Γιώργος Δεληκάρης. Στα «ΝΕΑ» τότε και τώρα…

ΟΛΟΙ εμείς που μεγαλώσαμε με τον Γιώργο Δεληκάρη, που τον θαυμάσαμε να θωπεύει

την μπάλα, να την τιθασεύει και να μας χαρίζει ανεπανάληπτες στιγμές,

αισθανθήκαμε ένα κενό όταν, στις 19 Οκτωβρίου 1981, σταμάτησε το ποδόσφαιρο.

«Τι θα γίνουμε τώρα; Πού και πότε θα ξαναβρούμε άλλον Δεληκάρη;» λέγαμε. Και μελαγχολούσαμε.

Πού να ξέραμε ότι και ο ίδιος τότε δεν ήθελε να σταματήσει την μπάλα, την

αγαπούσε κι έκλαιγε κάθε φορά που σκεπτόταν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες

απάτησε τη μεγάλη ερωμένη του…

Διότι για τον Δεληκάρη η μπάλα ήταν ερωμένη, ήταν μέσο που τον βοηθούσε να

επικοινωνήσει με τις πλατιές λαϊκές μάζες. Ο Δεληκάρης έπαιζε για τον κόσμο.

Και έπαιζε όποτε ήθελε αυτός! «Όταν είχα τσακωθεί με κάποιον παράγοντα έπαιζα

δέκα λεπτά για τον κόσμο, που είχε πληρώσει εισιτήριο και δεν έπρεπε να φύγει

παραπονεμένος, και τα υπόλοιπα ογδόντα λεπτά δεν έκανα τίποτα. Με αυτόν τον

τρόπο τιμωρούσα την αλαζονεία τού κάθε παράγοντα, του κάθε παρείσακτου στον χώρο»…

ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΩΡΙΜΟΣ


Ο Νίκος Κουρμπανάς, ο Γιάννης Μαλέας και ο Γιώργος, στην ταβέρνα του

Δεληκάρη, στο Χατζηκυριάκειο

Ο Δεληκάρης σήμερα είναι 46 ετών. Διατηρεί όλη τη γοητεία τού εφήβου που

ξετρέλαινε τα κορίτσια τη δεκαετία του ’70 και ταυτόχρονα τα γκρίζα μαλλιά και

μούσια τού δίνουν μια ωριμότητα, μια στωικότητα, που δύσκολα συναντάς σε

άνθρωπο και ιδιαίτερα ποδοσφαιριστή.

Η γνωριμία μας με τον Δεληκάρη ξεκίνησε άσχημα: όνειρο ζωής ήταν μια

συνέντευξη μαζί του και η ανυπομονησία, το πάθος να μάθω, ν’ ακούσω, να μη

χάσω λέξη από τον άνθρωπο που υπήρξε θεός στην εποχή του, με οδήγησε σε ένα

ολίσθημα. Έβγαλα μαγνητόφωνο για πρώτη φορά στη ζωή μου! Κι εκείνος είπε

κοφτά: «Τι είναι αυτό; Εσύ προχώρησες πολύ! Μια φιλική συζήτηση θα κάνουμε.

Κλείστο αμέσως σε παρακαλώ.

Θα ‘θελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Δεκαεπτά χρόνια κυνηγούσα αυτή τη

συνάντηση, τη συζήτηση, τη συνέντευξη με τον μύθο του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Και τα ‘κανα μαντάρα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα: «Είναι βάρβαρο αυτό που κάνεις

και συγγνώμη που σου το λέω», μου ψιθύρισε στ’ αυτί.

Κατάπια τη γλώσσα μου. Ζήτησα συγγνώμη, αλλά αν μπορούσα να φύγω θα ‘φευγα. Ο

Δεληκάρης το κατάλαβε: «Μην κάνεις κι έτσι. Δεν τρέχει τίποτα. Σε πλήγωσα, ε;».

Κρατούσε ένα ποτήρι με ουίσκι και κόκα κόλα. Το έπινε αργά. Μετρούσε τα λόγια του.

­ Δεκαέξι χρόνια ζεις στη σιωπή, στην αφάνεια. Ήθελες και

σταμάτησες το ποδόσφαιρο;

«Δεν ήθελα, με εξώθησαν! Όταν θυμάμαι την ημερομηνία ­ 19 Οκτωβρίου 1981 ­

κλαίω, υποφέρω. Είναι ντροπή να κλαις; Από τότε δεν ξαναπήγα σε γήπεδο, δεν

διάβασα αθλητικά στις εφημερίδες, δεν είδα αγώνες στην τηλεόραση. Ήταν σκληρή

επιλογή, την οποία πλήρωσα και πληρώνω».

ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΟΙ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ

­ Θα ξαναπάς στο γήπεδο; Θα κλωτσήσεις και πάλι την μπάλα; Θα

ασχοληθείς με το άθλημα;

«Ποτέ μη λες ποτέ! Δεν μπορώ λοιπόν να είμαι κατηγορηματικός. Οι πιθανότητες

να επιστρέψω στον χώρο, με οποιαδήποτε ιδιότητα, είναι ελάχιστες. Έτσι

αισθάνομαι τώρα».

­ Ο κόσμος σε αγαπάει, σε σκέπτεται, ρωτάει για σένα,

σε θυμάται.

«Κι εγώ τον αγαπώ. Βλέπω τη λατρεία του κόσμου καθημερινά. Με ρωτάνε, με

πιέζουν. Δεν είναι ευχάριστα όλα αυτά. Και στενοχωριέμαι συχνά».

­ Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός. Τι έμεινε; Ποια ομάδα

τελικά είναι στην καρδιά σου;

«Σέβομαι τον Παναθηναϊκό, γιατί είναι πολύ μεγάλη ομάδα. Εκτιμώ τους φιλάθλους

του. Αλλά πάντοτε η αγάπη είναι μία και μοναδική. Για μένα, λοιπόν, αυτή η

αγάπη λέγεται Ολυμπιακός!

Είναι μια επανάσταση. Μια γροθιά στο κατεστημένο. Τότε έκλαιγα όταν χάναμε από

άλλη ομάδα. Σήμερα άραγε κλαίνε οι παίκτες;».

­ Και πώς βρέθηκες στον Παναθηναϊκό;

«Είναι αυτό που λέμε ότι ξεκινάς να φας ψάρι και τελικά προκύπτει να τρως

κρέας! Τότε έγινε η μεταγραφή και από όλες τις πλευρές αποδείχθηκε ιστορικό

λάθος, που με πλήγωσε και με πληγώνει ακόμη».

ΣΤΗΝ ΨΑΡΟΤΑΒΕΡΝΑ

Αυτή η συνέντευξη έγινε με παράδοξο τρόπο. Ούτε μαγνητόφωνα, ούτε στυλό, ούτε

σημειώσεις. Έδειξα στον Γιώργο το χαρτί και το στυλό. Αλλά δεν τα

χρησιμοποίησα. Φάνηκε να χαίρεται γι’ αυτό και μου έδειξε εμπιστοσύνη:

«Γράψε αυτά που είπαμε, αλλά να τα γράψεις ανθρώπινα. Λείπει η ανθρωπιά σήμερα».

Σήμερα; Τι είναι ο Δεληκάρης σήμερα; Συνιδιοκτήτης ψαροταβέρνας στο

Χατζηκυριάκειο! Και ίνδαλμα των απλών ανθρώπων. Όλοι θέλουν να τον δουν, να

του σφίξουν το χέρι, να τον ρωτήσουν διάφορα πράγματα. Ακόμη και ανοησίες του

λένε. Και ο Δεληκάρης, που έχει μεγάλη καρδιά, όταν δεν θέλει ν’ απαντήσει,

πάει και κάθεται πίσω από τον πάγκο, βλέπει αν τα ψάρια ψήνονται καλά, ανάβει

τσιγάρο. Διότι, αν δεν το ξέρετε, ο Δεληκάρης καπνίζει. Και ξεκίνησε το

κάπνισμα όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο:

ΕΙΧΑ ΚΟΝΤΡΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΙΣΧΥΡΟΥΣ


Πάντοτε γοητευτικός, πάντοτε ήρεμος, ο Γιώργος Δεληκάρης πίνει το ουισκάκι

του και θυμάται…

«Εγώ, μια ζωή ήμουν κόντρα στους ισχυρούς. Είχαμε ταξική διαφορά. Έβλεπα την

καταπίεση που ασκούσαν στους παίκτες. Αντέδρασα με τον τρόπο που ξέρετε.

