Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Ο Φώτος Πολίτης είναι μια κορυφαία κριτική συνείδηση στις αρχές και στα μέσα

του αιώνα. Γιος του μεγάλου λαογράφου Νικολάου Πολίτη, αδελφός του μεταφραστή

του Ίψεν Γιώργου Πολίτη, αδελφός του νεοελληνιστή και αρχαιολόγου Λίνου

Πολίτη, πατέρας του πεζογράφου, ποιητή Νίκου Πολίτη, θείος του σκηνογράφου

Νίκου Πολίτη και εοελληνιστή Αλέξη Πολίτη, κ.ά. Οι Πολίτηδες είναι ένα

οικογενειακό δέντρο πολύφυλλο και τίμιο με τα γράμματα και τις τέχνες.

Ο Φώτος σπούδασε κατ’ αρχάς νομικά και στη Γερμανία η διδακτορική του διατριβή

γύρω από το δίκαιον περιστρεφόταν. Όμως στη Γερμανία μυήθηκε στο θέατρο,

βρέθηκε στο μάτι του εξπρεσιονιστικού κυκλώνα που τότε στο θέατρο έφερε το

όνομα Μαξ Ράινχαρτ, ενώ παράλληλα ο νατουραλισμός εκπνέων είχε ως ιδιοφυή

εκπρόσωπο τον Όττο Μπραμ.

Στην Ελλάδα την ίδια εποχή που εκείνος φοιτά στα γερμανικά Πανεπιστήμια

σέρνεται η ταπείνωση της ήττας του 1897 και προετοιμάζεται υπόγεια η

επανάσταση στο Γουδί (1909). Το κίνημα που έφερε τον Βενιζέλο στην εξουσία

βρίσκει τον Φώτο Πολίτη στη Γερμανία. Είναι τότε που ενστερνίζεται τις ιδέες

του Σκληρού και ασπάζεται τις θεμελιώδεις απόψεις που διατυπώνονται στο

«κοινωνικό μας ζήτημα». Έως το 1912 που τελειώνει τις σπουδές του σε ηλικία 22

ετών (γεννήθηκε το 1890) έχει διαμορφώσει μια πρώτη ιδεολογική φυσιογνωμία.

Μέσα στο κλίμα των μελετών τού πατέρα του έχει αφομοιώσει ένα σεβασμό για τα

δημιουργήματα του λαού· από την άλλη ο ρομαντισμός του λαογραφισμού συντελεί

ώστε η έννοια του λαού να έχει λάβει στις μέρες του μιαν ιδεαλιστική χροιά. Ο

γερμανικός ιδεαλισμός που διαπότισε πολλούς από τους λογίους μας που σπούδασαν

στη Γερμανία είχε δημιουργήσει στις αρχές του αιώνα μια Σχολή σκέψης.

Παράλληλα, όμως, η σκέψη του Νίτσε τροφοδοτούσε αντίρροπα ρεύματα. Ανάμεσα

στην ιδεαλιστική παράδοση και στον νιτσεϊκό δυναμικό μηδενισμό τα σοσιαλιστικά

κηρύγματα χαράζουν ένα γενναίο ρήγμα.

Ο Φώτος Πολίτης προσπάθησε να συγκεράσει και τις τρεις αυτές πνευματικές

τροφές, επιλέγοντας ό,τι νόμιζε πως δεν είναι θνησιγενές και εντυπωσιακό.

Πνευματικός συνοδοιπόρος του Πολίτη υπήρξε ο εξάδελφός του Γιάννης

Αποστολάκης. Οι σπουδές τους στη Γερμανία συνέπεσαν χρονικά και η επιστροφή

τους στην Ελλάδα επίσης. Ο Αποστολάκης ασπαζόταν την ηρωολατρεία του Θωμά

Καρλάυλ και συνεκρότησε την κριτική θεωρία πάνω στην απόλυτη ποιητική αυθεντία

του Σολωμού και στην ιδιοφυΐα της δημοτικής ποίησης, εξιδανικεύοντας τον

εθνικό ποιητή ως κανόνα του όλου ελληνικού βίου και όχι μόνο του ποιητικού και

του ανώνυμου λαϊκού δημιουργού. Ο Φώτος Πολίτης χωρίς να αφίσταται από τη

γενική γραμμή των κριτικών αξόνων του Αποστολάκη συνεκρότησε την κριτική του

στάση πάνω στους μεγάλους κλασικούς, όταν από το 1915 κατέρχεται ως

επαγγελματίας κριτικός θεάτρου στον στίβο της πνευματικής αγοράς.

