Η πορεία της στο αυθεντικό λαϊκό τραγούδι έκλεισε φέτος τα 60 χρόνια. Η

Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η αρχόντισσα του πάλκου και της δισκογραφίας, νίκησε

τον πανδαμάτορα χρόνο. Έζησε όλες τις εποχές με τις εξελίξεις του ελληνικού

τραγουδιού. Άρχισε να ηχογραφεί με βακελίτη (πλάκες γραμμοφώνου 78 στροφών),

πέρασε στις 45 στροφές με τα αθάνατα δισκάκια, συνέχισε με τα Long Play (33

στροφές) και τώρα ηχογραφεί λέιζερ (CD). Και δεν είναι μόνο αυτό. Σήμερα

πραγματοποιεί νυχτερινές εμφανίσεις στο λαϊκό πάλκο και χειροκροτείται. Η

Ιωάννα Γεωργακοπούλου, που συνυπήρξε με τα ιερά τέρατα του ρεμπέτικου

(Στελλάκη Περπινιάδη, Μάρκο, Στράτο, Τσαουσάκη, Τσιτσάνη, Χιώτη, Μητσάκη,

Μπέμπη, Γούναρη και τόσους άλλους), φορτωμένη με επιτυχίες και αναμνήσεις 60

χρόνων, αποκαλύπτει στα «ΝΕΑ» ότι ο ήρωας του θρυλικού τραγουδιού της «Τρελλός

Τσιγγάνος» ήταν υπαρκτό πρόσωπο και αντάρτης του ΕΛΑΣ.


Η σκέψη της γυρίζει, συνεχώς, στα παλιά, τα ευτυχισμένα χρόνια της ζωής της

και του λαϊκού τραγουδιού. Θυμάται με πολλή συγκίνηση, όταν ανέβηκε το πρώτο

σκαλοπάτι και στάθηκε μπροστά στο μικρόφωνο, στο στούντιο της Columbia στη

Ριζούπολη. Ήταν κορίτσι 16 χρόνων. Με θάρρος άρχισε να τραγουδά τη «Σμυρνιά»

του Βέλλα και τη «Χριστίνα» του Σέμση. Τα δύο πρώτα τραγούδια της.

Η βυσσινί ετικέτα που κόλλησαν στο κέντρο του δίσκου των 78 στροφών, έγραφε τ’

όνομά της: ΙΩΑΝΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ. Άνοιξη 1938. Ποιο κορίτσι στην ηλικία της

δεν θα ‘θελε, στ’ αλήθεια να πάρει το χρίσμα της λαϊκής τραγουδίστριας! Η

μικρή Ιωάννα, μόλις τελείωσε τις ηχογραφήσεις των δύο πρώτων τραγουδιών της,

έπεσε στην αγκαλιά της μητέρας της και του μεγαλύτερου αδελφού της Γιώργου,

που την περίμεναν έξω από το στούντιο της Ριζούπολης για να της δώσουν συγχαρητήρια.

Έχουν περάσει 60 χρόνια από τότε. Χρόνια δύσκολα, ταραγμένα, αλλά και χρόνια

ευτυχισμένα με επιτυχίες μεγάλες. Εκατοντάδες σελίδες από το βιβλίο της ζωής

της συγκρατεί στη σκέψη της και αφηγείται με θαυμαστό τρόπο, σήμερα γιαγιά με

δισέγγονα, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου.

Η ερμηνεύτρια – σύμβολο για το λαϊκό τραγούδι. Μία από τις ιστορικές μορφές,

ένας μύθος του ρεμπέτικου και της λαϊκής μας μουσικής. Φορτωμένη με 1.000 και

πλέον τραγούδια, που σημάδεψαν επί δεκαετίες την ελληνική μουσική

πραγματικότητα και τα τραγουδάμε μαζί της μέχρι σήμερα. Γιατί η Ιωάννα

Γεωργακοπούλου δεν το βάζει κάτω.