Απομονώθηκα. Δεν ξαναπήγα στο γήπεδο, αγνοώ το ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι τα

τελευταία δεκαέξι χρόνια. Έναν πρόεδρο εκτίμησα, διότι πάνω απ’ όλα ήταν

άνθρωπος. Τον Νίκο Γουλανδρή. Το ποδόσφαιρο, φαντάζομαι, θα είναι σήμερα

λιγότερο ανθρώπινο. Ίσως και στυγνό. Τα παιδάκια πρέπει να κάνουν έξι μήνες

μάθημα και μετά να μπαίνουν στους αγωνιστικούς χώρους. Διότι το ποδόσφαιρο, αν

δεν το μεταχειριστείς σωστά, τσακίζει, σκοτώνει! Ο κόσμος το αγαπάει. Πληρώνει

για να δει τις ομάδες, τους άσους, το θέαμα. Για ένα πράγμα λυπάμαι

περισσότερο: Δεν πρόλαβα να δώσω αυτό που ήθελα εγώ στον κόσμο. Το κάτι

παραπάνω. Και μπορούσα τότε…».

Στην ταβέρνα του Δεληκάρη με πήγε ο πρόεδρος της ομάδας Μαρκό, Γιάννης Μαλέας.

Φίλος του Γιώργου και δικός μου. Όταν άκουσα ότι ο Δεληκάρης ήταν

συνιδιοκτήτης ταβέρνας έμεινα άναυδος. Είναι δυνατόν; Ο άνθρωπος που μάγευε τα

πλήθη με το ανεπανάληπτο ταλέντο να ψήνει ψάρια, γαρίδες και οστρακοειδή;

«Θα έκανα οτιδήποτε για να ζήσω την οικογένειά μου. Ακόμη και στα μπετά θα

δούλευα. Όταν δεν συμβιβάζεσαι πρέπει να είσαι έτοιμος για όλα. Στενοχωριέμαι

που τώρα δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ με τον κήπο μου στην Πεντέλη. Να παίξω

συχνότερα με τις κόρες μου. Πού και πού κλωτσούσαμε μπάλα μαζί! Αλλά τι να

κάνουμε; Μην τα θέλουμε κι όλα».

Ο Δεληκάρης δίνει συμβουλές στον Γιάννη Μαλέα, τον πρόεδρο του Μαρκό:

«Θέλεις να γίνεις σωστός πρόεδρος; Μην πατήσεις ποτέ το πόδι σου στ’

αποδυτήρια! Αν γίνεται να ζήσεις στο εξωτερικό, τόσο το καλύτερο. Μη δέχεσαι

παίκτες στο γραφείο σου. Μόνον όταν οι άλλοι, οι έμπιστοί σου, δεν μπορούν να

λύσουν κάποιο πρόβλημα, τότε εσύ θα επιλαμβάνεσαι. Για να είσαι σωστός».

Γουλιά γουλιά, πίνει το ουισκάκι του ο Δεληκάρης. Κάθε τόσο σηκώνεται,

χαιρετάει μια παρέα που φεύγει («γεια σου μεγάλε Δεληκάρη», «καληνύχτα σας,

ευχαριστώ πολύ») και ξανακάθεται. Ήρεμος, πράος, με σταθερή φωνή. Είναι πολύ

γοητευτικός. Τα μάτια του γελούν, ακόμη κι όταν μιλάει σοβαρά. Ευθυτενής.

κομψός, ευγενικός.

Ο Δεληκάρης εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο στο άνθος της ηλικίας του. Ηταν μόλις 29

ετών, βρισκόταν στον κολοφώνα της δόξας του. Και έφυγε υγιέστατος. Δεν είχε

ούτε φυματίωση, ούτε αρρώστια στα πνευμόνια, όπως έγραψαν τότε οι εφημερίδες.

Σταμάτησε το ρολόι του χρόνου με μια ερώτηση: «Τελειώσαμε κύριοι;».

«Τελειώσαμε», του απάντησαν. Και έτσι, απλά, εξαφανίστηκε από προσώπου γης!

Απομονώθηκε στο σπίτι του, στην Πεντέλη. Αθεράπευτα ρομαντικός, αναρχικός,

ασυμβίβαστος. Του λέω ότι αυτή η αποχή από το ποδόσφαιρο συνετέλεσε στο να

διατηρηθεί ένας μύθος γύρω από το όνομά του. Συμφωνεί, αλλά λέει ότι είναι

θέμα επιλογής. Τι άλλο θα πει άραγε έπειτα από δεκάξι ολόκληρα χρόνια σιωπής;