|
|
Έφυγε από τη Μυτιλήνη πολύ μικρή, για να πραγματοποιήσει το όνειρό της.
Ήταν «τρελή και παλαβή με το θέατρο και τον κινηματογράφο». Ούτε που το
φανταζόταν ότι θα γινόταν η τραγουδίστρια του Μίκη, ότι θα συνέδεε την όμορφη
παρουσία της με το «Γελαστό παιδί». Πολύ περισσότερο, ούτε της περνούσε από το
μυαλό ότι χρόνια αργότερα θα έγραφε βιβλία και μάλιστα μπεστ σέλερ. Κι όμως, η
Ντόρα Γιαννακοπούλου αυτό ακριβώς έκανε. Η «Πρόβα νυφικού» της πούλησε
περισσότερα από 200.000 αντίτυπα και ο Κώστας Κουτσομύτης την έκανε πετυχημένο
σίριαλ. Όσο για τον επίσης πετυχημένο «Μεγάλο θυμό», θα τον δούμε σύντομα κι
αυτόν στην τηλεόραση πάλι από τον Κουτσομύτη. Πώς να μην είναι ευχαριστημένη
η κυρία Γιαννακοπούλου; Έστω κι αν λέει ότι από τότε που μπήκε στο χώρο του
βιβλίου, «δεν έχω ακούσει μια καλή κουβέντα, μόνο βρίσιμο». Όχι από τους
αναγνώστες, βέβαια.
|
|
ΑΛΛΟΣ θα έλεγε «ευτυχώς, μου πήγαν καλά τα πράγματα στη ζωή μου». Ή απλώς
«είχα την τύχη με το μέρος μου». Η Ντόρα Γιαννακοπούλου το λέει αλλιώς. «Εγώ
έχω έναν άγγελο που στέκεται συνεχώς δίπλα μου. Και σπρώχνει τα πράγματα για
το καλό μου». Πιστεύει σ’ αυτόν τον άγγελό της και τον φέρνει συνέχεια στην
κουβέντα. Αυτός την έσπρωξε στη Δραματική Σχολή, αυτός την ανέβασε στη σκηνή
του Κυκλικού Θεάτρου του Τριβιζά, αυτός την σύστησε στον Μίκη. Και χρόνια
αργότερα, αφού είχε κλείσει τον κύκλο του θεάτρου και του τραγουδιού, αυτός
της έβαλε το μολύβι στο χέρι και την οδήγησε να γράψει δύο μπεστ σέλερ. Καλά ή
κακά για τους κριτικούς, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι οι αναγνώστες τα
αγκάλιασαν. Κι αυτό της δίνει μεγάλη χαρά.
Είναι από τους ανθρώπους που μέσα από την καρδιά τους λένε «είμαι τυχερή». Κι
ας έζησε πέρυσι μια οδυνηρή περιπέτεια με την υγεία της. «Ατυχία είχα μόνο που
αρρώστησα. Εντάξει, πέρασε αυτό». Κι έτσι, με δυο κουβέντες, κλείνει αυτό το
κεφάλαιο, που σίγουρα της κόστισε. «Δεν πειράζει, χρειάζονται και οι ατυχίες
για να καταλαβαίνουμε αυτό που πραγματικά έχουμε».
Δεν ξέρω αν αυτόν τον άγγελο τον ένιωθε δίπλα της από μικρή. Μάλλον δύσκολο,
καθώς μεγάλωνε σε μια φτωχή, πολύτεκνη οικογένεια στη Μυτιλήνη. Με πέντε
αδέλφια και τον πατέρα να έχει πεθάνει στα χρόνια της κατοχής. Η ίδια, όμως,
ήταν «τρελή και παλαβή με τον κινηματογράφο». Θυμάται τον Κατράκη να παίζει
στη Μυτιλήνη και θυμάται τον εαυτό της να εύχεται να έπαιζε μαζί του. «Ακόμη
και με κάτι μπουλούκια που έρχονταν στο νησί, έλεγα, αχ να ‘φευγα μαζί τους.
