Η «αδιευκρίνιστη» ψήφος, όρος που καθιέρωσαν στην καθημερινή (πολιτική) ζωή οι

δημοσκοπήσεις, αποτελεί πάντοτε τον πονοκέφαλο των κομμάτων, αλλά και των δημοσκόπων.

Δεν συνιστά μια ενιαία ομάδα, αλλά περιγράφει τρεις κατηγορίες ψηφοφόρων με

διακριτά πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά: όσους δηλώνουν οι ίδιοι

«αναποφάσιστοι», όσους τάσσονται υπέρ του λευκού, του άκυρου ή της αποχής και

όσους αρνούνται να δηλώσουν στην έρευνα την κομματική τους προτίμηση. Η τελική

εκλογική επιλογή αυτού του διόλου αμελητέου τμήματος του εκλογικού σώματος,

σχεδόν 18% του δείγματος στην παρούσα έρευνα, δεν φαίνεται να ανατρέπει, αλλά

σίγουρα είναι δυνατόν να τροποποιήσει αισθητά την πρόθεση ψήφου που καταγράφει

η «διευκρινισμένη» ψήφος, δηλαδή το (μεγαλύτερο) τμήμα των ερωτωμένων, που

δηλώνουν ευθέως στις έρευνες ποιο κόμμα σκοπεύουν να ψηφίσουν. Μία ανάλυση της

αδιευκρίνιστης ψήφου που έγινε από το Ινστιτούτο V-PRC:

Τρεις «δρόμοι»

Χωρίς να συνιστά, βεβαίως, και πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος, η ανάλυση

αυτή συνεισφέρει στην κατανόηση της «αθέατης» πλευράς των δημοσκοπήσεων και

προϊδεάζει τον αναγνώστη για τη μορφή που είναι δυνατόν να λάβει τελικά το

εκλογικό αποτέλεσμα.


Πρώτον, όπως προκύπτει από την ανάλυση, οι ψηφοφόροι που κατατάσσονται με

βάση τις δημοσκοπήσεις σε αυτές τις κατηγορίες είναι περισσότερο

«αντιδικομματικοί». Η πιθανότητα να ψηφίσουν, τελικά, ένα από τα δύο μεγάλα

κόμματα (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ.) δεν υπερβαίνει το 53%. Το αθροιστικό ποσοστό που

εκτιμάται ότι θα συγκέντρωναν σήμερα (τη στιγμή διεξαγωγής της έρευνας) τα δύο

μεγάλα κόμματα σε αυτές τις κατηγορίες παραμένει αισθητά χαμηλότερο από εκείνο

που εμφανίζουν συνολικά στη διευκρινισμένη ψήφο. Και αντιστρόφως, οι

«αδιευκρίνιστοι» ψηφοφόροι φαίνεται πιθανότερο να προτιμήσουν, τελικά, τα

μικρά κόμματα ή άλλες (αντιεκλογικές) πρακτικές.

Δεύτερον, το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται (σήμερα) να κερδίζει το 30% αυτών των

ψηφοφόρων, έναντι 23% της Ν.Δ. Είναι προφανές ότι αυτή η διαφοροποίηση ­ εάν

ισχύσει τελικώς ­ θα μειώσει ως ένα βαθμό την «ψαλίδα» πρώτου/δεύτερου

κόμματος υπέρ του ΠΑΣΟΚ. Πάντως, η μικρή δυναμική που εμφανίζει η Ν.Δ. σε

αυτήν την κατηγορία, λόγω της «αντιδεξιάς» τοποθέτησης αυτού του τμήματος του

εκλογικού σώματος, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ευθύγραμμα και ως θετική για το

ΠΑΣΟΚ. Απλώς πιστοποιεί την «καθήλωση» της Ν.Δ. και την ανυπαρξία πραγματικής

διεύρυνσης της επιρροής της.


Τρίτον, το ΔΗΚΚΙ εμφανίζει σημαντικές πιθανότητες να απορροφήσει ένα

συγκριτικά, ως προς τα υπόλοιπα μικρά κόμματα, μεγαλύτερο τμήμα της

αδιευκρίνιστης ψήφου (18%). Εάν αυτό επιβεβαιωθεί τότε θα επιτρέψει στο ΔΗΚΚΙ

να αναδειχθεί σε κύριο φορέα υποδοχής της πολιτικής δυσαρέσκειας. Τα πολιτικά

χαρακτηριστικά που εμφανίζει σήμερα η «γκρίζα» περιοχή των προθέσεων του

εκλογικού σώματος δεν είναι βέβαιο ότι θα ισχύσουν και μέχρι τέλος. Και τούτο,

διότι η επίδραση και η δυναμική της σημερινής προεκλογικής περιόδου δεν είναι

δυνατόν να προεξοφληθεί.

