Είμαστε στη διάρκεια μιας πολιτικής φάσης η οποία προσφέρει άφθονο

αποδεικτικό υλικό. Η υπόθεση των ταυτοτήτων δεν αποτελεί μόνο θέμα δημοκρατίας

και δικαιωμάτων και δεν αφορά απλώς τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας αλλά

φτάνει έως τον σκληρό πυρήνα των περί έθνους ιδεών και αντιλήψεων.

Στη σύγκρουση και τον σχετικό διάλογο δοκιμάζεται, όσο σε ελάχιστα από το ’96

θέματα, ο εκσυγχρονισμός, με την έννοια όχι μόνο της προσαρμογής στα σύγχρονα

δεδομένα αλλά και με την έννοια της μεταρρύθμισης και της ρήξης με κυρίαρχα

ιδεολογήματα, τα οποία είναι, εν πολλοίς, υπεύθυνα για τον αέναο ιστορικό

μετεωρισμό της χώρας μεταξύ Δύσης και Ανατολής, ευρωπαϊσμού και

εθνοκεντρισμού, κράτους δικαίου και κράτους πελατών, ανεκτικότητας και

αυταρχισμού, κοσμικής και θεοκρατικής κοινωνίας.

Στο ζήτημα των ταυτοτήτων, λοιπόν, ο Πρωθυπουργός, έπειτα από ένα διάστημα

κυβερνητικών ταλαντεύσεων, αμφισημιών, έως και λάθος σημάτων, έδωσε λύση που

συνάδει με την εποχή μας και με τον στόχο του ολόπλευρου εκσυγχρονισμού της

χώρας. Όμως, τουλάχιστον πριν από το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, ποιος

στήριξε την απόφαση του Κ. Σημίτη; Ποιος έδωσε ερμηνεία, βάθος και ορίζοντα σ’

αυτή την κίνηση; Ποιος διατύπωσε τον αντίθετο, στη θεοκρατική, σκοταδιστική

επίθεση, λόγο;

Σίγουρα όχι πολλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που σιωπούσαν εκκωφαντικά, μάλλον… κατ’

επάγγελμα και όχι κατ’ εντολήν. Σίγουρα όχι εκείνα τα λίγα τα οποία

συντονίσθηκαν εμμέσως ή και αμέσως με τον Χριστόδουλο. Σίγουρα όχι τα άλλα που

ακροβατούσαν είτε με άγονες μεσολαβητικές πρωτοβουλίες είτε με πρωτοφανείς

διμέτωπους σε σκοταδιστές και… φωταδιστές.

Αυτό που δεν έκαναν οι προηγούμενοι συνέβη, προς τιμήν τους, από κάποιους

άλλους από την κυβέρνηση και το κυβερνών κόμμα. Όμως, ιδιαίτερα στις πρώτες

φάσεις, συνέβη, κυρίως, από τον Συνασπισμό, από την Ανανεωτική Εκσυγχρονιστική

Κίνηση της Αριστεράς, από Κινήσεις που στήριξαν προεκλογικά τον Κ. Σημίτη,

καθώς κι από τους Φιλελεύθερους του Στ. Μάνου, τον Γ. Σουφλιά και άλλους του

μετριοπαθούς φιλελεύθερου, κεντροδεξιού χώρου και, τέλος, από διανοούμενους

της ανανεωτικής Αριστεράς αλλά και ευρύτερα του πανεπιστημιακού χώρου.

Αν γυρίσουμε λίγους μήνες πριν, κάτι ανάλογο είχε συμβεί και με την ιστορική

συμφωνία του Ελσίνκι. Ενώ τα μπλοκ που συγκροτήθηκαν και συγκρούονται τώρα

διαθέτουν πολλές αναλογίες με τα αντίστοιχα στις υποθέσεις: Ίμια, Οτζαλάν,

Γιουγκοσλαβικό, επίσκεψη Κλίντον. Εν ολίγοις, σε πολλά θέματα από το ’96

συγκρούστηκαν τα μπλοκ του εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού από τη μια και του

αναχρονισμού και της καθυστέρησης από την άλλη, χωρίς, όμως, να έχουν

συγκροτηθεί σαφώς.

Η Ελλάδα άλλαξε αυτά τα χρόνια αλλά μπορούσε να αλλάξει πιο γρήγορα, πιο βαθιά

και πιο δίκαια. Αν αυτό δεν έγινε οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην ποιότητα

του πολιτικού υποκειμένου της αλλαγής και του εκσυγχρονισμού. Ήταν, άλλωστε,

πολλές οι φορές που πραγματικά εκσυγχρονιστικές δυνάμεις, οι οποίες για

συγκεκριμένους ιστορικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς λόγους δεν βρίσκονται

στο ΠΑΣΟΚ και οι οποίες ­ όπως και τώρα ­ έτειναν «χείρα βοηθείας» προς την

κυβέρνηση, όταν προχωρούσε σε εκσυγχρονιστικές κινήσεις και τομές.

Αν η Ελλάδα δεν άλλαξε, όμως, από το ’96 όσο γρήγορα, βαθιά και δίκαια θα

μπορούσε, οφείλεται, επίσης, και σε μια αντίληψη για τον εκσυγχρονισμό στενή,

που τον περιόριζε ­ για διάφορους λόγους ­ στο οικονομικό πεδίο και κυρίως

στην επίτευξη των στόχων του Μάαστριχτ. Ήταν, όμως, αρκετές οι φορές που οι

συγκρούσεις ξέφευγαν από τα όρια ενός «οικονομίστικου» εκσυγχρονισμού.

Η υπόθεση των ταυτοτήτων μπορεί ως εκ τούτου να αποβεί πολλαπλά διδακτική.

Κατ’ αρχήν ήρθε η ώρα να μεταβληθεί το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα σε συνολικό

όραμα αλλαγής, σε συνεκτικό σχέδιο εφ’ όλης της ύλης μεταρρυθμίσεων, σε κίνημα

διανοητικής, ηθικής, αξιακής επαναθεμελίωσης της κοινωνίας με τη συμμετοχή

της.

Έπειτα, επειδή δεν είναι δυνατόν όλες οι ένθεν κακείθεν εκσυγχρονιστικές

δυνάμεις να «στριμωχθούν» στο ΠΑΣΟΚ (που πρέπει, όμως, να αλλάξει) και επειδή

ο εκσυγχρονισμός πρέπει να αποκτήσει το ανάλογο πολιτικό υποκείμενο, ήρθε η

ώρα για τη δημιουργία του πλουραλιστικού πόλου του δημοκρατικού

εκσυγχρονισμού, της παράταξης της Κεντροαριστεράς.

Ο Θανάσης Γεωργακόπουλος είναι δημοσιογράφος και μέλος της Γραμματείας της

Α.Ε.Κ. της Αριστεράς.