Μία μαρτυρία της Έλλης Παππά, συντρόφισσας και συγκατάδικης του Νίκου

Μπελογιάννη, για την τραγική νύχτα της 29ης προς την 30ή Μαρτίου 1952 ­ χρόνο

εκτέλεσης του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ και των συντρόφων του.

«Δεν έλεγα ποτέ να μιλήσω για τα όσα ζήσαμε και είπαμε με τον Νίκο ­ πότε μόνο

με γράμματα και πότε κουβεντιάζοντας ­ στην απομόνωση της Ασφάλειας και στην

απομόνωση της Καλλιθέας. Τα θεωρούσα όλα αυτά πολύ ιερά, πολύ προσωπικά, για

να τα δώσω στη δημοσιότητα, έστω και ένα μέρος τους. Αν σήμερα αποφάσισα να

εγκαταλείψω αυτή μου την απόφαση και να δώσω μερικές στιγμές από την Καλλιθέα,

είναι γιατί με κυριεύει ο φόβος πως πάει και με τον Νίκο Μπελογιάννη να γίνει

αυτό που έγινε με πολλούς αγωνιστές στην ιστορία. Κάτι που θυμίζει την

αγιοποίηση των χριστιανών μαρτύρων. Συχνά, μετατρέποντας σε σύμβολα τους

ανθρώπους, τους εξορίζουμε στον ουρανό κι έτσι τους νεκρώνουμε, αφαιρούμε ό,τι

πιο ζωντανό άφησαν φεύγοντας. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις κρίσης ενός

κινήματος, όταν η κάθε πλευρά, διεκδικώντας την ορθοδοξία, είναι φυσικό να

θέλει να δώσει τις δικές της ερμηνείες και τους δικούς της συμβολισμούς, οι

κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται. Δεν κινδυνεύει ο αγωνιστής που θυσιάστηκε να γίνει

ένας μύθος, κινδυνεύει να κομματιαστεί σε πολλούς μύθους. Έχω κι

όλας ακούσει το ερώτημα: “Αν ζούσε ο Μπελογιάννης, πού θα

ανήκε;

Δεν μπορώ βέβαια να πω πού θα ανήκε. Εκείνο που σίγουρα μπορώ να πω είναι πως,

αν ζούσε, θα πάσχιζε μ’ όλες του τις δυνάμεις να αποτρέψει ορισμένα γεγονότα

και να ωθήσει ως τις φυσιολογικές τους συνέπειες ορισμένα άλλα. Ξέρω τα

ερωτηματικά που του είχαν γεννηθεί για ορισμένες “καταδίκες” συντρόφων του,

καταδίκες που, όσο ήταν έξω, τις είχε δει κι εκείνος σαν λογικές και

κανονικές. Ξέρω πόσο επικίνδυνη είδε, για ολόκληρο το κίνημα, όλη εκείνη την

υπόθεση των σημάτων, και πόσο αποφασισμένος ήταν να συμβάλει στο να

ξεκαθαρίσουν οι βλαβερές μέθοδες. Με βοήθησε να δω την υπόθεση της αποχής από

τις εκλογές του ’46 όχι σαν ένα μεμονωμένο λάθος, αλλά σαν απαρχή της σειράς

των γεγονότων που οδήγησαν στην ήττα του ’49, ως και στο δικό του θάνατο. Μ’

έκανε να καταλάβω πως, όταν τόσο επίμονα μου ζητούσε να ζήσω “για την

εκδίκηση”, δεν γύρευε κάποια θεαματική πράξη μα κάτι που εκείνος δεν μπορούσε

πια να κάνει: βοήθεια στην κάθαρση από όλα εκείνα που έκαναν τους αγωνιστές να

σκέπτονται, την παραμονή της εκτέλεσής τους, πως “πέθαιναν για ένα λάθος”

­ όπως εκείνος.

Προσπάθησα να μη φύγει η αφήγησή μου από τα πλαίσια ενός ντοκουμέντου. Δεν

ξέρω αν το κατόρθωσα.

