Παρακαλώ τους αναγνώστες αυτής της στήλης να αντιμετωπίσουν το σημερινό

κομμάτι ως ένα είδος ευχής για την καινούργια χρονιά. Η ευχή έχει αποδέκτη το

κοινό και τα media ­ ένα δίδυμο αναπόσπαστα συνδεδεμένο και διαδρόν.

Στόχος της η εκλογίκευση, ο «εξανθρωπισμός» της βίας ­ αν μου επιτρέπεται η

έκφραση.

Το κοινό πρέπει να απαιτήσει και τα media οφείλουν να μας προσφέρουν ένα

αυτονόητο ­ πλην φοβερά δυσεύρετο ­ αντίδοτο στο δηλητήριο της βίας:

περισσότερο φως.

Το 1997 άφησε πίσω του οδυνηρά και αιματηρά ίχνη.

Υπήρξε ένας χρόνος που τίμησε παρά φύσιν τη σκοτεινή όψη της ανθρώπινης εμπειρίας…

Θα σας θυμίσω μόνο δύο περιπτώσεις.

17 Νοεμβρίου: Εξήντα οκτώ νεκροί τουρίστες στον αρχαιολογικό χώρο του Λούξορ.

Τα δελτία γέμισαν φορεία και τρόμο. Γέμισαν δηλώσεις τουριστών με σορτσάκια

που δεν κατάλαβαν από πού τους βρήκε το κακό.

Προς στιγμήν ταυτιστήκαμε μαζί τους. Ο θάνατος κρυμμένος πίσω από την

ξεγνοιασιά είναι ο εφιάλτης όλων μας. Νιώσαμε ασφαλέστεροι στο σαλόνι μας.

Ακούσαμε προσεκτικά όλα τα απανωτά έκτακτα δελτία και διαβάσαμε με προσοχή την

εφημερίδα μας.

Αλλά φοβάμαι πως δεν βγάλαμε κανένα χρήσιμο συμπέρασμα πέραν του κλασικού

μικροαστικού «τέρμα οι κρουαζιέρες στον Νείλο»!

Όμως τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι ταξιδιωτικά γραφεία.

Δεν θέλουμε απ’ αυτά ταξιδιωτικές οδηγίες. Θέλουμε να μάθουμε τι στην ευχή

είναι η οργάνωση Γκαμάα αλ Ισλαμίγια και γιατί σκοτώνει.

Θέλαμε να μας πληροφορήσουν πώς λειτουργούν οι δημοκρατικοί θεσμοί στην

Αίγυπτο, ποια είναι η θέση των ισλαμιστών στο σύστημα και γιατί έχουν ­ στον

βαθμό που έχουν ­ μαζική απήχηση.

Το ίδιο θέλαμε να μάθουμε και για τους απανωτούς νεκρούς της Αλγερίας.

Τι είναι αυτοί οι φανατικοί ισλαμιστές; Τρελοί, τέρατα, απελπισμένοι παρίες

του συστήματος ή όλα μαζί; Εν ολίγοις θέλαμε να μας βοηθήσετε να σκεφθούμε,

όχι να φοβηθούμε…

Ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή.

Η βία είναι πράγματι αναπόφευκτη. Όλα τα πολιτικά μορφώματα είναι μορφώματα

βίας, λέει ο Max Weber. Το βίαιο κοινοτικό πράττειν είναι κατά αυτονόητο τρόπο

κάτι αρχέγονο. Από την οικογένεια μέχρι το κόμμα, κάθε κοινότητα προσέφευγε

πάντα στη φυσική βία, όποτε έπρεπε ή μπορούσε, για να διαφυλάξει τα συμφέροντα

των μελών της.

Εφόσον λοιπόν είναι μια φυσική παράμετρος της ζωής μας ως κοινωνικών όντων, θα

μου πείτε, αποκλείεται να την αποφύγουμε, πρέπει να μάθουμε να ζούμε μ’ αυτή.

Θα συμφωνήσω, αλλά υπό έναν όρο. Να μπορούμε να κατανοούμε κάθε φορά το γιατί

ξεσπάει.

Να μας δίνονται τα στοιχεία, να προτείνονται ερμηνευτικά εργαλεία, ώστε να

μπορέσουμε να αξιολογήσουμε και συνεπώς να αξιοποιήσουμε συλλογικά κάθε

«αναπόφευκτο» αιματοκύλισμα.

Αυτός άλλωστε είναι και ο ρόλος των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Όχι να μας αφήνει έκθετους και αμήχανους ανάμεσα σε ονόματα και αριθμούς

νεκρών. Αυτό είναι το εύκολο κομμάτι. Εμείς απαιτούμε το δύσκολο, αλλά

δημιουργικό: τα αίτια θέλουμε να δούμε, όχι τα χυμένα μυαλά στα πεζοδρόμια.

Η γνώση είναι δύναμη, λέει το παλιό ρητό, ενώ τα μυαλά στα πεζοδρόμια απλώς

συσκοτίζουν τα δικά μας μυαλά. Αποτέλεσμα;

Ο μιθριδατισμός. Μετά τους πρώτους εκατό «αναίτια» νεκρούς θ’ αλλάζουμε κανάλι

και θα παρακολουθούμε τα καλλιστεία του Antenna αντί για το μαύρο δελτίο

ειδήσεων.

Και από τις εφημερίδες θα διαβάζουμε τα ζώδια ελπίζοντας να φύγει γρήγορα ο

Κρόνος από τον τομέα των ελληνοτουρκικών…

Υ.Γ.: Η ευχή απευθύνεται κυρίως στον Τύπο. Η τηλεόραση είναι από τη φύση της

δέσμια της εικόνας και της γρήγορης συναισθηματικής αντίδρασης. Η διαδικασία

της σκέψης, ο λόγος, χρειάζεται χρόνο και μόνο οι εφημερίδες που δεν μιμούνται

την τηλεόραση μπορούν να τον διαθέσουν. Αυτός άλλωστε είναι και ο μόνος λόγος

για να επιζήσουν στο μέλλον.

Η Λένα Διβάνη είναι επίκουρος καθηγήτρια της Διπλωματικής Ιστορίας στη

Νομική Σχολή Αθηνών.