Ήθελα να φύγω». Κάπου εκεί, πολύ μικρή, γύρω στα 17, γνωρίζει τον πρώτο της
άντρα. Που ήταν «λάτρης της τέχνης και με στήριξε σ’ αυτό που ήθελα να κάνω».
Και άφησε τη Μυτιλήνη που δεν την επισκέπτεται και τόσο συχνά πια. Κι ας
είναι «το καλύτερο νησί», αλλά πρέπει να μπεις σε βαπόρι ή σε αεροπλάνο για να
το φτάσεις. Και η Ντόρα Γιαννακοπούλου δεν αγαπά κανένα από τα δύο μεταφορικά μέσα.
Χαλάλι, όμως, γιατί στην Αθήνα έκανε το όνειρό της πραγματικότητα. Πηγαίνει
στη Δραματική Σχολή, γιατί αυτό που ήθελε ήταν να γίνει ηθοποιός. Κι όταν
τελειώνει, έχει το πρώτο ραντεβού με τον καλό της άγγελο. Είκοσι χρόνων
περίπου, ψηλή, λεπτή και πολύ όμορφη. «Γι’ αυτό σού λέω είμαι τυχερός
άνθρωπος. Βρέθηκα να παίζω ξαφνικά στο θέατρο του Λεωνίδα Τριβιζά, στο “Ένας
όμηρος”. Μία ηθοποιός φρέσκια-φρέσκια, που μόλις είχε βγει. Και το έργο έχει
τραγούδια, κι έρχεται ένας μύθος που λέγεται Μίκης και μου λένε να τραγουδήσω
τα τραγούδια του». Έτσι συναντήθηκε πρώτη φορά με το «θηρίο», όπως τον λέει.
Αλλά «μη φανταστείς ότι τότε καταλάβαινα. Μη νομίζεις ότι μόλις είδα τον Μίκη
έπεσα κάτω. Δεν ένιωσα δέος, γιατί δεν ήξερα. Αντίθετα, ήμουν ζόρικη στην
αρχή. Εκ των υστέρων κατάλαβα τι μεγάλη τύχη ήταν να βρεθώ στο ξεκίνημά μου με
τον Μίκη. Τότε δεν έδινα σημασία, δεν με ενδιέφερε το τραγούδι. Κι όταν μου
είπε ο Τριβιζάς ότι θα γράψει τη μουσική ο κ. Θεοδωράκης και ότι πρέπει να
τραγουδήσω τα τραγούδια, εγώ είπα, αποκλείεται. Και έρχεται ο Μίκης και του
λέω να τα πω κουβεντιαστά και αυτός μου απάντησε θα τα πεις και θα τα πεις
πολύ ωραία». Σ’ αυτή την παράσταση με τα μεγάλα ονόματα, ο Τσαρούχης που είχε
κάνει τα σκηνικά, παρακολουθώντας την πρόβα τζενεράλε, δεν κρατήθηκε: «Μα αυτή
είναι ντιζέζ, κανονική ντιζέζ».
Από κει και πέρα τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Ο άγγελός της, που τη
συγκεκριμένη χρονική στιγμή είχε τη μορφή του Μίκη, την πήρε από το χέρι για
να την βγάλει τραγουδίστρια στις συναυλίες. «Με πήρε από τον “όμηρο” για να με
βγάλει κατ’ ευθείαν δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ξέρεις τι είναι για ένα
κοριτσάκι να το βγάλεις δίπλα στον Γρηγόρη, που ήταν ήδη μύθος;». Η Ντόρα
Γιαννακοπούλου γίνεται η τραγουδίστρια του Μίκη και το «Γελαστό παιδί» το
τραγούδι της. Και κάπως έτσι ικανοποίησε για τα καλά τις φιλοδοξίες της και
μάλιστα πολύ μικρή. Έτσι, ώστε να λέει σήμερα: «Καμιά φορά με ρωτάνε, γιατί τα
παράτησες. Μα τι να πω εγώ μετά το “Γελαστό Παιδί”, μετά τις “Μικρές
Κυκλάδες”, μετά την “Όμορφη Πόλη”. Δεν έχω να πω κάτι καλύτερο».