Στη φυλακή της Καλλιθέας

Στο δικαστήριο. Ο Νίκος Μπελογιάννης με τους συντρόφους του και την Έλλη

Παππά (όρθια) κατά τη διάρκεια της δίκης

Σάββατο πρωί, στα κελιά της απομόνωσης, στη φυλακή της Καλλιθέας. Περιμέναμε

το δικηγόρο, τον πιστό μας Μηνά Γαλέο, με ιδιαίτερη ανυπομονησία εκείνη τη

μέρα. Το ξέραμε πια πως πλησίαζε η ώρα του θανάτου, κι έπρεπε να

τακτοποιήσουμε όλες μας τις οικογενειακές εκκρεμότητες. Φωνάξανε από τα

γραφεία της φυλακής τον Δημήτρη Μπάτση. Εμάς, όχι. Η ώρα περνούσε. Μας

ανοίξανε, όπως κάθε μέρα, τα κελιά για το μεσημεριάτικο φαγητό. Βγήκαμε στην

αυλή. Ρωτήσαμε το φύλακα αν ήρθε ο δικηγόρος. “Ήρθε, μα άργησε και δεν τον

άφησαν να σας δει”. Σε λίγο γύρισε ο Μπάτσης. Φαινόταν ταραγμένος. Αργότερα,

μόλις βρήκε ευκαιρία, μας είπε πως είχαν έρθει να τον δούνε ο Πανόπουλος κι ο

Ρακιτζής για να του πούνε, για τελευταία φορά, να πει όσα δεν είχε πει, και να

περάσει στην υπηρεσία τους. “Είναι η τελευταία σου ευκαιρία να σωθείς”,

του είπαν.

Ο Μπάτσης ­ κι ας είναι αυτό ένα ξεχωριστό μνημόσυνο γι’ αυτόν τον άνθρωπο που

του άξιζε καλύτερη τύχη ­ αρνήθηκε. Όπως είχε αρνηθεί τις προτάσεις που του

κάνανε την πρώτη μέρα που τον συλλάβανε και τον μεταφέρανε σ’ ένα μακρινό

αστυνομικό τμήμα ­ στο Κερατσίνι, αν θυμάμαι καλά ­ για να του πούνε να γίνει

όργανό τους, να τον αφήσουν αμέσως ελεύθερο ­ κανένας δεν είχε μάθει ακόμη τη

σύλληψή του ­, να τον στείλουν και στο εξωτερικό να συναντηθεί με την ηγεσία

του Κόμματος. Αρνήθηκε τις προτάσεις τους, κι αυτό ήταν που δεν του συγχώρεσαν

ποτέ.

Από την ώρα εκείνη όλα αλλάξανε στη φυλακή της Καλλιθέας. Τούτη η επίσκεψη των

δύο πρωταγωνιστών, τότε, της αστυνομίας και της “δίκης των ασυρμάτων”, του

Πανόπουλου και του Ρακιτζή, η τελευταία ευκαιρία που προσφέρανε στον Μπάτση,

δείχνανε πως τώρα πια μπορούσαμε να μετράμε με ώρες το υπόλοιπο της ζωής μας.

Πόσες ώρες; Ήτανε Σάββατο. Την Κυριακή δεν γίνονταν εκτελέσεις. Ίσως τη

Δευτέρα λοιπόν. Τώρα καταλαβαίναμε γιατί δεν άφησαν και τον Γαλέο να μας δει.

Το γράμμα του Πλουμπίδη

Τελευταία φορά τον είχαμε δει τον Μηνά Γαλέο την Πέμπτη. Οι αιτήσεις χάριτος

είχαν απορριφθεί από το παλάτι. “Όλα τα ένδικα μέσα τελειώσανε”, μας είπε ο

Μηνάς. “Το μόνο που μπορεί να γίνει είναι αίτηση για αναψηλάφηση της δίκης

στον Άρειο Πάγο. Αλλά γι’ αυτό χρειάζεται να προσκομίσουμε νέα στοιχεία, και

το μόνο νέο στοιχείο που υπάρχει είναι το γράμμα του Πλουμπίδη. Ο Ηλιού μου

είπε να σας ρωτήσω αν θέλετε να κάνετε χρήση”.

Χωριστά βλέπαμε το δικηγόρο. Πρώτα φωνάζανε τον ένα κι ύστερα τον άλλο. Έτσι

έγινε κι εκείνη τη μέρα, και την ίδια ερώτηση έκανε και στους δυο μας ο Μηνάς.

Δεν χρειάστηκε να σκεφτώ: “Αφού το Κόμμα διέψευσε το γράμμα, πως θα το

χρησιμοποιήσουμε εμείς; ” ­ “Το ίδιο μου είπε κι ο Νίκος”, είπε ο Μηνάς.

Υπήρχε άλλη απάντηση να δώσουμε, αλήθεια; Το ξέραμε πως εκείνη τη στιγμή

απαρνιόμασταν το μόνο μέσο σωτηρίας, αυτό που μας πρόσφερε ο Νίκος Πλουμπίδης.

