Πέντε κορυφαία ζητήματα που

αφορούν τη στάση του Κωνσταντίνου Καραμανλή απέναντι στη δικτατορία παραμένουν

σκοτεινά και δεν φωτίζονται από τα Αρχεία του Ιδρύματός του.

Πέραν της

παντελούς έλλειψης οποιασδήποτε συγκεκριμένης (επικριτικής) αναφοράς στους

πρωταγωνιστές της χούντας, οι οποίοι ήταν γνωστοί από παλιά στην
ΕΡΕ,

δημιουργείται ­ σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις ­ η εντύπωση στον αναγνώστη

ότι συντελείται μια προσπάθεια συγκάλυψης, ακόμη και αποσιώπησης ή

παραπλάνησης για μια σειρά από
γεγονότα.

Στα απομνημονεύματά του

ο κ. Καραμανλής, αυτά που αφορούν στη δικτατορία:

Δεν αμφιβάλλω ότι

οι πρωτοστατήσαντες εις την εκτροπήν εκινήθησαν με αγαθάς προθέσεις

ΠΡΩΤΟΝ, δεν δίδει καμία εξήγηση και για το ότι ουσιαστικά ­ ακόμη και στις

δηλώσεις του ­ αρνείται τους πρώτους μήνες, μετά το πραξικόπημα του ’67, να

καταδικάσει με κατηγορηματικό τρόπο τη χούντα. Και φτάνει στο σημείο να

επιρρίπτει όλες τις ευθύνες στους πολιτικούς και τον Παπανδρέου, ακόμη και να

συμβουλεύει τη χούντα με επιστολή του προς τον Κωνσταντίνο Κόλλια, πρωθυπουργό

της πρώτης κυβέρνησης της δικτατορίας.

Βεβαίως, δεν εντυπωσιάζει το ότι ο

Κωνσταντίνος Καραμανλής κάνει συχνά λόγο για «επαναστάτες» και «επανάστασιν»,

αλλά και ότι οι επιμελητές του έργου του τιτλοφορούν το σχετικό κεφάλαιο της

πρώτης δικτατορικής περιόδου με τον ουδέτερο τίτλο ­ για μια δικτατορία που

φυλάκισε και βασάνισε χιλιάδες Έλληνες ­ «η εδραίωση του αυταρχικού

καθεστώτος». Ή ακόμη το ότι μόνον όταν οι βασιλικοί στρατηγοί και ο

Κωνσταντίνος εναντιώνονται στη χούντα, γίνεται λόγος για δικτατορία και

τιτλοφορούν το κεφάλαιο που αναφέρεται στην μετά τις 13 Δεκεμβρίου του ’67

περίοδο, «η μακρά νύχτα της δικτατορίας».

Είναι όμως εντυπωσιακό το ότι ο

κ. Καραμανλής δεν φαίνεται να θέλει να εξηγήσει πού ακριβώς στηρίζει την

εκτίμησή του ­ 20 Ιουνίου του 1967 ­ ότι η χούντα ήθελε αρχικώς «όπως

αποκαταστήσει την ομαλότητα και μάλιστα, επί υγιεστέρων βάσεων, δια του

εκσυγχρονισμού του πολιτεύματος της χώρας».

Όπως επίσης είναι εντυπωσιακό

αυτό που καταγράφει περί καλών προθέσεων της χούντας, δύο μόλις μήνες μετά την

επιβολή της δικτατορίας και τη σύλληψη της κυβέρνησης που είχε προέλθει από

κοινοβουλευτικές διαδικασίες, στην επιστολή του προς τον Κωνσταντίνο Κόλλια.

«Δεν αμφιβάλλω», τονίζει, «ότι οι πρωτοστατήσαντες εις την εκτροπήν

εκινήθησαν με αγαθάς προθέσεις».

Γι’ αυτό, άλλωστε, και ο στενός φίλος του

Κωνσταντίνου Καραμανλή Σόλων Γκίκας μετέφερε ως εξής τις απόψεις του πρώην

πρωθυπουργού στη χούντα των Αθηνών: «Επανάστασις εχρειάζετο, όχι βέβαια υπό

την σημερινήν μορφήν της, ήτις δεν είναι ούτε δικτατορία, ούτε δημοκρατία,

ούτε επανάστασις».

