Οι διενέξεις και οι έριδες για θέματα γεωγραφικών ή οικονομικών διαφορών

μπορούν να αντικειμενοποιηθούν και έτσι να γίνονται κατανοητά τα αίτια που τις

προκαλούν. Όταν, όμως, οι αντιπαραθέσεις έχουν ως σημαία τους συμβολικές

έννοιες, τότε ο όποιος διάλογος καταλήγει συχνά σε φανταστικούς

αντικατοπτρισμούς, ερήμην της κοινωνικής πραγματικότητας.

Οι αντιδράσεις που εκφράστηκαν για τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις

ταυτότητες μπορεί να γίνουν κατανοητές μόνο με όρους κοινωνικής

ψυχοπαθολογίας.

Η μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, ενώ δεν αμφισβητεί,

αντικειμενικά, το δικαίωμα της θρησκευτικής πίστης, εντούτοις εκλαμβάνεται ως

απειλή από κύκλους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ορισμένα κοινωνικά στρώματα. Οι

αντιδράσεις εδράζονται σε κοινωνικά θρησκευτικά στερεότυπα που έχουν

κληρονομηθεί από προηγούμενες γενιές και έχουν οικοδομηθεί μέσα από εξωλογικές

(υποσυνείδητες) συλλογικές μνήμες, χωρίς αναφορά σε αντικειμενικά αξιολογικά

κριτήρια.

Οι απέλπιδες προσπάθειες να συνδεθεί η πορεία του Ελληνισμού με την αναγραφή ή

όχι του θρησκεύματος στις ταυτότητες είναι προφανές ότι δεν αντέχουν σε σοβαρή

ιστορική προσέγγιση. Η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας οφείλει με θάρρος να

αποβάλει όλα τα κατάλοιπα δεισιδαιμονίας και ανατολικού αποκρυφισμού που

ταλανίζουν την χώρα μας τους τελευταίους αιώνες. Ο εκσυγχρονισμός της

πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας δεν έχει ελπίδες να ολοκληρωθεί, εάν ο

ορθολογισμός δεν γίνει κοινό κτήμα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού. Προκάλεσε

γι’ αυτό ευχάριστη έκπληξη η δήλωση του Πρωθυπουργού στη Βουλή ­ κατ’ αντίθεση

με περίεργες και αμφίσημες δηλώσεις ορισμένων ηγετικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ ­

ότι η κυβέρνηση θεωρεί, ότι η μη αναγραφή του θρησκεύματος είναι ώριμος καρπός

της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, που διασφαλίζει επίσης τα ατομικά δικαιώματα

του κάθε πολίτη. Δεν αποτελεί, βεβαίως, έκπληξη ότι κύκλοι της Εκκλησίας αλλά

και συντηρητικές ομάδες του πληθυσμού δεν είναι ακόμη ώριμοι να αποδεχθούν ότι

το δικαίωμα της θρησκευτικής πίστης είναι μεν αναφαίρετο δικαίωμα σε κάθε

άτομο, όμως η ελληνική πολιτεία οφείλει να διαχωρίζει με σαφήνεια τη

θρησκευτική πίστη από τις υποχρεώσεις του πολίτη.

Όταν στην προηγούμενη Βουλή έγινε συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος

ήμουν μεταξύ των ολίγων βουλευτών (από τους 52 που υπέγραψαν αρχικά) που

παρέμειναν σταθεροί στην άποψή τους, ότι η ορκωμοσία των βουλευτών πρέπει να

γίνεται με επίκληση μόνο του Συντάγματος. Είναι επίσης πεποίθησή μου ότι ο

χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος θα πρέπει να περιληφθεί σε μελλοντική

αναθεώρηση του Συντάγματος.

Η μακρόχρονη ιδεολογική και πολιτική χειραγώγηση των «πιστών» έχει μοιραία

δημιουργήσει κοινωνικά στερεότυπα θρησκευτικού φανατισμού σε μεγάλες ομάδες

πληθυσμού. Το διατυπούμενο επιχείρημα, ότι η αναγραφή ή μη του θρησκεύματος

στις ταυτότητες θα επιδράσει με οποιοδήποτε τρόπο στην απαρτίωση της

προσωπικής ταυτότητας του ατόμου, είναι αντιεπιστημονικό και αφελές. Όλες οι

επιστημονικές μελέτες της ψυχολογίας έχουν αποδείξει ότι η ταυτότητα του

ατόμου διαμορφώνεται στα πρώτα παιδικά χρόνια της ζωής του. Είναι

χαρακτηριστικό ότι η ψυχολογική ταυτότητα του φύλου διαμορφώνεται πολύ νωρίς,

ήδη από τον δεύτερο και τρίτο χρόνο της ζωής του παιδιού.

Η αργή αλλά σταθερή πορεία ­ παρά τα συγκυριακά πισωγυρίσματα ­ ωρίμανσης της

ελληνικής κοινωνίας στη δημιουργία μιας ποιοτικά ανώτερης «κοινωνίας πολιτών»

έχει ακόμη αρκετά εμπόδια να υπερνικήσει για να ολοκληρωθεί. Όμως πρέπει να

γίνει σε όλους κατανοητό ότι κάθε βήμα ουσιαστικής μετεξέλιξης είναι μετέωρο

εάν η πολιτική ηγεσία της χώρας δεν τολμήσει να κόψει τον γόρδιο δεσμό

ταύτισης Κράτους – Εκκλησίας. Είναι όμως θετικό το γεγονός ότι οι αντιδράσεις

των πολιτικών κομμάτων για τη μελλοντική μη αναγραφή δεν ξεπέρασαν ορισμένα

όρια και μάλιστα υπήρξαν γνωστά στελέχη της συντηρητικής παράταξης που είχαν

το θάρρος να υπερασπιστούν την άποψη της μη αναγραφής.

Είναι γι’ αυτό υποχρέωση όλων των πολιτικών δυνάμεων του τόπου να ενισχύουν

ακόμη περισσότερο τα βήματα πολιτικού ορθολογισμού και θεσμικής ωρίμανσης της

Ελληνικής Δημοκρατίας αποφεύγοντας μικρόψυχες και υστερόβουλες ψηφοθηρικές

σκοπιμότητες. Για να μπορέσουμε, ως λαός και ως έθνος, να ενώσουμε και πάλι το

κομμένο νήμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού με τον αυριανό κόσμο του 21ου

αιώνα. Γιατί θα πρέπει να κρατάμε σταθερά στη μνήμη μας τον σημαδιακό λόγο του

Οδυσσέα Ελύτη «τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική στις αμμουδιές του Ομήρου».

Ο ψυχίατρος Γιάννης Παπαδάτος είναι καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην

βουλευτής ΠΑΣΟΚ.