Με δύναμη νεανική και αδάμαστη ψυχολογία βγαίνει στο πάλκο και ερμηνεύει τις

αθάνατες επιτυχίες της. Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου είναι η τραγουδίστρια της

θρυλικής «Γερακίνας», της «Ψαροπούλας» και εκατοντάδων τραγουδιών, των Τούντα,

Σέμση, Γκόγκου, Τσιτσάνη, Χιώτη, Μητσάκη, Παπαϊωάννου, Γούναρη και άλλων

κλασικών του ρεμπέτικου, του νησιώτικου, αλλά και του ελαφρού ρεπερτορίου. Ένα

γεγονός, πάντως, που κάνει υπερήφανη τη δημοφιλή τραγουδίστρια είναι ότι η

ίδια έχει γράψει στίχους και μελωδίες λαϊκών τραγουδιών («Τρελέ τσιγγάνε», «Σ’

αγαπώ», «Φυσάει ο μπάτης», «Εξωτικές σειρήνες»).

ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Σ’ ένα μικρό γραφείο παλιού αρχοντικού, όπου στεγάζεται το ρεμπέτικο στέκι

«Απτάλικο», η Ιωάννα Γεωργακοπούλου ξετυλίγει τις αναμνήσεις της:

«Γεννήθηκα στον Πύργο της Ηλείας και σε ηλικία 2 χρόνων έχασα τον πατέρα μου.

Η οικογένειά μου ήρθε στην Αθήνα. Η μητέρα μου, δύο αδέλφια και μία αδελφή μου

εγκατασταθήκαμε σ’ ένα σπίτι στα Θυμαράκια, επί της Λιοσίων.

Τα χρόνια ήταν δύσκολα. Η μητέρα μου εργαζόταν σαν παραδουλεύτρα όπου έβρισκε,

για να μας εξασφαλίσει το καθημερινό φαγητό. Όταν έφτασα τα 8 μου χρόνια και

πήγαινα στο Δημοτικό Σχολείο στον Άγιο Μελέτιο, συμμετείχα στην παιδική

χορωδία του Αγίου Παύλου.

Ψέλναμε τις Κυριακές και τις γιορτές. Εμένα μου άρεσαν πολύ οι ψαλμωδίες, τα

τροπάρια και ανέβαινα και στο ψαλτήρι».

Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου μας επισημαίνει, σ’ αυτό το σημείο, ότι πολλοί λαϊκοί

τραγουδιστές και τραγουδίστριες της προπολεμικής περιόδου (αλλά και αργότερα)

ξεκίνησαν από το ψαλτήρι και το θεωρούσαν το πρώτο τους σχολείο, για τον απλό

λόγο ότι υπάρχει άμεση σχέση της βυζαντινής μουσικής με το λαϊκό μας τραγούδι.

Μεταξύ των αγοριών της χορωδίας του Αγίου Παύλου ­ θυμάται η Ιωάννα

Γεωργακοπούλου ­ ήταν και ο μικρός αδελφός της τραγουδίστριας του ελαφρού

ρεπερτορίου Αγγέλας Λυκιαρδοπούλου (κόρης ανώτατου αξιωματικού) που εκείνη την

εποχή τραγουδούσε στη Μάντρα του Αττίκ.

Το μεσημέρι μιας φθινοπωρινής Κυριακής, μετά τη λειτουργία στον Άγιο Παύλο, η

Ιωάννα (που έχει συμπληρώσει 6ετή θητεία στη χορωδία αυτής της ενορίας)

βρέθηκε στο σπίτι της Λυκιαρδοπούλου. Εκείνη με την κιθάρα της έπαιζε

τραγούδια της εποχής και η Ιωάννα τραγουδούσε. Όταν τελείωσαν, η Αγγέλα της

είπε: «Η ηλικία σου είναι μικρή αλλά η φωνή σου μεγάλη! Δεν κάνει, όμως, για

ελαφρά τραγούδια. Θα μπορούσες θαυμάσια να τραγουδήσεις λαϊκά. Εκεί πιστεύω

πως θα κάνεις θαύματα». Και από εκείνη τη στιγμή ανοίγει ο δρόμος του λαϊκού

τραγουδιού για τη μικρή Ιωάννα των Θυμαρακίων:

«Από τη Λυκιαρδοπούλου πήγα στον συνθέτη και μαέστρο Γιάννη Βέλλα. Έκανα

πρόβες κοντά ένα χρόνο. Επειδή ήμουν μικρή, με πηγαινόφερνε από το σπίτι μας

στην Ομόνοια (στο σπίτι του Τριανταφυλλίδη) η μητέρα μου, η Ελευθερία, που

όλοι τη σέβονταν τότε στον χώρο του τραγουδιού. Με τον Βέλλα μπήκα στο

στούντιο και έγραψα τα δύο πρώτα χασάπικα «Σμυρνιά» και «Χριστίνα»».