Είναι φανερό από τα κείμενα που παρατίθενται στο

ογκώδες έργο του Ιδρύματος Καραμανλή ότι ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας,

έχοντας πάντα κατά νουν να παίξει το ρόλο της «γέφυρας» ανάμεσα στη δικτατορία

και στη δημοκρατία, προσέβλεπε, αρχικώς, σε μια ιδιότυπη σχέση με τη χούντα.

Άλλωστε, ακόμη κι όταν έγιναν οι αιματηρές συγκρούσεις Ελλήνων και Τούρκων

στην Κύπρο στις 15 Νοεμβρίου του ’67 και άρχισαν να συντελούνται μια σειρά

τραγικά «λάθη» της χούντας, που έφτασαν μέχρι και την απόσυρση της ελληνικής

μεραρχίας από τη Μεγαλόνησο, ο κ. Καραμανλής δεν προέβη σε καμία δήλωση.

Γι’ αυτό ακριβώς, επειδή υπάρχει μεγάλο κενό στο ζήτημα αυτό, οι επιμελητές

του 12τομου έργου του παραθέτουν «μεταγενέστερο υπαγορευμένο κείμενο του

Καραμανλή», όπου ο ιδρυτής της ΕΡΕ και της Ν.Δ. δείχνει απλώς να παραπονείται

για την συμπεριφορά της χούντας: «Καθ’ όλην την διάρκειαν της κρίσεως η

κυβέρνησις των Αθηνών, όχι μόνον δεν ησθάνθη την ανάγκην, όπως ήτο και

φυσικόν, να ζητήση την συμπαράστασίν μου κατά τας κρισίμους εκείνας στιγμάς,

αλλά ούτε καν υπεβλήθη εις τον κόπον να με ενημερώση δια των αντιπροσώπων της

επί της εξελίξεως της κρίσεως».

Τα παράπονά του τα εκφράζει και σε άλλα

σημεία του έργου, όπως γιατί δεν τον χαιρετούν ορισμένοι της ελληνικής

πρεσβείας στο Παρίσι ή γιατί τον αγνόησε κάποια στιγμή ο παλιός φίλος του

Πιπινέλης.

Ακόμη, στις σελίδες που ακολουθούν δεν υπάρχει πουθενά μια

εξήγηση ή μια απάντηση σε όσα έχει καταθέσει ο κ. Μητσοτάκης και στα

«Επίκαιρα» το 1976 και στην αυτοβιογραφία του, το 1989, για τις απόψεις του κ.

Καραμανλή υπέρ μιας εκτροπής από το Σύνταγμα, πριν από την 21η Απριλίου του

’67.

«Όταν πήγα στο Παρίσι ­ επί χούντας ­ και μίλησα για πρώτη φορά με

τον Καραμανλή, ο Καραμανλής μου είπε ότι «ορθώς επράξατε» (για την 15η Ιουλίου

του ’65). Η μόνη κριτική όμως την οποία ευρήκε να μου κάνει είναι ότι «έπρεπε

να έχετε κηρύξει τον στρατιωτικό νόμο». Ίσως ο Καραμανλής να είχε δίκιο. Διότι

αν εκείνη την ώρα εμείς ­ σημειώνει ο κ. Μητσοτάκης στη σελίδα 204 του

δευτέρου τόμου της αυτοβιογραφίας του ­ είχαμε κηρύξει τον στρατιωτικό νόμο

για ελάχιστο χρόνο, και είχαμε χώσει εις την φυλακήν του βουλευτάς της ΕΔΑ,

μιλώ τώρα μακιαβελλικά, και είχαμεν κάμει ψηφοφορία στη Βουλή, θα παίρναμε την

έγκριση για στρατιωτικό νόμο».

Εάν είχα ενθαρρύνει καθ’οιονδήποτε τρόπον

την εξέγερσιν αυτήν θα είχα το θάρρος και το ηθικόν καθήκον να το επιβεβαιώσω

ΔΕΥΤΕΡΟΝ, είναι πραγματικά εντυπωσιακό, όπως προκύπτει και από τα

Αρχεία του Ιδρύματος Καραμανλή, πως ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας

απουσιάζει παντελώς από τον αντιστασιακό αγώνα, στον οποίο συμμετείχαν

εκατοντάδες επώνυμοι και χιλιάδες ανώνυμοι Έλληνες.

Οι κατά καιρούς

δηλώσεις του και συνεντεύξεις που έδιδε στο εξωτερικό, προωθούσαν απλώς με

απόλυτη συνέπεια τη λογική του, ότι αυτός θα έπρεπε να είναι η λύση μετά τους

συνταγματάρχες, υπεράνω και πέραν του ελέγχου όλων των άλλων.