Θυμάται εκείνες τις εποχές, που ούτε καν της είχε περάσει από το μυαλό να
γράψει και αναπόφευκτα κάνει συγκρίσεις. Γιατί, από το ’93 που εμφανίστηκε ως
συγγραφέας, γνώρισε «έναν κόσμο πολύ άγριο, τον κόσμο του βιβλίου». Τότε, με
τα «θηρία» του θεάτρου και της μουσικής, τα πράγματα ήταν διαφορετικά.
«Άνοιγαν οι αγκαλιές για να σε βάλουν μέσα. Μόλις είχα βγει και άνοιξαν τις
αγκαλιές τους ο Μίκης και ο Γρηγόρης. Και ο Κακογιάννης, που είχε σκηνοθετήσει
την “Όμορφη Πόλη”, το ίδιο. Ερχόταν και μου έλεγε, θα κοιτάς κατ’ ευθείαν το
κοινό, στα μάτια θα το κοιτάς, σα να είναι ένας θεατής. Και ο Μπουρνέλλης, που
δεν με φώναζε με το όνομά μου, “σταχτοπουτάκι” με έλεγε και μωρό μου. Τώρα, με
τα βιβλία, δεν έχω ακούσει καλή κουβέντα από κανέναν. Μόνο βρίσιμο ακούω».
Πριν φθάσει, όμως, στην «Πρόβα Νυφικού», μεσολαβούν ένα σωρό πράγματα στη ζωή
της. Είναι 25 χρόνων, έχει χωρίσει ήδη με τον πρώτο της σύζυγο που είναι και
ο υπεύθυνος για τη στροφή της προς την Αριστερά και γνωρίζεται με τον
κριτικό Μηνά Χρηστίδη, που είχε ξεκινήσει και αυτός ως ηθοποιός. «Αυτός ήταν
καταπληκτικός, δεν ήταν απλώς ηθοποιός». Έρχεται η διδακτορία, φεύγει στη
Γερμανία και αποκτά τον γιο της, τον πεζογράφο Λένο Χρηστίδη. Και γίνεται
βέβαια μια πολύ περήφανη μητέρα. «Το παιδί είναι μπροστά, πετάει», λέει και
γελάει ολόκληρη. Γύρισε πίσω όταν ο Παπαδόπουλος έδωσε αμνηστία. «Γύρισα με το
παιδί, γιατί με είχε πιάσει μια τρομερή νοσταλγία. Γύρισα με ένα φύλλο πορείας
που μου επέτρεπε την είσοδο, αλλά όχι την έξοδο». Συνέχισε για λίγο ακόμη να
τραγουδάει. Με δυσκολίες, όμως, γιατί η χούντα δεν είχε πέσει ακόμη κι εκείνη
ήταν η τραγουδίστρια του Θεοδωράκη. «Μου έλεγαν, μπορείτε να τραγουδήσετε το
“Μαργαρίτα Μαργαρώ”; Έλεγα εγώ δεν είναι δικό μου. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή
την έκλεισαν την μπουάτ και σταμάτησα».
«ΔΕΝ ΞΑΝΑΓΥΡΝΟΥΣΑ»
Η μεταπολίτευση την βρήκε αποφασισμένη να τα παρατήσει. «Δεν είχα ιδιαίτερες
φιλοδοξίες. Είχα παίξει και είχα τραγουδήσει από πολύ μικρή πολύ ωραία
πράγματα, δεν μου είχαν μείνει απωθημένα. Δεν έβρισκα κανένα νόημα να βγω, μου
είχε περάσει και λίγο η λόξα. Και τα παράτησα σε μια ηλικία που άλλοι
ξεκινούν». Στράφηκε στο εμπόριο και μαζί με την αγαπημένη της αδελφή, τη
συγγραφέα παιδικών βιβλίων Μαρία Κοτοπούλη, άνοιξαν ένα μαγαζί με αντικείμενα.