Εκείνο που δεν μπορούσαμε τότε να ξέρουμε ήταν τι ακριβώς σήμαινε για τον

Πλουμπίδη η αποκήρυξη της επιστολής του από την ηγεσία του Κόμματος.

Μιλώ φυσικά, για την επιστολή που έστειλε ο Νίκος Πλουμπίδης στους δικηγόρους

του Νίκου: έπαιρνε πάνω του την ευθύνη της παράνομης δράσης του Κόμματος, και

ζητούσε να δικαστεί αυτός αντί για τον Μπελογιάννη. Το είχαμε δει το γράμμα

αυτό όπως δημοσιεύτηκε στον Τύπο. Μας έφερε ένας γέρος φύλακας το απόκομμα:

“Σωθήκατε!”, μας είπε χαρούμενος. Εμάς μας αναστάτωσε αυτό το μήνυμα της

ελπίδας που μας έστελνε τόσο απλόχερα ο σύντροφός μας. Δεν είναι εύκολο να

περιγράψει κανείς συναισθήματα σαν αυτά που νιώσαμε. Θα το πω όσο πιο στεγνά

μπορώ: σε καμιά περίπτωση ο Νίκος δεν θ’ άφηνε να βρεθεί άλλος στη δική του

θέση. Μα το καταλαβαίναμε πως αυτό το γράμμα άλλαζε την κατάσταση, δίχως να

χρειαστεί να πέσει κι ο Πλουμπίδης στα χέρια τους.

Αργότερα, ο ίδιος ο Πλουμπίδης σ’ ένα γράμμα του θα εξηγούσε πως έγραψε εκείνη

την επιστολή πιστεύοντας πως η γραμμή του Κόμματος ήταν η σωτηρία του

Μπελογιάννη. Για μας, στα κελιά της απομόνωσης, ήταν ένα φτερούγισμα ελπίδας.

Κι αγάπης, από ένα σύντροφό μας. Δεν μπορούσαμε να υποθέσουμε ποιες ακριβώς

συνέπειες θα είχε για μας η ενέργειά του αυτή. Περιμέναμε.

Η αντίστροφη μέτρηση

Δεν χρειάστηκε να περιμένουμε πολύ. Την άλλη μέρα ο ίδιος φύλακας, σαστισμένος

κι αυτός, μας έφερε άλλο απόκομμα εφημερίδας: η ηγεσία του Κόμματος κατάγγελλε

την επιστολή Πλουμπίδη σαν πλαστή κι έλεγε πως ο Πλουμπίδης βρισκόταν άρρωστος

στο εξωτερικό! Κοίταξα αναστατωμένη τον Νίκο: “Τι είναι αυτό;…

τον ρώτησα. Δίστασε λίγο. “Ε, δεν καταλαβαίνεις; Το Κόμμα

δεν θέλει βέβαια να χαθεί κι εκείνος…”, προσπάθησε να μου εξηγήσει. Μα

εκείνο που νιώσαμε κι οι δυο ήταν πως αυτή η αποκήρυξη της ενέργειας του

Πλουμπίδη άνοιγε το δρόμο σε ανέμους αντίθετους από κείνους που είχαμε ελπίσει

πως θα πνέανε. Τι να εξηγήσουμε; Και τι να απαντήσουμε στην πρόταση των

δικηγόρων να χρησιμοποιήσουμε ένα “νέο στοιχείο” αφού το ίδιο το Κόμμα

διακήρυσσε πως το στοιχείο αυτό δεν είχε καμία αξία; Από την ώρα εκείνη είχε

αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση που θα κατέληγε στο “πυρ”!

Θέλαμε την ελπίδα

Πρέπει ίσως να το πω, για όσους μπορεί να απορήσουν διαβάζοντας αυτές τις

γραμμές, πως θέλαμε την ελπίδα και τη σωτηρία: οι αγωνιστές που σκοτώνονται

δεν το κάνουν γιατί διαλέξανε το θάνατο. Δεν αυτοκτονεί ο αγωνιστής. Τη ζωή

διαλέγει πάντα, κι αγαπάει την ελπίδα. Αν πεθαίνει, είναι γιατί δεν θέλει τη

ζωή με συμβιβασμούς. Οι μέρες που περάσαμε στην Καλλιθέα κυλήσανε ανάμεσα στην

ελπίδα και στην απόφαση πως δεν υπήρχε ελπίδα.

