Από τη μία μέρα στην άλλη, ο βασιλιάς Κολ έγινε βασιλιάς Ληρ. Η πολιτική πτώση

του πρώην καγκελαρίου μπορεί να περιγραφεί μόνο με όρους της κλασικής

τραγωδίας.

Πριν από δύο μήνες, στη 10η επέτειο της πτώσης του Τείχους, ο Κολ έμοιαζε με

αδιαμφισβήτητο εθνικό ήρωα. Και τώρα: η ατίμωση. Ο πρώην καγκελάριος

παραιτήθηκε αυτή την εβδομάδα από τη θέση του επίτιμου προέδρου του κόμματος,

όταν αποκαλύφθηκε ότι εισέπραξε περισσότερα από 1 εκατομμύριο δολάρια και τα

κατέθεσε σε μυστικούς λογαριασμούς του κόμματος. Και τώρα, το κόμμα του

εξετάζει το ενδεχόμενο να τον μηνύσει για να τον αναγκάσει να αποκαλύψει τα

ονόματα των δωρητών.

Στην κλασική τραγωδία, τα αίτια του κακού τέλους του ήρωα αναζητούνται στη ζωή

του πρωταγωνιστή και στον κόσμο στον οποίο ζει. Το ίδιο συμβαίνει κι εδώ. Τα

προβλήματα του πρώην καγκελαρίου απορρέουν από το λεγόμενο «Σύστημα Κολ», μια

ακραία εκδοχή της πολιτικής των προσωπικών σχέσεων. Το σύστημα αυτό είχε

λειτουργήσει ως τώρα υπέρ του Κολ, και της Δύσης γενικότερα, στο πεδίο των

διεθνών σχέσεων. Αν ο Κολ δεν είχε αναπτύξει τόσο στενές σχέσεις με τον Μιχαήλ

Γκορμπατσώφ και τον Τζωρτζ Μπους, δεν θα είχε υπάρξει γερμανική ενοποίηση ούτε

θα είχε επέλθει το ειρηνικό τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Τα βαθύτερα αίτια της πτώσης του, όμως, βρίσκονται στη δομή του κόσμου στον

οποίο κινήθηκε. Η σύγκριση με την Ιταλία είναι ιδιαίτερα χρήσιμη. Και στις δύο

αυτές χώρες που αντιμετώπιζαν ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα (η Ιταλία στο

εσωτερικό της, η Γερμανία στα ανατολικά της), οι χριστιανοδημοκράτες θεωρούσαν

ότι κάνουν ένα δίκαιο πόλεμο ­ ένα πόλεμο για την ελευθερία, τη δημοκρατία,

τον καπιταλισμό. Ο πόλεμος αυτός επέτρεπε μεθόδους που δεν θα ήταν αποδεκτές

σε καιρό ειρήνης. Ο σκοπός αγίαζε τα μέσα.

Οι παραλληλισμοί με την Ιταλία δεν σημαίνουν πάντως ότι οι Γερμανοί

χριστιανοδημοκράτες θα έχουν την τύχη του κόμματος του Τζούλιο Αντρεότι. Η

ανανέωσή τους θα γίνει με αργούς ρυθμούς και θα επεκταθεί πέραν της γενιάς του

Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, διαδόχου του Κολ.