Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο κυριαρχούν οι έννοιες της

συνεννόησης και της συναίνεσης ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις, τουλάχιστον

για μεγάλα και σοβαρά θέματα.

Κανείς δεν παραγνωρίζει τις θεμιτές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των κομμάτων.

Όμως δεν μπορεί να αγνοεί κανείς ότι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα, μετά

την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974, ήταν η διασφάλιση της πολιτικής

σταθερότητας. Η ωριμότητα άλλωστε που απέκτησαν τα κόμματα στην Ελλάδα

απέτρεψε περιπέτειες πολιτικής αστάθειας, που στο όχι μακρινό παρελθόν

ταλάνισαν τη χώρα και άνοιξαν το δρόμο σε οδυνηρές εμπειρίες. Αδιαμφισβήτητα

κορυφαίο θέμα του πολιτεύματός μας αποτελεί η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας,

που είναι το ανώτατο ατομικό όργανο στην πολιτειακή δομή.

Η επόμενη Βουλή, με βάση τη διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος που

ξεκίνησε, θα είναι αναθεωρητική και ως προς τον τρόπο εκλογής του ανώτατου

άρχοντα. Όμως σε λίγους μήνες θα οδηγηθούμε στην ανάδειξη Προέδρου της

Δημοκρατίας και απ’ ό,τι φαίνεται θα υπάρξει μια ευθεία πολιτική σύγκρουση, με

πλασματικό πρόσχημα την εκλογή του.

Η επιλογή της σύγκρουσης αναιρεί όλες τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν από την

παρούσα Βουλή στην Α’ φάση της Αναθεώρησης για ώριμες συναινετικές λύσεις γύρω

από τον Πρόεδρο. Αναπτύχθηκε ένας ευρύτατος προβληματισμός και κατατέθηκαν

στην Επιτροπή και στην Ολομέλεια της Βουλής διαφορετικές προτάσεις για τον

τρόπο ανάδειξης του Προέδρου.

Διατυπώθηκαν ισχυρές αντιρρήσεις στην πρόταση που προέβλεπε εκλογή Προέδρου με

151 ψήφους από τη «θητεύουσα Βουλή», δηλαδή από την εκάστοτε συγκυριακή

πλειοψηφία. Αντιτάχθηκε, και ορθά, ότι μια τέτοια ρύθμιση οδηγούσε σε ανάδειξη

μονοκομματικού Προέδρου. Διατυπώθηκαν επίσης άλλες σκέψεις ­ έστω και δειλά ­

για εκλογή Προέδρου από ένα διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα. Ορθότατα

αντικρούστηκε και αυτή η άποψη, με το επιχείρημα ότι ένα τέτοιο μοντέλο είναι

μακριά από την πολιτική μας παράδοση, όπως επίσης και η πρόταση για την άμεση

εκλογή του από τον λαό, αφού συνεπαγόταν αλλαγή του πολιτεύματος.

Πρόταση συγκερασμού

Η κυβερνητική πλειοψηφία, που κατέθεσε ορισμένους από τους παραπάνω

προβληματισμούς, έκανε το αναγκαίο βήμα υιοθετώντας κατ’ αρχήν μια πρόταση

συγκερασμού, η οποία αντιμετωπίστηκε με θετικό τρόπο και από τα κόμματα της

αντιπολίτευσης και η οποία δίνει τη δυνατότητα και η εκβιαστική διάλυση της

Βουλής να αποφεύγεται, αλλά και να εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας μέσα από

συναινετικές διαδικασίες μιας διευρυμένης πλειοψηφίας τουλάχιστον 3/5.

Οι σύγχρονες Δημοκρατίες χρειάζονται επιτακτικά σημεία σύγκλισης και

συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων, χωρίς απαραίτητα αυτές να υποστέλλουν τη

σημαία των διαφορών τους. Για έναν Πρόεδρο που δεν έχει ουσιαστικές

αρμοδιότητες και εξουσίες αλλά συμβολίζει την ενότητα του έθνους και του λαού,

δεν είναι λογικό να διαλύεται εκβιαστικά η Βουλή. Πολύ δε περισσότερο, όταν ο

Κωνσταντίνος Καραμανλής, εμπνευστής του Συντάγματος του 1975, εισήγαγε το

εκβιαστικό δίλημμα των εκλογών ­ όπως ο ίδιος ισχυριζόταν ­ ακριβώς για να

οδηγήσει σε συνεργασία τα κόμματα, σε μια ρευστή τότε περίοδο για τη «νεαρά»

Δημοκρατία κι αν μη τι άλλο απαιτείτο κάθε δυνατή προσπάθεια στήριξής της.