Παράλληλα, ασχολείται με την ποίηση και τη δραματουργία. Η ποιητική του

συγκομιδή υπήρξε μικρή και αμελητέα. Είναι ενδιαφέρουσα, όμως, η δραματουργία

του όσον αφορά τουλάχιστον τη θεματολογία, το βραβευμένο έργο του «Ο

Βρυκόλακας» (Παντελίδειος διαγωνισμός ­ 1908) αντλεί το θέμα του από το

τραγούδι του νεκρού αδελφού και ο «Καραγκιόζης ο Μέγας» (1924) είναι μια

σάτιρα της νεοελληνικής κοινωνίας, οξεία και συνεχώς επίκαιρη που εδράζεται

στην παράδοση του Θεάτρου Σκιών όσον αφορά το τυπολόγιο.

Τα θεατρικά κείμενα του Φώτου Πολίτη δεν ευδοκίμησαν στη σκηνή.

Ως κριτικός θεάτρου, ως λογοτεχνικός κριτικός και ως αρθρογράφος πάνω σε

πολιτικά και κοινωνικά θέματα υπήρξε βίαιος, ανατρεπτικός και ισοπεδωτικός.

Πολύ ορθά έχει χαρακτηριστεί ακόμη και από ανθρώπους που υπέστησαν τη μάστιγά

του ως ο κατ’ εξοχήν πνευματικός ηγέτης που πνευματοποίησε ιδιαίτερα το

νεοελληνικό θέατρο.

Από το 1915 έως το 1934 που πεθαίνει πρόωρα στα 44 χρόνια του έγραψε πάνω από

1.000 επιφυλλίδες, κυρίως θεατρικές αλλά και άλλες, που κυριολεκτικά έπιαναν

τον «ταύρο από τα κέρατα».

Αισχύλου «Πέρσες» (1934). Ο Χορός (Αρχείο Θεατρικού Μουσείου)

Ο Φώτος Πολίτης διέθετε μια αξιοσημείωτη ενημέρωση πάνω στα τρέχοντα

καλλιτεχνικά ρεύματα του καιρού του. Εκτός αυτού είχε μια θηριώδη γνώση των

κλασικών. Αν εξαιρέσει κανείς τον Ξενόπουλο που αραιά και πού κατέβαινε και

στην κριτική κονίστρα (του οφείλουμε την πρόσληψη του Ίψεν στην Ελλάδα και του

Καβάφη στην ελλαδική επικράτεια) ο Φώτος Πολίτης είναι ο πρώτος συστηματικός

κριτικός του θεάτρου. Κατόρθωσε ως κριτικός νους να συγκεράσει την αυστηρότητα

των κριτηρίων ενός Ροΐδη και το εύρος των ενδιαφερόντων ενός Παλαμά.

Ο κριτικός του άξονας κάλυπτε όλο το φάσμα της θεατρικής γραφής και της

θεατρικής πρακτικής, γνώριζε σε βάθος τις ιδιαιτερότητες και τις απαιτήσεις

κάθε θεατρικού είδους. Η αναλυτική σκέψη ήταν απαράμιλλη και η οξυδέρκειά του

παροιμιώδης. Κανένας δεν μπορούσε να ξεφύγει από το διεισδυτικό του βλέμμα.

Υπήρξε άτεγκτος όπου συναντούσε την ασυνειδησία, την προχειρότητα, τη

χυδαιότητα και τον εφησυχασμό. Χτύπησε τον θεατρικό ερασιτεχνισμό, τον

ευτελισμό της θεατρικής τέχνης από τα ανυπόληπτα μπουλούκια, τον προπετή

πρωταγωνιστισμό, τα φαινόμενα βεντετισμού και, βέβαια, την αγραμματοσύνη των ασπούδαχτων.