Ακόμη κι

όταν έγινε η απόπειρα κατά του Παπαδόπουλου και συνελήφθη ο Αλέκος Παναγούλης

και όλα τα ξένα πρακτορεία μετέδιδαν για τα φρικτά βασανιστήρια του κορυφαίου

αντιστασιακού, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής απέφυγε να δηλώσει κάτι.

Αυτό το

κατανοούν οι επιμελητές των δώδεκα τόμων του έργου του και καταχωρούν με τον

υπότιτλο «13 Αυγούστου 1968» δύο παραγράφους, όπου καταγράφουν τα γεγονότα για

τον Παναγούλη, χωρίς φυσικά να παραθέτουν έστω ένα μεταγενέστερο σημείωμα του

Κωνσταντίνου Καραμανλή, παρά το ότι κάνουν λόγο για διεθνή αντίδραση κατά της

εκτέλεσης του ήρωα.

Το ίδιο γίνεται και σε άλλες κορυφαίες στιγμές του

αντιδικτατορικού αγώνα. Πέραν της πρωτοφανούς δήλωσής του ότι απέστειλε

στεφάνι στη σορό του Γεωργίου Παπανδρέου διότι «ήθελα διά της χειρονομίας μου

αυτής να συγχωρήσω τον απελθόντα δι’ όσα κατ’ εμού έκανε», αποφεύγει τις

δηλώσεις για την εξέγερση της Νομικής (Φλεβάρης του ’73). Έπρεπε να προηγηθούν

πολλά ­ επιστολές και δικών του ανθρώπων, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ­ ώστε

να μιλήσει για τη Νομική, κυρίως με τις δηλώσεις του για τη δικτατορία στις 23

Απριλίου του ’73.

Φυσικά, το ίδιο έγινε και τις ημέρες της εξέγερσης του

Πολυτεχνείου, παρά το ότι ο διάδοχός του στην ηγεσία της ΕΡΕ, Παναγιώτης

Κανελλόπουλος τάχθηκε αμέσως αλληλέγγυος στους εξεγερθέντες φοιτητές.

Ο

φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Κωνσταντίνου, στρατηγός Ορέστης

Βιδάλης, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός ­ χωρίς να έχει διαψευσθεί έως σήμερα

στο σημείο αυτό (σελίδα 885) των απομνημονευμάτων του.

«Κατά τα επεισόδια

του Πολυτεχνείου είχε ετοιμάσει ­ ο Κωνσταντίνος ­ ένα μήνυμα. Συνεννοήθηκε με

τον Καραμανλή και συμφώνησαν να κάνει μια ανακοίνωση ο Καραμανλής πρώτα και να

δώσει μετά το μήνυμα το δικό του. Αργότερα, ο Καραμανλής τον ειδοποίησε ότι

άλλαξε γνώμη και κατόπιν αυτού ματαίωσε και αυτός το δικό του μήνυμα».

Όλα

αυτά δεν εκπλήσσουν, διότι ακόμη και στις περιπτώσεις εξέγερσης ­ κατά της

χούντας ­ στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων, που λάτρευαν τον Κωνσταντίνο

Καραμανλή και τον περίμεναν να γυρίσει στην Ελλάδα, αφού δεν του είχε στερηθεί

η ιθαγένεια, έβρισκε πάντοτε κάτι να πει που τον απήλλασσε της όποιας υποψίας

ότι μπορεί ο ίδιος να ήταν ο υποκινητής.

«Εάν είχα ενθαρρύνει καθ’

οιονδήποτε τρόπον την εξέγερσιν αυτήν θα είχα το θάρρος και το ηθικόν καθήκον

να το επιβεβαιώσω», έσπευδε να δηλώσει το καλοκαίρι του ’73 για το Κίνημα του

Ναυτικού.

Είναι ακόμη εντυπωσιακή και η παρακάτω συνομιλία του στρατηγού

Ορέστη Βιδάλη με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, η οποία έγινε στις 9 Μαρτίου του

’73 και η οποία δείχνει, όπως καταγράφεται στα απομνημονεύματα του στρατηγού,

η όλη «φιλοσοφία» του Κωνσταντίνου Καραμανλή:

«Βιδάλης: Αν δεν βοηθήσει ο

Καραμανλής, τότε επιβραδύνει τις εξελίξεις και δεν ξέρουμε αν θα φτάσουμε ποτέ

στη λύση. Και, όταν φθάσουμε, αν θα έχει καμία απήχηση το όνομα Καραμανλής

στους νέους.

