Είναι βέβαιο ότι οι τεχνικές και οι μέθοδοι διαμόρφωσης της εθνικής πολιτικής

για την Υγεία έχουν βελτιωθεί θεαματικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών

και, ακόμα, έχει διαπιστωθεί ευρεία συναίνεση για την αιτιολογία της

υγειονομικής κρίσης στη χώρα μας.

Η επικρατούσα, όμως, σύγχυση και αμηχανία εμποδίζουν ­ σε σημαντικό βαθμό ­

την αναζήτηση του «κοινού τόπου» περί του πρακτέου.

Η ανάγκη για μία νέα στρατηγική στις υπηρεσίες υγείας οφείλει να εμπεριέχει

διευθετήσεις για την οργάνωση της εργασίας του ιατρικού προσωπικού και των

επαγγελματιών υγείας. Είναι, όμως, αναγκαίο, να υπερβαίνει αυτόν τον

περιορισμό, ο οποίος κυριαρχεί στην υγειονομική μας πολιτική και αποδυναμώνει

τις τάσεις μεταρρύθμισης και προόδου. Υπό την έννοια αυτή, το κυβερνητικό

πρόγραμμα για την υγεία και ειδικότερα το σχέδιο νόμου για τον εκσυγχρονισμό

του Εθνικού Συστήματος Υγείας, πλην των αναμφισβήτητων θετικών παρεμβάσεών του

στην προστασία των δικαιωμάτων των ασθενών και στην ανασυγκρότηση των

υπηρεσιών δημόσιας υγείας, θέτει μείζονα θέματα διαρθρωτικών αλλαγών και

μεταρρυθμίσεων στην «αγορά» υπηρεσιών υγείας στη χώρα μας.

Είναι γνωστό ότι η συγκρότηση Ενιαίου Φορέα Υγείας (ΕΦΥ) απετέλεσε τον

στρατηγικό στόχο της εθνικής υγειονομικής πολιτικής στη μεταπολιτευτική

περίοδο. Η συγκεκριμένη προσέγγιση αποδείχθηκε ιστορικά δυσχερής και

ατελέσφορη. Παρά το γεγονός ότι η «επί χάρτου» σχεδίαση ανασυγκρότησης της

υγειονομικής πολιτικής έχει άριστα αποτελέσματα, εν τούτοις, υπό τις παρούσες

συνθήκες και κυρίως υπό το βάρος του υψηλού κοινωνικού, οικονομικού, πολιτικού

και, ενδεχομένως, υγειονομικού κόστους της μεταβατικής περιόδου, η κυβέρνηση

επιλέγει την οδό της «δεύτερης καλύτερης λύσης».

Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση αποφεύγει τη «βίαιη» και «από τα πάνω» οργανωτική

και διοικητική ρύθμιση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης υγείας, δηλαδή

αποφεύγει έναν «αναγκαστικό γάμο με ένα επιβεβλημένο συνοικέσιο» και

αντιπροτείνει μια πολιτική εναρμόνισης των επιμέρους τμημάτων του υγειονομικού

τομέα. Είναι προφανές ότι εισάγει ένα πρόγραμμα σύγκλισης προς μία Ενιαία

Υγειονομική Αγορά, με την εισαγωγή νέων παραγόντων στο πεδίο αυτό, όπως είναι

οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης, των οποίων ο ρόλος ενισχύεται. Το

εγχείρημα αποσκοπεί στη σταδιακή και «από τα κάτω» οικοδόμηση του Ενιαίου

Φορέα Υγείας. Πρόκειται, δηλαδή, για έναν «αρραβώνα με σκοπό τον γάμο από

έρωτα και συμφέρον μαζί».

Προς την κατεύθυνση αυτή, το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα εμπεριέχει τρία κρίσιμα

και σημαντικά σημεία-κλειδιά:

α) Τη σύσταση Συμβουλίου Συντονισμένης Δράσης, με σκοπό την υιοθέτηση κοινής

αναπτυξιακής και επενδυτικής στρατηγικής β) τον επανακαθορισμό των κριτηρίων

και μεθόδων χρηματοδότησης με την εισαγωγή «σφαιρικού» προϋπολογισμού και

κλειστών διαφοροποιημένων κατά διάγνωση και βαρύτητα νόσου-νοσηλίων, πρακτική

η οποία είναι κλασική στις βιομηχανικές χώρες και γ) τη συγκρότηση δικτύων

πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και τη γενικευμένη εισαγωγή του οικογενειακού γιατρού.

Η επιλογή αυτή είναι σχεδόν επιβεβλημένη, δεδομένου ότι ο υγειονομικός τομέας

στη χώρα μας συγκροτείται από τέσσερα τουλάχιστον υποσυστήματα ­ των οποίων τα

χαρακτηριστικά ως προς τη δομή και τις διαδικασίες παραγωγής και διανομής

υπηρεσιών, διαφοροποιούνται πλήρως. Η διαφοροποίηση αυτή έχει ως αποτέλεσμα,

αφενός την έλλειψη αποτελεσματικής διαχείρισης και κατανομής των πόρων και,

αφετέρου, εκτεταμένες ανισότητες στην πρόσβαση και στην πραγματική ασφαλιστική

κάλυψη. Έχει αναγνωρισθεί ότι το ΕΣΥ αποτελεί ένα ολιγοπώλιο στην αγορά των

νοσοκομειακών υπηρεσιών με τον έλεγχο περίπου του 75% της νοσοκομειακής αγοράς

και, εκ παραλλήλου, το ΙΚΑ συνιστά ένα διμερές μονοπώλιο, το οποίο ελέγχει το

60% της αγοράς στην ανοιχτή περίθαλψη, με την παροχή υπηρεσιών στους

ασφαλισμένους του και στους συνταξιούχους του ΤΕΒΕ και του ΤΑΕ. Παρά το

γεγονός αυτό, ο επαρκής συντονισμός αυτών των δομών δεν έχει ακόμα επιτευχθεί.

Η προτεινόμενη νομοθετική μεταρρύθμιση, σε συνδυασμό με τα αναγκαία συνοδά

μέτρα πολιτικής σύγκλισης των υγειονομικών αγορών, συνιστά ένα πρόγραμμα άρσης

αυτής της δομικής αντινομίας, η οποία παράγει δευτερογενώς το σύνολο των

παρενεργειών, οι οποίες συνιστούν τη συμπτωματολογία της υγειονομικής κρίσης

στη χώρα μας.

Η εκδοχή αυτή καθίσταται πλέον ισχυρή από τη διαφαινόμενη πρόθεση, αν το ΙΚΑ

«η μεγάλη ατμομηχανή του υγειονομικού τομέα» κινηθεί αποτελεσματικά προς αυτή

την κατεύθυνση και, μάλιστα, στα πλαίσια μιας «αγοράς» διαπραγματεύσεων και

προγραμματικών συμβάσεων με τους άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς.

Ο Γιάννης Κυριόπουλος είναι καθηγητής Οικονομικών της Υγείας, κοσμήτωρ στην

Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας.