Το πέρασμα στο 2000 στη χώρα μας συνοδεύτηκε και συνοδεύεται, ενδεικτικά, από

τη συζήτηση για την επανεκλογή του Προέδρου μας, από τον προβληματισμό για την

πορεία του Χρηματιστηρίου, τις επικείμενες εθνικές εκλογές. Η καθεμία από

αυτές τις εξελίξεις έχει τη σημασία της ­ δεν είναι όμως και σημαδιακή. Το

2000 πρέπει λοιπόν να εργαστεί πιο σκληρά για να βγάλει το ψωμί του, να

δικαιολογήσει τον θόρυβο γύρω από το όνομά του. Ίσως ένας δόκιμος τρόπος είναι

προκαλώντας την ανασκόπηση και επικαιροποιώντας πολύ πιο σημαντικές

ημερομηνίες στην ιστορία του τόπου μας. Ημερομηνίες όπως το 1821, το 1922, το

1949, το 1989.

Το 1821 οδηγώντας στη σύσταση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, διήγειρε τις

προσδοκίες εθνικιστικών κινημάτων στο σύνολο της οθωμανικής επικράτειας

τοποθετώντας έτσι έναν από τους θεμέλιους λίθους στη διαδικασία διάλυσης της

Οθωμανικής αλλά και της γειτνιάζουσας Αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας. Ήταν και

παραμένει ένα σίγουρα ευρωπαϊκό και τελικά παγκόσμιο γεγονός. Κατακτώντας όμως

μία αποκλειστικά δική του πατρίδα, το ελληνικό έθνος καταδίκασε σε χαμό όλες

τις άλλες πατρίδες, τις οποίες μοιραζόταν με άλλους στις πολυεθνικές

αυτοκρατορίες της περιοχής. Από αυτή την άποψη, η σύσταση και επέκταση του

ελληνικού κράτους φέροντας καίρια πλήγματα στην Οθωμανική αυτοκρατορία,

αναδεικνύοντας τη χρεοκοπία της στους ίδιους τους Οθωμανούς, διεκδικεί με

αξιώσεις την πατρότητα του τουρκικού εθνικισμού.

Δικαίωση των εκφραστών του τουρκικού εθνικισμού αποτέλεσε και αποτελεί ακόμη

και τώρα στην Τουρκία η νίκη των τουρκικών όπλων το 1922. Οι ανταλλαγές

πληθυσμών και εθνοκαθάρσεις που συνόδευσαν αυτήν τη νίκη συνετέλεσαν στην

κατασκευή του μύθου τής εθνικά ομογενούς Τουρκίας, μύθος στον οποίο βασίζεται

η σημερινή καταπίεση της κουρδικής μειονότητας. Μετά το Ελσίνκι του 1999, το

τουρκικό πολιτικό – στρατιωτικό κατεστημένο πρέπει να αποτινάξει αυτόν τον

μύθο, καθώς και να απολέσει την πολιτική του παντοδυναμία που βασίζεται στη

νομιμοποίησή του ως ο μοναδικός εκφραστής του εθνικού ιδεώδους. Εάν θέλει να

προσεγγίσει την Ευρώπη. Αποτελεί βέβαια ιστορική ειρωνεία ότι οι Κούρδοι του

1922 συνέπραξαν στη διαμόρφωση της τουρκικής εθνικής ιδέας, υλοποιώντας μεταξύ

των άλλων τη σφαγή των Αρμενίων. Συνέβαλαν, δηλαδή, στην κατασκευή του

κεμαλικού οικοδομήματος, στο οποίο σήμερα βρίσκονται τραγικά έγκλειστοι.

Βλέποντας από απόσταση το 1922 και συνδέοντάς το με ημερομηνίες όπως αυτές των

Βαλκανικών πολέμων του 1913 και του 1914, πρέπει να πούμε ότι δεν αποτέλεσε

τόσο ιστορική νίκη της Τουρκίας αλλά μάλλον ιστορική ισοπαλία με την Ελλάδα.

Τελικά το 1922 σταθεροποίησε δύο αντίπαλες εθνικιστικές επιδιώξεις, την

ελληνική και την τουρκική, και ολοκλήρωσε τη δυναμική του 1821 δημιουργώντας

ένα εθνικά ομογενές ελληνικό κράτος. Οι τραγικές για τον Ελληνισμό

εθνοκαθάρσεις της Κωνσταντινούπολης του 1956 και της Κύπρου το 1974 δεν

αλλάζουν πάρα ταύτα την εκτίμηση ότι η Ελλάδα έχει, κατ’ ελάχιστο, ισοσκελίσει

κατακτήσεις με απώλειες.

Εάν στο 1922 ολοκληρώθηκε το 1821, στο 1949 αναδείχθηκαν τα οριστικά του όρια.