Περιστασιακά έκανε και κάποιες εμφανίσεις, αλλά «με τίποτα δεν ξαναγυρνούσα πίσω».
Ώσπου φτάνει μια δύσκολη στιγμή. «Περνούσα μια πολύ δύσκολη οικογενειακή
κατάσταση. Και είχα ανάγκη να ξεφύγει το μυαλό μου, γιατί αν έχεις καταλάβει
είμαι άνθρωπος αισιόδοξος. Για να μην καθήσω, λοιπόν, να τρώγομαι και να με
τρώει η μιζέρια και η κλάψα, άρχισα να σχεδιάζω κάτι τυχαία, να γράφω κάποιες
φράσεις να κάνω τέτοιες αηδίες. Δεν ξέρω τι έκανα και ξαφνικά άρχισα να γράφω».
|
Φρέσκια-φρέσκια ηθοποιός, μόλις έχει βγει και στο τραγούδι, δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση
|
Ο πρώτος που διάβασε την «Πρόβα Νυφικού» ήταν, βέβαια, ο Μηνάς Χρηστίδης. Και
μόνο όταν εκείνος το ενέκρινε, πήρε το δρόμο για τα βιβλιοπωλεία. Αλλά αυτό
δεν έγινε από την πρώτη στιγμή. «Μιλάμε για αυστηρότητα. Σαν δάσκαλος με τον
μαθητή του. Αυτό να το ξαναγράψεις, δεν λέει τίποτα, πέτα το. Πολύ σκληρός».
Τόσο, που να την κάνει κάποια στιγμή να οπισθοχωρήσει. «Είχα θυμώσει για ένα
διάστημα και σταμάτησα να γράφω. Έλεγα, μα πώς δεν του αρέσει, αφού εγώ το
βρίσκω καλό». Αυτά, βέβαια, στο πρώτο βιβλίο. Γιατί ο «Μεγάλος Θυμός» βρήκε
την Ντόρα Γιαννακοπούλου πιο σίγουρη για τον εαυτό της. Πάει η ανασφάλεια του
άγνωστου. «Τώρα έχω την άποψή μου και ό,τι και να μου πει δεν την αλλάζω. Ας
λέει ό,τι θέλει τώρα. Έχω αποκτήσει κι εγώ εμπειρία», λέει και γελάει, γιατί
είναι φανερό ότι τον εμπιστεύεται και τη θέλει την έγκρισή του. Αλλά από την
άλλη, εμπιστεύεται και το δικό της ένστικτο, αφού αισθάνεται ως «ο πρώτος
αναγνώστης» των κειμένων της. «Διαβάζω, για παράδειγμα, ένα κομμάτι που
κανονικά πρέπει να με συγκινήσει. Αν δεν γίνει αυτό, το ξαναδουλεύω. Γιατί
ξέρω ότι, αν δεν συγκινήσει εμένα, δεν θα συγκινήσει κανέναν».
Η Ντόρα Γιαννακοπούλου γράφει για διάφορους λόγους. Ασφαλώς γιατί βρήκε έτσι
έναν τρόπο να εκφράζεται. «Παλιά δεν έγραφα ούτε γράμματα, βαριόμουν. Και
ξαφνικά ήταν σαν να είχα μαζέψει μέσα μου πράγματα και τα είχα κλείσει σε ένα
κουτάκι. Κι έπρεπε να βγουν. Άνοιξα το καπάκι και πετάχτηκαν». Αλλά και γιατί
ενδόμυχα είχε την ελπίδα ότι όλα αυτά θα τα μοιραζόταν και με άλλους, θα τα
αγαπούσε το κοινό. «Έχω ακούσει να λένε, εμένα δεν με ενδιαφέρει να κάνω μπεστ
σέλερ. Μα, τότε, για ποιον γράφουμε; Για το σπίτι; Εγώ, πάντως, δεν γράφω ένα
βιβλίο για να μείνει στο σπίτι και να το διαβάζω εγώ, ο άντρας μου και το
παιδί μου. Αυτά είναι τρελά πράγματα». Γράφει και γιατί της αρέσει να
σκέφτεται ότι μέσα από τα βιβλία της μπορεί να δώσει και χαρά. Γιατί έτσι
βλέπει το ρόλο του συγγραφέα. «Νομίζω ότι ο σκοπός είναι να γράφεις καλά
βιβλία, που ο κόσμος θα τα διαβάζει και θα χαίρεται. Δεν πιστεύω ότι ο
αναγνώστης πρέπει μέσα από τα βιβλία να διδαχθεί κάτι ντε και καλά. Το βιβλίο
είναι συντροφιά πρώτα απ’ όλα. Και μάλιστα συντροφιά συναρπαστική, όχι
πληκτική και κουραστική».
ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ
Όταν γράφει τώρα πάντως δεν ετοιμάζει κάτι άλλο το βασίλειό της είναι η
κουζίνα. Όταν, δηλαδή, έχει ολοκληρώσει την ιστορία στο μυαλό της. Γιατί η
αρχή γίνεται στην κρεβατοκάμαρα, το μεσημέρι. «Ο Μηνάς με πειράζει και μου
λέει ότι τα μυθιστορήματά μου πρέπει να τα λέω “τρεις με πέντε”. Γιατί είναι η
ώρα που ανεβαίνω στο δωμάτιο για να ξεκουραστώ. Κι όταν μου βγει μια ιστορία,
παίρνω το τετράδιό μου κι αρχίζω να γράφω. Με κάτι πολύ μικρά γραμματάκια, σαν
ψείρες, που μετά ούτε κι εγώ δεν μπορώ να τα διαβάσω, χρειάζομαι γυαλιά. Νιώθω
ότι, αν γράψω αλλιώς, χάνω χρόνο, θα φύγει από το μυαλό μου αυτό που
σκέπτομαι. Η πρώτη γραφή, λοιπόν, γίνεται έτσι, τρεις με πέντε. Κι όταν
κοντεύω να τελειώσω, αρχίζω να γράφω κανονικά». Τότε κατεβαίνει στην κουζίνα.
Απλώνει τα χαρτιά της στο τραπέζι και δουλεύει. «Στην κουζίνα μόνο, πουθενά
αλλού. Το γραφείο ούτε να το βλέπω. Δεν είναι δικό μου άλλωστε, είναι του Μηνά».
ΤΙ ΚΡΙΜΑ…
Τι θα ‘θελε τώρα; Να συναντούσε αυτούς τους χιλιάδες που πήραν το βιβλίο της.
«Να είχα μια τεράστια αγκαλιά να τους έβαζα μέσα». Και θυμάται μια σκηνή για
την οποία κατηγορεί τον εαυτό της: «Πάνω στον πάγκο ενός βιβλιοπωλείου ήταν η
“Πρόβα Νυφικού”. Και βλέπω ένα αγόρι γύρω στα 18, να έχει ακουμπήσει το χεράκι
του πάνω στο εξώφυλλο και να το χαϊδεύει. Μ’ έπιασε ένα πράγμα, σαν να χάιδευε
εμένα. Και δεν πήγα να του μιλήσω. Σηκώθηκα κι έφυγα, έπαθα έναν πανικό ο
βλάκας και δεν του είπα εγώ είμαι αυτή, ντράπηκα. Τι κρίμα»…
|
Την εποχή που καθιερωνόταν ως τραγουδίστρια του Μίκη Θεοδωράκη
|
ΟΤΑΝ ΤΑ βάζει κάτω, για να αποτιμήσει τι κέρδισε και τι έχασε από την επιτυχία
των βιβλίων της, για ένα πράγμα είναι σίγουρη: «Εγώ, από αυτή την ιστορία
κέρδισα δύο φίλους». Κι αυτοί οι δυο φίλοι είναι ο Κώστας Κουτσομύτης και η
γυναίκα του Ρένα «η οποία είναι ζάχαρη». Γνωρίστηκαν όταν ο σκηνοθέτης
ζήτησε την «Πρόβα Νυφικού» για την τηλεόραση. Και από τότε έδεσαν. «Τώρα
διάλεξε ξανά το δικό μου βιβλίο, τον “Μεγάλο Θυμό”. Εμένα, όμως, εκείνο που με
συγκινεί είναι το ότι είμαστε φίλοι. Που βγαίνουμε, που μιλάμε, που
τσακωνόμαστε. Αυτό χαίρομαι».