Την πρώτη μέρα που μας πήγαν εκεί, αμέσως μετά το τέλος της δίκης κι ύστερα

από μερικές εφιαλτικές ώρες στα κελιά της Ασφάλειας στην Αθήνα, φέρανε μαζί

μας και μερικούς συγκατηγορουμένους μας που δεν ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο.

Η “ανθρωπιστική” μεταχείριση των μελλοθανάτων απαιτεί να έχουνε συντροφιά στα

κελιά τις τελευταίες τους ώρες. Περιμέναμε μέσα στο τριήμερο την εκτέλεση. Δεν

μας βγάζανε τις πρώτες μέρες από τα κελιά, δεν αφήνανε να συναντηθούμε. Μέσα

από το μικρό φινιστρίνι της πόρτας, τον “Ιούδα” όπως τον λέγαμε, ρίχναμε

γράμματα. Στο δεύτερο γράμμα του έγραφε ο Νίκος: “Μα φαίνεται πως το βιβλίο

θα κλείσει πριν φτάσουμε στο τέλος. Και ποτέ όσο σήμερα δεν ήθελα να

ζήσεις τουλάχιστον εσύ. Να ζήσεις και για τον Βίκτωρα. Να ζήσεις

και για την εκδίκηση. Αυτό θα είναι αύριο η μεγαλύτερη προσφορά στη

μνήμη μου…”.

Η δήλωση Πλαστήρα

Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο. Φρουρούμενος εξέρχεται από τα δικαστήρια

Ύστερα ήρθε η δήλωση του Πλαστήρα πως δεν θα γίνουν εκτελέσεις πριν από τη

διαδικασία της χάριτος. Τότε, στ’ αλήθεια, πιστέψαμε πως μπορούσαμε να έχουμε

ελπίδες, ακόμη και να κάνουμε σχέδια για το μέλλον. Χαλάρωσαν τα μέτρα, πήραν

τους συγκατηγορουμένους στις κανονικές φυλακές κι άφησαν ελεύθερους όσους δεν

είχαν καταδικαστεί, μας άφησαν να βγαίνουμε λίγη ώρα στο προαύλιο, να

βλεπόμαστε. Πριν αρχίσει η χαλάρωση της αυστηρότητας, μόλις πληροφορηθήκαμε τη

δήλωση του Πλαστήρα, ο Νίκος υπολόγισε πως μπορούσε να με πάρουνε στη φυλακή

πριν προλάβουμε να ιδωθούμε. Έγραψε βιαστικά ένα γράμμα και το ‘ριξε στο κελί

μου: “Παράγγειλε μόλις πας στη φυλακή στον Σ. και στον Π. να

βγάλουνε μια εφημερίδα φιλολογική – πολιτική, στο είδος της

“Λιτερνατούρναγια Γκαζέτα”. Πολύ θα βοηθήσει αυτή τη στιγμή.

Μόνο να προσπαθήσουνε να τη βγάλουνε μόνοι τους, και προπαντός

μακριά από… σήματα και οργανώσεις”. (Τα αποσιωπητικά δικά

του).

Κάτι ήτανε σάπιο

Δεν ήτανε να γίνουν έτσι τα πράγματα. Μείναμε πολλές ακόμη μέρες, και

μπορέσαμε πια να βλεπόμαστε και να μιλήσουμε για όλα. Για μας, για τη δίκη,

για το κόμμα. Τούτο το “μακριά από σήματα και οργανώσεις” ήτανε καθαρό.

Ολόκληρη η δεύτερη δίκη μας, με την κατηγορία της “κατασκοπείας”, έδειχνε πως

κάτι πήγαινε πολύ άσκημα στο σύστημα επικοινωνίας ανάμεσα στην ηγεσία έξω και

στις εδώ οργανώσεις. Κάτι ήτανε σάπιο. Ο Νίκος πίστευε πως οι οργανώσεις της

Ελλάδας έπρεπε να ξαναγίνουν από την αρχή και, προπαντός, χωρίς τις

επικίνδυνες συνδέσεις με το εξωτερικό, και με τον σαφή προσανατολισμό να

χρησιμοποιούν στο έπακρο τα νόμιμα μέσα. Η έκδοση μιας εφημερίδας πολιτικής –

φιλολογικής μπορούσε, μακριά από όλες τις επικίνδυνες παράνομες μεθόδους, να

φέρνει τη γραμμή του Κόμματος σε πλατιά στρώματα.