Ευριπίδου «Κύκλωψ» (1934) (Αρχείο Θεατρικού Μουσείου)

Συνέτεινε όσο κανένας άλλος στην επαγγελματοποίηση του θεάτρου, γι’ αυτό και

συμπαραστάθηκε στις προσπάθειες της Μαρίκας Κοτοπούλη και της Κυβέλης να

συγκροτήσουν μόνιμους θιάσους και να προσπαθήσουν να έχουν σκεπτικό στο

δραματολόγιό τους.

Απόδειξη της έγνοιας του για τη δημιουργία μορφωμένων ηθοποιών ήταν η

συμμετοχή του σε κάθε προσπάθεια για την ίδρυση δραματικών σχολών.

Συνεργάστηκε με την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφεών και με το Σωματείο

Ηθοποιών διδάσκοντας δραματολογία, ανάλυση θεατρικού κειμένου και υποκριτική.

Μαθητές του υπήρξαν π.χ. ο Ροντήρης, ο Μουσούρης, ο Κατσέλης κ.ά. Πίστευε πως

ένα θέατρο πνευματοποιείται όταν καλλιεργείται σκηνικά το μεγάλο ποιητικό

θέατρο. Τα κλασικά κείμενα πέρα από τη διδαχή της δραστικής γλώσσας συζητούν

τα μεγάλα πνευματικά, κοινωνικά και ηθικά προβλήματα. Στο κριτικό όραμα το

θέατρο όφειλε να ξαναγίνει σχολείο του λαού, όπως αυτό συνέβαινε στην αρχαία

Ελλάδα. Εξάλλου το αρχαίο δράμα υπήρξε ένας βασικός άξονας πάνω στον οποίο

ακόνιζε τα κριτήριά του.

Είχε για την τραγωδία την απόλυτη άποψη πως αποτελεί την αποκορύφωση του

δράματος της ατομικότητας, της ανόδου και της πτώσης του μοναχικού ατόμου που

παλεύει να κατορθώσει τον εαυτό του αντάξιο του πολιτικού προτύπου που

προβάλλει η Πολιτεία.

Ερρίκου Ίψεν «Βρυκόλακες» (1934). Κατίνα Παξινού, Αλέξης Μινωτής. (Αρχείο

Θεατρικού Μουσείου)

Μ’ αυτή την έννοια προσέγγισε και τον Σαίξπηρ και τον Σίλλερ και τον Ίψεν και

μ’ αυτό το κριτήριο απέκλεισε από τη συλλογιστική του και τις προτιμήσεις του

τον Τσέχωφ, τον Στρίντμπεργκ, τον Πιραντέλλο. Αυτοί οι τελευταίοι δεν

απαντούσαν στις απορίες του για τον άνθρωπο που ωριμάζει παλεύοντας όπως ο

Οιδίπους, όπως ο Οθέλλος, όπως ο Γιάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν όπως ο Ντον Κάρλος,

όπως οι ήρωες του Μπέρναρ Σω ενάντια στο κακό μόνοι, ασκητικοί και

ανιδιοτελείς. Όσον αφορά το νεοελληνικό δραματολόγιο πάσχισε να συνδέσει το

μεγάλο χαμένο ή ξεχασμένο παρελθόν με το παρόν. Πρώτος αυτός μίλησε για τον

«Χάση» του Γουζέλη, πρώτος αυτός ανέβασε με τους μαθητές της επαγγελματικής

Σχολής Θεάτρου τη «Βαβυλωνία», τον «Βασιλικό» και τη «Θυσία του Αβραάμ», έργα

που είχαν ξεχαστεί ή ταλαιπωρούντο στα χέρια ερασιτεχνών. Αυτός πρώτος

διέγνωσε τη μεγάλη δραματουργική και ποιητική σημασία της αδικημένης

«Τρισεύγενης» του Παλαμά. Βοήθησε τον Ξενόπουλο να ξεπεράσει τις ευκολίες της

γραφής του και να απαλλαγεί από τις σειρήνες της εμπορικότητας. Αναγνώρισε τα

προσόντα τού Μελά, αλλά χτύπησε ανελέητα τον καιροσκοπισμό του. Αγκάλιασε την

έντιμη γραφή, το κύρος και την αυθεντική λαϊκότητα του Χορν και στήριξε το

«Φιντανάκι». Υποδέχτηκε θετικά τον Μπόγρη και έδωσε τις πρώτες ευκαιρίες στον

Αλέκο Λιδωρίκη και στη Γαλάτεια Καζαντζάκη.