ΝΕΟΣ ΓΟΛΓΟΘΑΣ

Ενώ όλα έδειχναν ότι ο δρόμος προς την επιτυχία ανοιγόταν διάπλατα για τη

μικρή Ιωάννα, ένα πλαφόν σκίασε τα όνειρα και τις ελπίδες της νεαρής ­ τότε ­

Γεωργακοπούλου. Η φωνή της άρεσε, τα δύο τραγούδια ήταν ωραία, αλλά η εταιρεία

Columbia έβαζε όρο, ότι για να κάνει ο τραγουδιστής ή η τραγουδίστρια τις

επόμενες ηχογραφήσεις, έπρεπε να πουλήσει πάνω από 1.000 δίσκους. Και εδώ

αρχίζει ένας νέος γολγοθάς για την τραγουδίστρια και τη μητέρα της Ελευθερία,

η οποία όταν τελείωνε τις δουλειές σε ξένα σπίτια (μπουγάδες, καθάρισμα και

πλύσιμο των σκαλιών), παρ’ ό,τι ήταν κατάκοπη, γέμιζε μια τσάντα με πλάκες

γραμμοφώνου της κόρης της και πήγαινε πόρτα-πόρτα και μαγαζί-μαγαζί για να

τους πουλήσει. Κατάφερε και ξεπέρασε τα 1.000 κομμάτια. Όμως, μάνα και κόρη,

ύστερα από αυτή την επιτυχία των πωλήσεων, μάταια περίμεναν να τους καλέσει η

εταιρεία για να συνεχίσει η Ιωάννα τις ηχογραφήσεις. Τότε πληροφορήθηκαν ότι ο

Δημήτρης Σέμσης ή Σαλονικιός, αυτός ο μεγάλος μουσικός, εκφράσθηκε με όχι καλά

λόγια για τη Γεωργακοπούλου: «Τι να το κάνουμε αυτό το γατί…», είπε. Είχε

πάρει αφορμή από το γεγονός ότι στα δύο πρώτα τραγούδια η φωνή της ήταν πρίμα,

λόγω της μικρής ηλικίας της.

ΝΕΕΣ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΕΙΣ

Το σκηνικό, όμως, άλλαξε ξαφνικά. Η κυρία Ελευθερία ειδοποιήθηκε από την

Columbia να πάει με την κόρη της στα γραφεία της εταιρείας, στην οδό Λυκούργου

στα Χαυτεία. Έπειτα από μία συζήτηση με τους υπεύθυνους τεχνικούς, άρχισαν

πρόβες και στη συνέχεια νέες ηχογραφήσεις:

«Στα τέλη του 1938, ηχογραφώ τα τραγούδια του Τούντα, «Τα τσόκαρά σου φόρεσε»,

«Ατσιγγάνα Μανταλένα», «Τομπουρλίκα» με τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Στέλιο

Κηρομύτη και αμέσως μετά ένα τραγούδι που μου έγραψε ο Νίκος Γούναρης «Μπρος

στον Άγιο Σπυρίδωνα». Τώρα, λοιπόν, πατάω σταθερά, γιατί η δεύτερη μεγάλη

παρτίδα των τραγουδιών μου γίνονται επιτυχίες και πουλούν χιλιάδες δίσκους».