Τότε όμως ο Πρόεδρος ήταν πανίσχυρος ρυθμιστής. Σήμερα, και μετά την

ορθολογικοποίηση του κοινοβουλευτισμού που επετεύχθη με την Αναθεώρηση του

1985-1986, ο Πρόεδρος δεν είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος, μιας και είναι

περιορισμένες οι αρμοδιότητές του, αλλά εγγυητής του. Ο θεσμός του Προέδρου με

τις σημερινές του αρμοδιότητες δεν επιτρέπεται να καταστεί αντικείμενο έριδος

και ανώφελων μικροκομματικών συγκρούσεων. Εδώ και πολύ καιρό τοποθετήθηκα

δημοσίως, αλλά και στην Επιτροπή της Βουλής, στο θέμα εκλογής του Προέδρου.

Άσκησα κριτική για το θέμα αυτό σε σκέψεις της κυβέρνησης που δεν με έβρισκαν

τότε σύμφωνο και παρουσίασα την εναλλακτική πρόταση (διαδοχικές ψηφοφορίες με

απόσυρση υποψηφίων μέχρι να επιτευχθεί η πλειοψηφία των 3/5), που έγινε κατ’

αρχήν αποδεκτή από τον υπουργό Δικαιοσύνης και τον ειδικό εισηγητή της

πλειοψηφίας. Η Ν.Δ. και ο αρχηγός της, απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, «θα σηκώσει

λευκή σημαία». Δεν θα προτείνει υποψήφιο και θα βγει από τη δύσκολη θέση

προσωρινά. Δεν θα κακοκαρδίσει καμιά από τις αντιμαχόμενες πλευρές του

κόμματός του.

Είναι όμως ευθύνη όλων μας να αποσυνδέσουμε την εκλογή του Προέδρου από την

πρόωρη διάλυση της Βουλής και να εργασθούμε στην κατεύθυνση εκλογής του μέσα

από συναινετικές διαδικασίες μιας διευρυμένης πλειοψηφίας και μάλιστα όταν το

πρόσωπο είναι σεβαστό και τυγχάνει αποδοχής. Αυτή η διαδικασία, την οποία

οφείλουμε να δούμε και τώρα, θα απαλλάξει οριστικά το πολιτικό μας σύστημα από

κάθε λογής «καιροσκοπισμούς», θα αποσυνδέσει οριστικά και την εκάστοτε

κυβέρνηση και την εκάστοτε αντιπολίτευση από άλλου είδους σκοπιμότητες.

Η διαδικασία εκλογής Προέδρου θα είναι ένα κρίσιμο τεστ για την ίδια την

ωριμότητα των κομμάτων.

Μέτωπα και συμμαχίες

Τα λεγόμενα «μικρά κόμματα» ας μην ξεχνούν ότι ανεξάρτητα από την εκλογική

τους δύναμη είναι κατ’ εξοχήν παράγοντες σταθερότητας. Τα «μέτωπα» και οι

«εκλεκτές συμμαχίες» είναι θεμιτές σε άλλα ζητήματα. Στην εκλογή του Προέδρου

απαιτείται «περίσσευμα καρδιάς» και υπευθυνότητα, και όχι συγκυριακά

«αντικυβερνητικά μέτωπα». Το παράδειγμα του «βαλτώματος» της Πολιτικής

Άνοιξης, επειδή στήριξε μαζί με το ΠΑΣΟΚ τον κ. Στεφανόπουλο, είναι άκαιρο και

παραπλανητικό. Τότε έληγε η τελευταία θητεία του Κ. Καραμανλή και αναζητείτο

νέος Πρόεδρος. Ο σημερινός Πρόεδρος είναι και αποδεκτός από τη συντριπτική

πλειοψηφία του λαού και δικαιούται μιας ακόμα εκλογής. Υπάρχει χρόνος για

ώριμες συναινετικές λύσεις. Ας μη χαθεί μια καλή ευκαιρία και ας μην

οδηγηθούμε σε καμία περίπτωση στην «εύκολη λύση», που ως αντίληψη δεν

κατατέθηκε ούτε στα χρόνια του «σκληρού κομματισμού».

Ο Νίκος Σηφουνάκης είναι βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και τέως υπουργός.