίες θα επηρεάσουν προφανώς

διαφορετικά κάθε χώρα και, ιδιαίτερα, την Ελλάδα, η οποία θα προσπαθεί να

βάζει πολλά καρπούζια στην ίδια μικρή μασχάλη. Υπενθυμίζεται ότι όλοι αυτοί οι

στόχοι (σταθερότητα τιμών, υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, δημοσιονομική εξυγίανση,

εξωγενείς παράγοντες κ.λπ.) θα πρέπει να επιτευχθούν χωρίς την εφαρμογή της

εθνικής νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, αφού μετά την υιοθέτηση

του ευρώ η Τράπεζα της Ελλάδος θα εφαρμόζει κι εκείνη την ενιαία ευρωπαϊκή

νομισματική πολιτική.

Ακόμη, υπάρχει και ο περιορισμός που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας και

Ανάπτυξης για προϋπολογισμούς ισοσκελισμένους ή πλεονασματικούς μακροπρόθεσμα.

Αυτό, φυσικά, είναι εύκολο να λέγεται και πολύ δύσκολο να πραγματοποιείται σε

μια χώρα όπου έχουν στηθεί παντού Πίθοι των Δαναϊδών, μέσα στους οποίους

ρίπτονται συνεχώς και ανεξέλεγκτα δημόσια έσοδα εκατοντάδων δισ. δραχμών.

Τι μέλλει γενέσθαι

Αλλά, όλα αυτά δεν είναι προς θάνατον. Υπάρχουν συγκεκριμένα μέσα οικονομικής

πολιτικής, που δεν είναι ανάγκη να εφευρεθούν, αφού εφαρμόζονται με επιτυχία

σε άλλες χώρες. Αρκεί τα μέσα αυτά να υπακούουν στους γνωστούς φιλέκδικους

οικονομικούς νόμους και να προσαρμοσθούν στην απερίγραπτα αντιοικονομική,

αντιπαραγωγική και μακάρια ελληνική πραγματικότητα. Η κινητικότητα που

παρατηρείται τελευταία στην ελληνική κυβέρνηση, με τις γνωστές πρωτοβουλίες ή

νομοσχέδια, για παράδειγμα, του υπουργού Εργασίας κ. Τάσου Γιαννίτση και της

υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης κ. Βάσως Παπανδρέου

για την ευελιξία στην αγορά εργασίας και στη Δημόσια Διοίκηση, αντίστοιχα, ή

τις δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Οικονομίας κ. Γιάννου Παπαντωνίου για την

αναγκαία φορολογική συνδρομή στην υλοποίηση των στόχων για βελτίωση της

ανταγωνιστικότητας, την αύξηση της απασχόλησης και του ρυθμού ανάπτυξης,

δείχνει ότι φθάνουν στην Ελλάδα τα εξ εσπερίας μηνύματα. Φοβούμεθα όμως ότι

έτσι αποσπασματικές όπως είναι οι ρυθμίσεις αυτές δεν θα είναι

αποτελεσματικές. Χρειάζονται μέτρα-«σκούπα», αν θέλουμε, πράγματι, να

παρακολουθήσουμε τις αναδιαρθρώσεις που συντελούνται στην ευρωπαϊκή και διεθνή

οικονομία. Ενδεικτικά, λοιπόν, αναφέρουμε τα εξής:

Πρώτον, αντηχεί παράφωνα στο μήνυμα Σρέντερ η διαπίστωση ότι δεν προωθείται

τάχιστα ο εξορθολογισμός και ο έλεγχος των δημόσιων δαπανών και ότι

εξακολουθούν να επιχορηγούνται και να χρηματοδοτούνται πολυπληθείς δημόσιοι

φορείς από τον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή από το κοινωνικό σύνολο με την

επιβολή φορολογίας. Έτσι, όχι μόνον επιβαρύνονται τα δημόσια ελλείμματα (κι

αυτά επιβαρύνουν με τη σειρά τους το δημόσιο χρέος), αλλά και χάνονται

σημαντικοί παραγωγικοί πόροι, που είναι αναγκαίοι για την ανάπτυξη και την

αύξηση της ανταγωνιστικότητας.

Δεύτερον, αποτελεί σχήμα οξύμωρο προς τα γερμανικά φορολογικά μέτρα η

διαπίστωση ότι τα μεγάλα ελλείμματα ασφαλιστικών ταμείων εξακολουθούν να

αποτελούν κραυγαλέο διαρθρωτικό πρόβλημα και ότι, παρ’ όλα αυτά, συνεχώς

αναβάλλεται η αντιμετώπισή του.

Φοροδιαφυγή

Τρίτον, αποτελεί πρόκληση η διαπίστωση ότι, παρά τη σημαντική αύξηση των

εσόδων από τις αλλεπάλληλες ρυθμίσεις και διαρρυθμίσεις και παρά το γεγονός

ότι οι φορολογικοί συντελεστές στη χώρα μας δεν αποκλίνουν σημαντικά από τους

αντίστοιχους ευρωπαϊκούς, τα έσοδα του ελληνικού κρατικού προϋπολογισμού

υπολείπονται σοβαρά από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αναζητήσατε ως

κύρια αίτια τη φοροδιαφυγή, τους εισπρακτικούς μηχανισμούς, τις συνεχείς

ρυθμίσεις για «περαίωση» εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, οι οποίες

μακροπρόθεσμα αποτελούν κίνητρο για αύξηση της φοροδιαφυγής και τιμωρία των

συνεπών φορολογουμένων.

Δει δη αύξησης των πόρων με τον εξορθολογισμό ή τη συγκράτηση ή τη μείωση των

μη παραγωγικών δημόσιων δαπανών και όχι με αύξηση των εσόδων με επιβολή

συνεχώς νέας φορολογίας. Αντιθέτως, η ενίσχυση της ανάπτυξης και της

απασχόλησης χρειάζεται επενδύσεις, που επιβάλλουν τη δραστική μείωση της

φορολογίας, τον περιορισμό της δυνατότητας εφαρμογής ειδικών φορολογικών

ρυθμίσεων, που πήγαν σύννεφο στη δεκαετία του 1990, και τη δημιουργία κυρίως

ενός σταθερού φορολογικού καθεστώτος για τις επιχειρήσεις και όλους τους

φορολογουμένους. Διαφορετικά, το θρυλικό Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα

είναι μοιραίο για τη χώρα μας και τα φορολογικά μέτρα Σρέντερ η χαριστική βολή.