Δεν θα σχολιάσω τις γενικόλογες και εξωραϊστικές κυβερνητικές αναφορές στο

κείμενο των συμπερασμάτων του Ελσίνκι. Περιορίζομαι αυστηρά στο ίδιο το

κείμενο. Οι 15, άρα και η Ελλάδα, παροτρύνουν, δηλαδή καλούν την υποψήφια

χώρα, σε προσπάθεια για επίλυση συνοριακών διαφορών. Ισχυρίζεται η κυβέρνηση

ότι αποδέχεται ως μόνο ζήτημα την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Σωστά. Αλλά

σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Συμβουλίου, η άποψη του κράτους που παροτρύνει

δεν δεσμεύει το παροτρυνόμενο, εκείνο ακριβώς που εγείρει τις αμφισβητήσεις.

Εξάλλου η κυβέρνηση, από το 1996 και παρά τις επίμονες αντιρρήσεις μας,

περιέφερε σε συμμάχους και εταίρους μας το αίτημα να προσφύγει η Τουρκία στη

Χάγη για τα Ίμια. Έτσι όμως έχει ήδη αποδεχθεί και αυτή την κατά την Άγκυρα «διαφορά».

Το ίδιο κείμενο παραπέμπει στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Η σχετική διάταξη

του άρθρου 33 του Χάρτη, στους τρόπους επίλυσης περιλαμβάνει πρώτο τη

διαπραγμάτευση. Αυτή τη διαπραγμάτευση επιδιώκει επί χρόνια η Άγκυρα, με το

αθωωτικό ψευδώνυμο των συνομιλιών.

Όσον αφορά την έμφαση με την οποία γίνεται επίκληση του χρονικού ορίου του

2004, η επιστολή του Φινλανδού προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προς τον

πρωθυπουργό της Τουρκίας αποκαλύπτει την πραγματική σημασία του. Η αναφορά στο

2004 δεν αποτελεί διορία. Και βέβαια, η επιστολή δεν απεστάλη χωρίς

προηγούμενη ενημέρωση των λοιπών μελών του Συμβουλίου.