Το νιώθει σημαντικό αυτό, γιατί ξέρει πολύ καλά ότι «με τα βιβλία όχι μόνο δεν
κάνεις, αλλά μπορεί να χάσεις φίλους». Γιατί «εγώ που πέρασα και από το
τραγούδι και από το θέατρο και από τον κινηματογράφο, τόση αγριότητα όση στο
χώρο του βιβλίου, δεν βρήκα πουθενά». Είναι η μοναδική στιγμή αυτής της
κουβέντας που η Ντόρα Γιαννακοπούλου αφήνει να βγει από μέσα της πίκρα και
θυμός. «Ας πούμε, είσαι αθλητής και κάνεις μια επιτυχία. Αμέσως θα σε
δοξάσουν, θα σου κάνουν χίλιες δυο τιμές. Είσαι συγγραφέας. Κάνεις ρεκόρ στις
πωλήσεις, αμέσως να σε στείλουν στα άδυτα, στα Τάρταρα. Μα, είναι τόσο κακό να
κάνεις μπεστ σέλερ;» Ξεσπάει, γιατί νιώθει ότι οι κριτικές δεν ήταν δίκαιες
μαζί της. Τις δέχθηκε «σαν ψυχρολουσία» και μάλιστα με αφορμή το σίριαλ και
όχι την έκδοση του βιβλίου της. «Δεν γράφτηκε απλώς μια γνώμη, ότι το βιβλίο
είναι κακό ή καλό. Εμένα με έβρισαν. Στα καλά καθούμενα. Φαίνεται ότι η
επιτυχία ενεργοποιεί το δηλητήριο στο φίδι που κρύβουμε στον κόρφο μας. Και
λέω “μας”, δεν βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω, δεν κάνω την καλή».
Πέρασε κι αυτό, το συνήθισε, έστω κι αν την πλήγωσε. Τώρα, όμως, έχει άλλες
φούριες. Το μυαλό της είναι στα γυρίσματα του «Μεγάλου Θυμού». Της αρέσει να
βλέπει τους ήρωές της να παίρνουν σάρκα και οστά, να ζωντανεύουν στα πρόσωπα
των ηθοποιών. Τόσο, που μετά δεν μπορεί να σκεφτεί τα βιβλία της ανεξάρτητα
από αυτά τα πρόσωπα. «Είμαι στα γυρίσματα κι εγώ. Δεν συμμετέχω. Παρακολουθώ
σαν θεατής. Και το απολαμβάνω». Απολαμβάνει, άλλωστε, τη συνεργασία με τον
Κουτσομύτη, τον εμπιστεύεται απόλυτα στις επιλογές του. «Ο Κώστας έχει ένα
αισθητήριο για τους ηθοποιούς, ξέρει πώς να τους βάλει μέσα στο ρόλο. Γι’ αυτό
δεν έχει σημασία ακόμη κι αν εγώ πω κάποια στιγμή ότι ο τάδε δεν μου αρέσει.
Γιατί αυτός τον βλέπει στον ρόλο του. Δουλεύει με εικόνα και χρώματα, με
διαφορετικά πράγματα από μένα. Γι’ αυτό δεν έχω κανένα πρόβλημα με τον Κώστα.
Βέβαια, έπεσα και στην καλύτερη περίπτωση. Στο είπα, εγώ είμαι τυχερή γενικώς».






![Δημόσιο Χρέος: Γιατί «κατεβάζει» την παραγωγικότητα στην Ελλάδα [γραφήματα]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/12/debt-600x352.jpg)