Μητσοτάκης: Ορέστη, πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Δεν μπορούμε

να υποκινήσουμε σε δραστηριότητα τον Καραμανλή.

Βιδάλης: Τότε να μας

αφήσει ήσυχους και να μην παραπονιέται. Πρέπει να καταλάβεις, και να του το

πεις εκ μέρους μου, πως ενώ μέχρι τώρα δεν νόμιζα ότι έπρεπε να μιλήσει, τώρα

επιβάλλεται για να βοηθήσει τη ψυχολογική διαμόρφωση του κλίματος μέσα στον

στρατό, μέσα στο λαό, μέσα στους νέους. Εκτός κι αν έχει απόρρητη συνεργασία

με τον Παπαδόπουλο και δεν το ξέρουμε.

Μητσοτάκης: Πρέπει να τον βοηθήσουν

οι Αμερικανοί, Ορέστη.

Βιδάλης: Γιατί να τον βοηθήσουν οι Αμερικανοί, όταν

αυτός έχει αδρανήσει; Ο Wayne Hays ρωτούσε προ ημερών αν ο Καραμανλής

εξακολουθεί να ενδιαφέρεται.

Μητσοτάκης: Γι’ αυτό θα τον δω και θα του τα

πω».

Για την παντελή ­ στην ουσία ­ αντιστασιακή πράξη του Κωνσταντίνου

Καραμανλή ρίχνει λίγο φως και το σημείωμα (από το αρχείο του στρατηγού Βιδάλη)

του δικηγόρου Αλέξανδρου Λυκουρέζου ­ 25.9.70 ­ που συνέταξε, ύστερα από μία

συνάντηση μαζί του.

«… Ο Τάκης κι εγώ είχαμε μια μακρά και εγκάρδια

συνομιλία με τον Καραμανλή. Συμπέρασμα: Βρίσκει αναγκαία τη συγκρότηση του

ενιαίου συντονιστικού φορέως, αλλά δεν θέλει να αναλάβει οποιαδήποτε

πρωτοβουλία. Στο σημείο αυτό φαίνεται ανένδοτος… Μας ετόνισε κατ’ επανάληψη,

πως είναι πρόθυμος να προσθέσει το κύρος του, εφόσον όμως θα έχουν

δημιουργηθεί όλες
οι απαραίτητες προϋποθέσεις…».

Να

καλέσει (η χούντα) τον βασιλέα, που συμβολίζει την νομιμότητα και να

παραχωρήσει την θέσιν της εις μίαν έμπειρον και ισχυράν κυβέρνησιν


ΤΡΙΤΟΝ, είναι

ιδιαίτερα εντυπωσιακό, πως ενώ στους πολυσέλιδους τόμους των Αρχείων Καραμανλή

περιλαμβάνονται πολλά έγγραφα και ιστορικές μαρτυρίες για διάφορα, ακόμη και

ασήμαντα ζητήματα, οι σχέσεις του με τις ΗΠΑ ­ κυρίως στη διάρκεια της

δικτατορίας ­ και πρωτίστως οι επαφές με τον τότε υπουργό Εξωτερικών Χένρι

Κίσινγκερ ή απουσιάζουν ή καταλαμβάνουν ελάχιστο χώρο.

Στα απομνημονεύματα

κορυφαίων ­ και στρατηγών ­ που πρόσκεινται στον Κωνσταντίνο Καραμανλή,

γίνεται ειδική αναφορά στην επικοινωνία Καραμανλή – Κίσινγκερ το καλοκαίρι του

’73, κάτι που όμως δεν φωτίζουν τα δημοσιευόμενα Αρχεία του πρώην Προέδρου της

Δημοκρατίας.

Από την αρχή της δικτατορίας, οι επαφές του κ. Καραμανλή με

τον αμερικανικό παράγοντα είναι συνεχείς. Και ο πρώην πρωθυπουργός προσέβλεπε

κυρίως σ’ αυτόν ­ και σε κινήσεις μέσα στον Στρατό ­ για τη διαδοχή της

δικτατορίας από τον ίδιο.