Οι αποδοχές από τη δισκογραφία ­ προπολεμικά ­ είναι κάτι παραπάνω από

ικανοποιητικές για την Ιωάννα, η οποία το πρώτο πράγμα που σκέφθηκε ήταν ν’

ανταποδώσει στη μητέρα της Ελευθερία τις θυσίες που έκανε γι’ αυτήν, μέχρι να

σταθεροποιηθεί στην τόσο δύσκολη δουλειά της. Ένα μεσημέρι, που είχε πληρωθεί

(ποσοστά) από την εταιρεία, γύρισε στο σπίτι και της είπε: «Μάνα, από σήμερα

σταματάς το ξενοδούλεμα και τις μπουγάδες».

Η ζωή της οικογένειας αλλάζει, ασφαλώς προς το καλύτερο. Για την Ιωάννα

Γεωργακοπούλου, στα τέλη του 1939, έχει ήδη αρχίσει ν’ ανοίγεται ο μεγάλος

δρόμος προς τη δόξα και την επιτυχία. Ενώ οι ηχογραφήσεις πληθαίνουν και οι

επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη, η Ιωάννα κάθεται για πρώτη φορά (και

είναι η πρώτη τραγουδίστρια που το τολμά) στο πάλκο του κέντρου «Δάσος» στον

Βοτανικό με Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Παγιουμτζή, Καλλέργη και Τουρκάκη.

Ένα χρόνο αργότερα, εμφανίζεται στην «Όαση» στο Περιστέρι, με Μανώλη Χιώτη,

Στεφανάκη Σπιτάμπελο, Σπαγαδώρο, Γοζαδίνο.


Με τον Βασίλη Τσιτσάνη, στις αρχές του 1950. Επιτυχίες, αγάπες, κόντρες,

δόξες, μεγαλεία

«»Ο ΤΡΕΛΛΟΣ Τσιγγάνος» ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ήταν αντάρτης του ΕΛΑΣ, που

αγωνίστηκε κι αυτός για την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τους Γερμανούς

κατακτητές. Δυστυχώς, όμως, πλήρωσε με τη ζωή του. Εκτελέστηκε από τα Ες-Ες.

Ήταν ο αληθινός ήρωας του τραγουδιού που έγραψα στα τέλη του 1943». Η Ιωάννα

Γεωργακοπούλου αποκαλύπτει, για πρώτη φορά, την ιστορική λεπτομέρεια του

τραγουδιού, που από τότε που γράφτηκε προκάλεσε κόντρες με τον αξέχαστο λαϊκό

βάρδο, τον Βασίλη Τσιτσάνη, αντεγκλήσεις και πολλές συζητήσεις. Λέει επίσης:

«Ο Τσιτσάνης τό ‘παιξε με το μπουζούκι του και συμπλήρωσε την εισαγωγή πάνω

στη δική μου μελωδία. Αργότερα, ο Μάνος Χατζιδάκις, που έγραψε τη μουσική για

τη θρυλική ταινία «Στέλλα» και συνεργάστηκε με τον Τσιτσάνη στο τραγούδι

«Αγάπη πού ‘γινες δίκοπο μαχαίρι», χρησιμοποίησε πάλι τη μελωδία του «Τρελλού Τσιγγάνου».

Η Γεωργακοπούλου, όταν θυμάται τον αληθινό ήρωα του θρυλικού τραγουδιού,

δακρύζει. Δεν θέλει να πει άλλα λόγια, εκτός μία κουβέντα: «Ήταν όμορφος και

ρομαντικός». Και άρχισε να ψιθυρίζει τα λόγια:

«Τρελλέ Τσιγγάνε, για πού τραβάς

μέσα στη νύχτα μόνος πού πας

ο χωρισμός σου είναι καημός

μέσ’ στην καρδιά μου παντοτινός

Μη φεύγεις μόνος και βιαστικός

σαν να ‘σουν ξένος περαστικός

σκλάβα σου μ’ έχεις παντοτινά

πάρε κι εμένα στα μακρυνά

Τρελλέ Τσιγγάνε τι με κοιτάς

έρημη μόνη με παρατάς

πάμε Τσιγγάνε πριν την αυγή

θα ‘ρθω μαζί σου και όπου βγει».