Στο πλαίσιο του παγκόσμιου διπολισμού, το υπερήφανο έθνος-κράτος που ανήγειραν

οι πρόγονοί μας δεν είχε άλλη επιλογή από αυτή της ένταξης, υπό τη μορφή

προτεκτοράτου, σε ένα από τα δύο στρατόπεδα. Επιπροσθέτως, το 1949, λόγω των

καθολικών περιορισμών που επέβαλε ο ανατολικός συνασπισμός στην ελεύθερη

διακίνηση του ατόμου και στις διασυνοριακές οικονομικές συναλλαγές, σήμανε την

κατά τα φαινόμενα αμετάκλητη αποξένωση της Ελλάδος από τη γεωγραφική της

ενδοχώρα και από τα απομεινάρια της ιστορικής ελληνικής διασποράς που ακόμη

ζούσαν σ’ αυτήν. Όπως το 1821, έτσι και το 1949 ανέδειξε την άρρηκτη σύνδεση

του ελληνικού γίγνεσθαι με παγκόσμια φαινόμενα και εξελίξεις.

Η έκβαση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου αποτέλεσε την πρώτη, επιτυχή, εφαρμογή

του δόγματος Τρούμαν, του δόγματος της ανάσχεσης από τις ΗΠΑ της υπαρκτής ή

υποτιθέμενης επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Είκοσι χρόνια αργότερα η εφαρμογή

του ιδίου δόγματος στο Βιετνάμ οδήγησε τις ΗΠΑ σε μία από τις σημαντικότερες

ήττες της.

Το 1949 δημιούργησε μία εσωστρεφή Ελλάδα διοικούμενη από μία πολιτική ελίτ

άνευ σημαντικών συλλογικών στόχων, συντηρητική εσωτερικά και συμπλεγματική

εξωτερικά. Τα ένστικτα αυτής της ελίτ ενισχύονταν, σε καθεστώς ανθυγιεινής

διαπλοκής, από τον συντηρητισμό μιας επιχειρηματικής τάξης που είχε ως κύριο

σκοπό τη διατήρηση πλεονεκτημάτων σε μία κλειστή, προστατευόμενη αγορά.

Αλλά και η κοινωνία ευρύτερα, καταταλαιπωρημένη από έναν πολυτάραχο αιώνα,

αναζητούσε την ευμάρεια σε συνθήκες ελαχιστοποιημένου συλλογικού και

προσωπικού ρίσκου, πόσο μάλλον που το ευρύτερο τοπίο δεν αναδείκνυε σημαντικές

ευκαιρίες και ωφέλειες. Αυτό το συναίσθημα εξέφρασε και ικανοποίησε με τόση

επιτυχία το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80. Ενδεικτική της απόληξης του ’49 ήταν η

ακόμα πρόσφατη συζήτηση ότι είναι η μοίρα της χώρας και ίσως η καλοτυχία της

να γίνει η Φλόριντα της Ευρώπης.

Να διατεθεί δηλαδή, έναντι ικανοποιητικού τιμήματος, το κλίμα και κάλλος της

Ελλάδος σε συνταξιούχους Βορειοευρωπαίους, στις τάξεις των οποίων

συγκαταλέγονται και αυτοί που επισκέφθηκαν τη χώρα το 1941 κάτω από λιγότερο

ιδανικές συνθήκες.

Ώσπου ήρθε στο 1989, με την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ, η πλήρης

ανατροπή, η επιστροφή στις 24 Μαρτίου 1821. Από το 1989 και έπειτα ο

Ελληνισμός βρίσκεται πάλι εν μέσω ενός imperium αυτή τη φορά ευρωπαϊκού αντί

οθωμανικού. Το imperium αυτό σταδιακά ενσωματώνει όλες τις χαμένες πατρίδες.

Ελληνικές κοινότητες δημιουργούνται εκ του μηδενός σε πόλεις όπως το

Βουκουρέστι, η Φιλιππούπολη, η Βράιλα. Ο δρόμος είναι βέβαια διπλής

κατευθύνσεως. Ξεχασμένες ομιλίες ακούγονται ξανά στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα.

Ανακτώντας χαμένες πατρίδες ανακαλύπτουμε ότι πρέπει να μοιραστούμε τη δικιά

μας. Μετά το 1989 ο Ελληνισμός, διαμορφώνοντας άποψη και αποκτώντας επιρροή

στη γειτονιά του, αποκτά και ανάλογη αυτονομία.

Σε ένα πλαίσιο διευρυνόμενων ευκαιριών και ανοιχτών συνόρων η εξωστρέφεια και

η ανάληψη κινδύνου ενδυναμώνονται ως επιθυμητές συμπεριφορές στην κοινωνική

συνείδηση. Η εθνική συλλογικότητα όμως είτε υποχωρεί είτε αποκτά άλλες

διαστάσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι τα επιχειρήματα υπέρ ενός επαγγελματικού

στρατού, τα επιχειρήματα υπέρ της αποκοπής του ομφάλιου λώρου που συνδέει τον

Έλληνα έφηβο με τους εθνικούς αγώνες του παρελθόντος, με το 1821, το 1922, αν

όχι με το 1949, ακούγονται εύηχα στα αυτιά μας. Πάλαι ποτέ φτιάξαμε το

έθνος-κράτος. Σήμερα πρέπει να θωρακίσουμε την αυτοκρατορία, στο Κόσοβο, στη

Βοσνία – Ερζεγοβίνη. Άλλοι καιροί, άλλα έθιμα.