Αυτό όμως δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν μια προσπάθεια εκ μέρους του να

“αποσπάσει” τις οργανώσεις της Ελλάδας από την ηγεσία του εξωτερικού; Του

θύμισα ότι μια τέτοια κατηγορία είχε διατυπωθεί κι όλας εναντίον του. Σε ένα

από κείνα τα ανεκδιήγητα σήματα υπήρχε αυτή η φράση: “Είπα στον Μπελογιάννη

(σημ.: εδώ δεν είχε το όνομα αλλά τον αριθμό του «κώδικα») αυτά που

παραγγείλατε. Μου απάντησε: “Ωχ αδερφέ, αυτή τη δουλειά θα κάνουμε

τώρα; ” Δεν βλέπω1) με καλό μάτι αυτές τις τάσεις ανεξαρτησίας του

Μπελογιάννη”. Τι σημαίνει αυτό; “Ναι”, απάντησε ο Νίκος

με φανερή στενοχώρια. “Και να ξέρεις τι απλό πράμα ήτανε.

Παραγγείλανε απ’ έξω να στείλω ειδήσεις για τις οικογένειες διαφόρων που

ανησυχούσαν. Απάντησα πως κάτι τέτοιο δεν ήτανε δυνατό να γίνει.

Και βγήκε αυτό που βλέπεις…”.

Το θέμα της αποχής

Ύστερα ήτανε το θέμα της αποχής. Πριν πιαστούμε είχαμε ακούσει την απόφαση που

αναγνώριζε πως η αποχή από τις εκλογές του ’46 ήτανε λάθος – λάθος, μάλιστα,

που βάραινε προσωπικά τον Ζαχαριάδη, όπως ο ίδιος ο τότε γραμματέας του

κόμματος παραδεχόταν. Μα η σύλληψή μας ήρθε αμέσως μετά, δεν είχαμε προλάβει

να το συζητήσουμε ­ ίσως και να το είχαμε αποφύγει. Τώρα δεν υπήρχε πια λόγος

να το αποφύγουμε. “Αν δεν είχε γίνει η αποχή…”, είχε πει ο Νίκος

ανοίγοντας αυτήν την κουβέντα. Αυτήν τη σύνδεση του λάθους της αποχής με τη

θέση όπου βρισκόμασταν εμείς την ώρα εκείνη, εγώ δεν θα την τολμούσα ακόμη

τότε. Όταν το έβλεπες έτσι, η αποχή έπαυε να είναι “ένα” λάθος. Γινόταν η

απαρχή μιας ολόκληρης αλυσίδας από χιλιάδες θανάτους, από αναρίθμητες θυσίες.

Η τελευταία του λέξη πάνω στο βαρύ αυτό θέμα ήτανε: “Και να σκέφτεσαι πως

πάμε να πεθάνουμε για ένα λάθος…”.

Δεν συνέχισε τη σκέψη του. Μα είχα καταλάβει. Το μόνο που θα μπορούσε κανείς

να προσθέσει ήταν: Όταν πεθαίνεις για ένα λάθος, μια επιθυμία έχεις πια: να

ξεπλύνεις με το αίμα σου το λάθος, για να μην υπάρξουν άλλοι αγωνιστές που θα

πουν πεθαίνοντας τον ίδιο πικρό λόγο, για να μην υπάρξουν ξανά οι προϋποθέσεις

που γεννούν τα λάθη. Πίστευε πάντα ο Νίκος πως τον αγωνιστή δεν τον κάνει η

άλογη πίστη, μα η Ευθύνη.

Η τελευταία χάρη

Σάββατο, 29 Μαρτίου 1952, στη Φυλακή της Καλλιθέας. Η ατμόσφαιρα ώρα την ώρα

βάραινε γύρω μας. Τη χτεσινή ακόμη μέρα είχαμε μια ­ την τελευταία ­ αναλαμπή

χαράς. Μας επιτρέψανε, για πρώτη φορά, να δούμε τους δικούς μας. Είδα την

αδελφή μου κι ο Νίκος τη μητέρα του, τη Βασιλική ­ “δεν ξέρει γράμματα η μάνα

μου, μα η ψυχή της είναι γεμάτη ευγένεια φυσική”, έλεγε ο Νίκος. Το πήραμε για

καλό σημάδι, για μια καινούργια “χαλάρωση”. Δεν ήταν έτσι. Τώρα, με τους δύο

παράξενους επισκέπτες του Μπάτση, έπαιρνε το αληθινό του νόημα εκείνο το

επισκεπτήριο. Ήταν μια από τις τελευταίες “χάρες” που κάνουν στους

μελλοθάνατους.