Συνέλαβε την προσφορά του Ιωάννη Γρυπάρη στη μεταφραστική εποποιία των

τραγικών και ενίσχυσε τον ηρωισμό του Ρώτα να καταπιαστεί με το σύνολο των

έργων του Σαίξπηρ.

Ευγένιου Ο’ Νηλ «Άννα Κρίστι» (1932). Κατίνα Παξινού, Αιμίλιος Βεάκης.

(Αρχείο Θεατρικού Μουσείου)

Αλλά η συμβολή του Πολίτη δεν έμεινε μόνο στα χαρτιά, στη θεωρία και στην

κριτική. Τολμηρός, με κύρος αναμφισβήτητο το διακυβεύει, μπαίνοντας με ιδέες

και στον χώρο της πρακτικής. Το 1919 μόλις είκοσι εννέα ετών μεταφράζει τον

«Οιδίποδα Τύραννο» και τον σκηνοθετεί με πρωταγωνιστή τον Βεάκη. Η παράσταση

αυτή ουσιαστικά εγκαινιάζει τη μεγάλη ερμηνευτική περιπέτεια που στις μέρες

μας έχει λάβει μορφή χειμάρρου.

Υπήρχε, βέβαια, στο παρελθόν η «Άλκηστις» και η «Αντιγόνη» του Χριστομάνου

(1901), υπήρχε η ταραχώδης «Ορέστεια» του Θωμά Οικονόμου (1903), όμως τώρα για

πρώτη φορά χωρίς συμπλέγματα συζητείται ανοιχτά το ερμηνευτικό πρόβλημα του

αρχαίου δράματος ως ειδικού προβλήματος της θεατρικής πρακτικής. Ο Φώτος

Πολίτης έθεσε μια για πάντα το ερώτημα «τι σημαίνει παίζω σήμερα σε μετάφραση

αρχαίο δράμα και με ποια μέσα εκφραστικά το αντιμετωπίζω».

Η απάντηση: «Είμαι ένας άνθρωπος του 20ού αιώνα, το θέατρο έχει ιστορία

αιώνων, έχει δημιουργήσει εργαλεία και γλώσσα σύγχρονη. Μ’ αυτή θα προχωρήσω

στην ανάγνωση των μεγάλων αυτών κειμένων».

Αντέδρασε στην ιστορική, λαογραφική ή μουσειακή ερμηνεία γι’ αυτό και

αντιμετώπισε σχεδόν με χλευασμό τις Δελφικές Γιορτές των Σικελιανών. Στον

αρχαϊσμό της Εύας και στην αρχαιολογική ερμηνεία κινήσεων και μουσικής (1927)

απάντησε την ίδια χρονιά στο Στάδιο με την «Εκάβη», απάντησε στον «Προμηθέα

Δεσμώτη» όπου η Κοτοπούλη, ο Βεάκης, ο Μινωτής, ο Ροντήρης θεμελίωσαν τον

ποιητικό ρεαλισμό που επικράτησε ώς τις μέρες μας ιδιαίτερα στην παράδοση του

Εθνικού Θεάτρου.

Αυτή την παράδοση ο Φώτος Πολίτης στερέωσε με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου

(1932) σκηνοθετώντας «Οιδίποδα τύραννο» «Αγαμέμνονα», «Πέρσες» «Κύκλωπα».

Ως σκηνοθέτης του Εθνικού Θεάτρου σε δυόμισι χρόνια ανέβασε 36 έργα!! Από

Αισχύλο έως Μπερναρ Σω, από Σίλλερ ώς Μεριμέ, από Σαίξπηρ ώς Μολιέρο, από

Οστρόφσκι ώς Ο’ Νηλ και από Ξενόπουλο και Χορν ώς Μελά και Λιδωρίκη.

Κατόρθωσε να πείσει τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της σκηνής να έρθουν να

βοηθήσουν στην πνευματική προσπάθεια αναγέννησης, που αποτελούσε το

καταστατικό αίτημα της ίδρυσης του θεσμού. Και τον ακολούθησε σχεδόν σύσσωμο

το θέατρο των ταλαντούχων. Βεάκης, Αλκαίου, Νέζερ, Μαμίας, Μινωτής, Παξινού,

Παπαδάκη, Κατερίνα, Ροζάν, Κατράκης, Μανωλίδου κ.ά. Ο Βάρβογλης, ο Αντίοχος

Ευαγγελάτος, ο Σκαλκώτας, ο Σκουλούδης στη μουσική, ο Κλώνης, ο Κόντογλου, ο

Φωκάς στα εικαστικά, ο Γρυπάρης, ο Ρώτας, ο Καρθαίος στη μετάφραση.