Ως φυσική δημιουργός του τραγουδιού, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου παίρνει σήμερα τα

ποσοστά απ’ αυτές τις μελωδίες και, όπως θυμάται, ο Βασίλης Τσιτσάνης λίγο

πριν από το 1970 τής είχε προτείνει να της δώσει έναν δίσκο L.Ρ. με 12

τραγούδια του, με αντάλλαγμα να κρατήσει ο ίδιος την παλιά πλάκα 78 στροφών,

με τον «Τρελλό Τσιγγάνο» και το «Φυσάει ο Μπάτης», που ήταν τραγούδια της

Ιωάννας. Εκείνη, όμως, αρνήθηκε και του είπε: «Άκουσε Βασίλη μου, σ’ αγαπώ, σ’

εκτιμώ, σε παραδέχομαι, αλλά, όπως έχεις εσύ την ιστορία σου, έχω κι εγώ τη

δική μου. Ο «Τσιγγάνος» και ο «Μπάτης» είναι δικά μου τραγούδια, δικά μου

παιδιά, και δεν τα δίνω».

Παρά την κόντρα της με τον Τσιτσάνη, η Γεωργακοπούλου λέει πάντα καλά λόγια

και σήμερα υποστηρίζει ότι ο μεγάλος λαϊκός βάρδος αντιστάθηκε και πάλεψε με

τη γνήσια μουσική του σε μια δύσκολη εποχή που κυριάρχησαν (ευτυχώς για λίγο)

οι αντιγραφές από την ινδική και την αραβική μουσική: «Ο Τσιτσάνης μαζί με

τους Χιώτη, Παπαϊωάννου και Μητσάκη κράτησαν το λαϊκό μας τραγούδι γνήσιο

ελληνικό, τη στιγμή που άλλοι «συνθέτες» θησαύριζαν, πλασάροντας για λαϊκή

μουσική ινδικές και αραβοτουρκικές μελωδίες».

Το 1950 η Ιωάννα Γεωργακοπούλου βρίσκεται στη Νέα Υόρκη να τραγουδά με τον

Νίκο Γούναρη στο (Grisian Garden) Αθηναϊκή γωνιά. Όταν ο Νίκος Γούναρης

αρρωσταίνει και δεν μπορεί να εργαστεί, η Ιωάννα απαιτεί να βγάζουν το πρωί

από τη χαρτούρα μερτικό και για τον Νίκο Γούναρη.

Αυτή η στάση της Ιωάνννας συνεχίζεται σε όλη της την πορεία. Πάντα θέλει να

βοηθάει όσο μπορεί συναδέλφους της που έχουν κάποιο πρόβλημα. Είναι πρόθυμη

αφιλοκερδώς να τραγουδήσει, και το έχει κάνει πολλές φορές για ανήμπορους

συναδέλφους της.


Με τον αξέχαστο τροβαδούρο Νίκο Γούναρη στην Αμερική, όπου τραγουδούσαν

στο ίδιο κέντρο

«ΑΦΙΕΡΩΝΩ με την ψυχή μου την αποψινή βραδιά στους νέους και τις νέες που

ήρθαν εδώ να ακούσουν αυθεντικά λαϊκά τραγούδια», έλεγε η Ιωάννα

Γεωργακοπούλου πριν αρχίσει να τραγουδά από το πάλκο του «Απτάλικου», όπου τη

συνόδευε ο Γιάννης Λεμπέσης με την ορχήστρα του. Και τόνισε: «Χαίρομαι να

βλέπω τέτοια παιδιά – διαμάντια που δείχνουν τόση αγάπη στο λαϊκό τραγούδι.

Μακάρι να είστε πάντα κοντά μας και με κάθε ειλικρίνεια κάνω μία παράκληση:

«Μακριά από τα φονικά ναρκωτικά»». Ύστερα απ’ αυτά τα λόγια, άρχισαν τα όργανα

και τα τραγούδια. Είχε τόση διάθεση η Γεωργακοπούλου, που κάθε λίγο ο κόσμος

σηκωνόταν από τις καρέκλες και χειροκροτούσε. Τραγούδησε την «Ψαροπούλα», «Στ’

ορκίζομαι στο κύμα», τη «Γερακίνα», το «Κομπολογάκι», «Αργοσβήνεις μόνη»,

«Ψιλή βροχούλα έπιασε», «Νύχτες μαγικές», «Τρελλέ τσιγγάνε» κι άλλα πολλά.