Τ’ απόγεμα τα μέτρα στην Απομόνωση γίνανε πιο αυστηρά. Μας κλείσανε πιο νωρίς

στα κελιά, οι άνθρωποι της Ασφάλειας, που τους είχανε φέρει να ενισχύσουν τη

φρουρά από τη μέρα που απορρίφθηκαν οι αιτήσεις χάριτος, έκαναν έρευνα πιο

εξονυχιστική από ποτέ. Τους είδα να ψάχνουν ακόμη και τα παπούτσια του

Αργυριάδη καθώς τον έκλειναν στο κελί. Στο μικρό διάδρομο της Απομόνωσης

έφερναν βόλτες οι αστυνομικοί. Ήταν πέντε τα κελιά. Στη μιαν άκρη το δικό μου.

Πλάι ο Τουλιάτος με τον Αργυριάδη. Στο μεσιανό ο Νίκος με τον Τάκη Λαζαρίδη

και τον Μπάτση. Έπειτα ο Καλούμενος και ο Μπισμπιάνος. Το τελευταίο έμενε

άδειο.

Κανένας δεν μιλούσε

Δεν ακούστηκαν οι συνηθισμένες κουβέντες από κελί σε κελί τη νύχτα εκείνη, δεν

ακούστηκε κανένα από τα αστεία που συνηθίζαμε, ο Λαζαρίδης δεν άρχισε να

σφυρίζει καμιά από τις αγαπημένες του μελωδίες. “Γιατί δεν ακούγεστε;”, φώναξα

στον Νίκο. Γέλασε. “Αναλύουμε, διαλύουμε και συνθέτουμε”, μου αποκρίθηκε. Η

ανάλυση δεν είχε άλλο περιεχόμενο παρά το πότε θα γινόταν η εκτέλεση. Πως θα

γινόταν, ήμασταν πια σίγουροι. Μα ξημέρωμα Κυριακής, αποκλείεται. Θα είχαμε

και την αυριανή μέρα δική μας. Αποκοιμηθήκαμε.

Στον ύπνο μου άκουσα τον ήχο των κλειδιών απ’ το προαύλιο. Βήματα. Φώναξα τον

Νίκο. “Ε, έρχονται”, μου αποκρίθηκε απλά. Ένα ένα ξεκλείδωναν τα

κελιά. Στο σημείο αυτό συμπληρώνω το κείμενο όπως αρχικά το είχα γράψει:

“Άρχισα να ντύνομαι, αλλά στο δικό μου κελί δεν άνοιξαν. “Γιατί δεν μου

ανοίγετε; ” ρώτησα τον αρχιφύλακα. “Εσένα δεν σε έχουνε στον κατάλογο”, μου

απάντησε”. Ο Νίκος ζήτησε να με δει. Δεν άνοιξαν την πόρτα του κελιού μου. Στο

μικρό παραθυράκι με τα σίδερα έσκυψε να με αποχαιρετήσει.

Είδα το αίμα να χάνεται από το πρόσωπό του καθώς με κοίταξε και ξέραμε πως δεν

θα υπήρχε άλλη μέρα για μας. Ο Καλούμενος ήρθε κοντά ανοίγοντας το πουκάμισό

του. “Πάω κι εγώ”, μου είπε. Ο Αργυριάδης έκανε μια κίνηση αποχαιρετισμού με

το χέρι. “Φρόντισε αν μπορέσεις και για την κόρη μου”, μου είπε ο Μπάτσης. “Αν

ζήσω”, του αποκρίθηκα. Ο Νίκος έσκυψε στο παραθυράκι. Βλέπω ακόμη κάθε σύσπαση

στο πρόσωπό του. “Πρέπει να ζήσεις. Για την εκδίκηση. Για το

παιδί”.

Μου έδωσε το ρολόι, το στυλό, τις φωτογραφίες. “Πάμε”, είπε ο

επικεφαλής της συνοδείας».

1) Στο πρώτο πρόσωπο μιλάει ο Ν. Βαβούδης, ο άνθρωπος που κρατούσε την

επικοινωνία με την ηγεσία του ΚΚΕ. Η κινδυνολογία περί «τάσεων ανεξαρτησίας»

του Μπελογιάννη άνοιγε ένα μεγάλο κεφάλαιο.

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.