Τι θα κρίνει το αποτέλεσμα

Στην περίοδο Μαρτίου – Απριλίου ο πόλεμος «συμπίεσε» την κοινωνική δυσαρέσκεια

από τη διακυβέρνηση και ανέδειξε σε καθοριστικό το πρόβλημα της ασφάλειας –

σταθερότητας. Το αίσθημα ανασφάλειας και ο φόβος που παρήγαγε αναβάθμισε και

ισχυροποίησε ­ συγκυριακά ­ την εικόνα των κομμάτων διακυβέρνησης. Το δίπολο

«δυσαρέσκεια/ασφάλεια – σταθερότητα» τροποποίησε σημαντικά το πολιτικό σκηνικό

που είχε επιδεινωθεί εξαιρετικά εις βάρος του κυβερνώντος κόμματος, κατά την

προηγούμενη περίοδο Δεκεμβρίου – Μαρτίου. Η εκδήλωση της συσσωρευμένης

κοινωνικής δυσαρέσκειας από τη διακυβέρνηση, που εκδηλώθηκε σφοδρά με αφορμές

την κρίση στην Παιδεία και εν συνεχεία με την υπόθεση Οτζαλάν, υποχώρησε. Υπό

αυτήν την έννοια η αλλαγή της συγκυρίας σε συνδυασμό με το ενωτικό αποτέλεσμα

του Συνεδρίου ευνόησε το ΠΑΣΟΚ.


Παράλληλα, φάνηκε να εμποδίζει την κάμψη του δικομματισμού και την επανάληψη

του φαινομένου των ευρωεκλογών του 1994 (70,4%). Όμως, η παράταση του πολέμου

δεν αποκλείεται να οδηγήσει πλέον σταδιακά στον εθισμό της κοινής γνώμης,

γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα να αμβλύνεται η επίδρασή του στο πολιτικό

κλίμα. Είναι πιθανό, επομένως, να απελευθερώνεται εκ νέου η κοινωνική

δυσαρέσκεια και μαζί με αυτές και οι αντικομματικές διαθέσεις μιας μερίδας του

εκλογικού σώματος. Η παράταση κινδυνεύει να λειτουργήσει πλέον από εδώ και

πέρα ως παράγων επίτασής της και όχι συμπίεσής της. Η τελική μετατόπιση στον

άξονα «δυσαρέσκειας/ασφάλειας», που μπορεί να επισυμβεί όχι μόνον λόγω του

πολέμου αλλά και άλλων αστάθμητων παραγόντων, θα καθορίσει το εκλογικό

αποτέλεσμα, επηρεάζοντας καθοριστικά όχι μόνον την ψήφο των «αναποφάσιστων»,

αλλά και των ήδη «αποφασισμένων».

Ένας στους δύο Έλληνες φοβάται το ενδεχόμενο επέκτασης του πολέμου στη χώρα

μας, πράγμα που γεμίζει με φόβο οκτώ στους 10 πολίτες.

Η «πολεμοφοβία» εντείνεται στην κοινή γνώμη, παρά το γεγονός ότι μέχρι στιγμής

η χώρα μας δεν έχει εμπλακεί, άμεσα ή έμμεσα, στην υπόθεση των ΝΑΤΟϊκών βομβαρδισμών.

Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι η «πολεμοφοβία» δεν μειώνεται καθώς περνά ο

χρόνος, αλλά αντίθετα γίνεται όλο και πιο έντονη…

Καθαρά στηρίζει η κοινή γνώμη την πολιτική της κυβέρνησης στην κρίση του

Κοσόβου ­ αν και σχεδόν ένας στους τρεις ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ την απορρίπτει,

αναδεικνύοντας το εσωτερικό πρόβλημα του κυβερνώντος κόμματος. Πάντως,

τέσσερις στους 10 νεοδημοκράτες εγκρίνουν την πολιτική Σημίτη.

Σαφέστατα υποστηρίζουν οι πολίτες τα ελληνικά Μέσα Ενημέρωσης και την ποιότητα

της ενημέρωσης που παρέχουν για την κρίση στο Κόσοβο. Είναι χαρακτηριστικό ότι

οι τρεις στους τέσσερις δηλώνουν ικανοποίηση από την κάλυψη του πολέμου, ενώ

μόνον το 7,8% δηλώνει «καθόλου ικανοποιημένοι».