«Θα τραγουδώ μέχρι τη στερνή μου ώρα. Ακόμη και στο σπίτι μου, όταν μένω μόνη,

τραγουδώ παλιά τραγούδια μου κι ό,τι μου ‘ρθει εκείνες τις στιγμές.

Τα τελευταία 15 χρόνια η Ιωάννα Γεωργακοπούλου εμφανίζεται σε συναυλίες και σε

μικρά κέντρα, όπου φωλιάζει το κλασικό ρεμπέτικο και το αυθεντικό λαϊκό

τραγούδι. Συνεργάζεται μ’ έναν πιστό του ρεμπέτικου τραγουδιού, σήμερα, τον

Γιάννη Λεμπέση, που παίζει μπουζούκι και γράφει και δικά του τραγούδια.

Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου τον εκτιμά ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη. Λέει: «Τον

ξεχωρίζω, γιατί στο παίξιμό του και στα τραγούδια του κυριαρχεί το ύφος και το

χρώμα του γνήσιου λαϊκού τραγουδιού. Γι’ αυτό προτιμώ να με συνοδεύει με το

μπουζούκι του τα τελευταία χρόνια. Ο Λεμπέσης γράφει και όμορφα τραγούδια. Το

κομμάτι του «Η σπίθα γίνεται φωτιά» είναι ένα πολύ ωραίο ζεϊμπέκικο».

Φορτωμένη με χιλιάδες αναμνήσεις η Ιωάννα Γεωργακοπούλου σήμερα είναι

ευκατάστατη και ζει άνετα σ’ ένα διαμέρισμα στην οδό Σωζοπόλεως 7. Κοντά της

ζουν και τη συντροφεύουν οι δύο κόρες της, Ειρήνη και Μαρία, τα τρία εγγόνια

της, Ευάγγελος, Σπύρος και Μαρία, και τα τρία δισέγγονά της, Μαρία, Γεωργία

και Σπύρος.

Τα καλοκαίρια και τις γιορτές πηγαίνει στο Λουτράκι για να ξεκουράζεται, ενώ

εκεί ικανοποιεί κι ένα μεγάλο χόμπι της: το κολύμπι, γιατί όπως λέει

χαρακτηριστικά, «το κολύμπι είναι υγεία και η θάλασσα είναι μία από τις

μεγάλες αδυναμίες της ζωής μου».

Στο Λουτράκι η Ιωάννα αναπολεί (ανάμεσα στα τόσα γεγονότα που έζησε) τις

συνεργασίες της με τον Μανώλη Χιώτη και τις διηγείται πολύ συχνά σε συγγενείς

και φίλους της: «Χρόνια ολόκληρα δίπλα στον Μανώλη Χιώτη αισθανόμουν μια

σιγουριά.

Γιατί στον χαρακτήρα του συνδύαζε τις αρετές και τα προτερήματα του καλλιτέχνη

και του καλού ανθρώπου. Ήταν λεβέντης με όλη τη σημασία της λέξης.

Κοντά στον Χιώτη όμως η Γεωργακοπούλου θυμάται με συγκίνηση και θαυμασμό έναν

άλλο δεξιοτέχνη του μπουζουκιού ­ που τον ζήλευαν ακόμη και ο Χιώτης με τον

Τσιτσάνη ­ τον Δημήτρη Στεργίου ή Μπέμπη:

«Αυτός ήταν υπέροχος. Ο Παγκανίνι του μπουζουκιού. Έτσι τον αποκαλούσαν όλοι

οι μεγάλοι: Μάρκος, Χιώτης, Τσιτσάνης, Μητσάκης, Παπαϊωάννου.

Χάθηκε πολύ νέος από το ποτό. Σε μια κουβέντα που είχαμε, μου είχε πει:

«Ιωάννα, μην προσπαθείς να μου δώσεις ελπίδες. Είμαι ξεγραμμένος». Είχε πάρει

δρόμο χωρίς επιστροφή. Κρίμα τέτοιο παιδί, τέτοιος καλλιτέχνης…».