Αν θέλουμε να συνειδητοποιήσουμε τι σήμαινε τότε Θέατρο Εθνικό που φιλοδοξούσε

να αναβαθμίσει το θεατρικό επάγγελμα και να μορφώσει τον λαό, θα πω τούτο

μόνο: Όταν ο Φ. Πολίτης ανακοίνωσε τον πρώτο χρόνο το ρεπερτόριό του, η

Κοτοπούλη και η Κυβέλη, θανάσιμες θεατρικά αλλά κυρίως πολιτικά αντίπαλες

συνασπίστηκαν. Για πρώτη φορά συνεργάστηκαν και υποχρεωτικά χρειάστηκε να

αντιμετωπίσουν το υψηλών προδιαγραφών δραματολόγιο του Πολίτη με ανάλογο.

Άφησαν το φτηνό εμπορικό αποδοτικό ταμείο του γαλλικού μπουλβάρ και απάντησαν

στον δικό του «Ντον Κάρλος» του Σίλλερ με τη «Μαρία Στιούαρτ» του Σίλλερ και

στη δική του «Άννα Κρίστι» του Ο’ Νηλ με «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα»

του Ο’ Νηλ. Ο Φώτος Πολίτης παρέλαβε το 1915 ένα θέατρο ασπούδαχτων

προχειρολόγων και παρέδωσε σε είκοσι χρόνια ένα θέατρο «πνευματικό ταγό».

Δεν μπορεί να κλείσει αυτό το πορτρέτο χωρίς να διαπιστώσουμε και τις

αδυναμίες, τα αδιέξοδα και τα λάθη του Πολίτη. Μια τέτοια προσωπικότητα

πολυμερής δεν είναι δυνατόν να είναι χωρίς αντιφάσεις, όταν μάλιστα, όπως

προείπα, τα κριτήριά του και οι εμμονές του ήταν απόλυτα.

Ενώ είναι ο πρώτος που κατενόησε τη σημασία του ελληνικού Καραγκιόζη και

έγραψε ένα ανεπανάληπτο δοκίμιο για τον ρυθμό του, μάθημα για τη ρεαλιστική

υποκριτική δεν μπόρεσε ποτέ να συμβιβαστεί με την Αθηναϊκή Επιθεώρηση. Την

καταδίκασε και την ώθησε κριτικά στην ανυποληψία.

Δεν αντιμετώπισε ως τέχνη τον κινηματογράφο. Διείδε, όμως, τις θεατρικές του

καταβολές στην ιδιοφυΐα του Τσάπλιν.

Εκτίμησε τον «Ερωτόκριτο», ανέβασε τη «Θυσία του Αβραάμ», αλλά δεν συνέλαβε τη

σημασία των έργων της κρητικής αναγέννησης για τη σύγχρονη θεατρική μας εμπειρία.

Δεν υποπτεύτηκε τον Χουρμούζη, δεν κατενόησε τη συμβολή του Άγγελου Βλάχου,

του Κορομηλά, του Καπετανάκη στη θεατρική μας ιστορία.

Δεν κατάλαβε τίποτα από τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη και τον Μακρυγιάννη.

Κατενόησε ως ακραιφνής φιλελεύθερος από πολύ νωρίς τον αυταρχισμό, τον

αντιδημοκρατισμό του φασισμού, του ναζισμού και του υπαρκτού κομμουνισμού,

αλλά απάντησε με θολές θεωρίες περί εθνισμού, αποφεύγοντας τον συκοφαντημένο

όρο εθνικισμός.

Πάνω στα θεμελιώδη πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα είναι τεράστιας σημασίας

οι μονομαχίες του διά του Τύπου με τον όψιμο τότε μαρξιστή Νίκο Καρβούνη (που

είχε διατρέξει γρήγορα την πορεία Νιτσεϊσμός, Θεοσοφισμός, Τεκτονισμός,

Εθνικισμός, Μαρξισμός).