Ο Αμερικανός στρατιωτικός James Webel, σύνδεσμος

του ΝΑΤΟ με το ΓΕΕΘΑ, στη δεκαετία του ’60, έγραφε στις 4 Απριλίου του ’69,

ύστερα από μία συνάντηση που είχε με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή: «Μόνον ένα

καλά μελετημένο σχέδιο με την πλήρη στήριξη των ΗΠΑ μπορεί να έχει επιτυχία,

πιστεύει ο Καραμανλής».

Το ίδιο εντυπωσιακή είναι η παρασιώπηση πολλών

στοιχείων γύρω από τις σχέσεις του με τον Κωνσταντίνο. Δεν εξηγεί πουθενά,

γιατί δεν στήριξε το Κίνημα του Δεκεμβρίου του ’67, όταν και όπως θα έπρεπε.

Όπως, επίσης, παραλείπει να δώσει κάποια απάντηση, στο γιατί ενώ στις

δηλώσεις του στη «Βραδυνή», στις 23 Απριλίου του ’73, τονίζει ότι
η

χούντα πρέπει να «καλέσει τον βασιλέα, που συμβολίζει τη νομιμότητα, και να

παραχωρήσει την θέσιν της εις μίαν έμπειρον και ισχυράν κυβέρνησιν», στη

συνέχεια δείχνει να λησμονεί αυτή την αρχική εμμονή του.

Είναι, εξάλλου,

ιδιαίτερα περίεργο, πως ενώ υπήρξαν τόσες πολλές επικοινωνίες του τέως με τον

Καραμανλή στη διάρκεια της δικτατορίας, τελικώς ελάχιστα από τις συνομιλίες

αυτές καταγράφονται στα Αρχεία που κυκλοφορούν.

Καμία αναφορά στον Παναγιώτη

Κανελλόπουλο

ΤΕΤΑΡΤΟΝ, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον πόσο λίγο ­ ή

καθόλου ­ χώρο καταλαμβάνουν οι επαφές του, στη διάρκεια της δικτατορίας, με

τους πολιτικούς του αντιπάλους της Ένωσης Κέντρου και της Αριστεράς, αλλά και

ορισμένους συνεργάτες του στην ΕΡΕ.

Παραμένει αδιευκρίνιστο το σημείο

γιατί αρνήθηκε τη συνεργασία με τον Ανδρέα Παπανδρέου, όταν ο τελευταίος, μετά

την απελευθέρωσή του, έκανε λόγο για ένα ευρύτατο αντιστασιακό μέτωπο.

Οι

επιστολές που αντήλλαξαν και που περιέχονται στα δημοσιευμένα Αρχεία είναι

πολύ φτωχό υλικό για να φωτίσουν ένα κορυφαίο ζήτημα του αντιδικτατορικού

αγώνα: ποιοι και γιατί εμπόδισαν την πραγματική αντιδικτατορική ενότητα.

Το ίδιο εντυπωσιακό είναι και το ότι δεν ρίχνει φως στις σχέσεις του με τον

Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον νόμιμο πρωθυπουργό τον οποίο συνέλαβε η χούντα.

Και για τον οποίο δεν κάνει καμία αναφορά στις πρώτες του δηλώσεις μετά το

πραξικόπημα του ’67.

Αντιθέτως, παρατίθενται στο 12τομο έργο του πολλές

επιστολές και πολλά σημειώματα που αφορούν στις σχέσεις του με τον Κωνσταντίνο

Τσάτσο ή τον Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου και τον Γεώργιο Ράλλη.

Ακόμη,

αδιευκρίνιστο αφήνει γιατί στήριξε ­ επί δικτατορίας ­ την υποψηφιότητα του

Γεωργίου Μαύρου για την ηγεσία του Κέντρου, τον οποίο στη μεταπολίτευση όρισε

αντιπρόεδρο της πρώτης μεταδικτατορικής κυβέρνησης.

Και επίσης, αφήνει στο

σκοτάδι μια σειρά από κρίσιμες επαφές που είχε με στελέχη της ιστορικής

Αριστεράς ­ στο Παρίσι ­ και τα οποία του έθεσαν από πολύ νωρίς την ανάγκη να

υπάρξει μια πραγματική κυβέρνηση εθνικής ενότητας, η οποία θα οδηγούσε τη χώρα

σε εκλογές, μετά τη δικτατορία.

Επτά σελίδες μόνο για το ποιοι και πώς

έδωσαν τη «λύση Καραμανλή»

ΠΕΜΠΤΟΝ, και ίσως το περισσότερο

εντυπωσιακό, αλλά όχι ανεξήγητο, είναι ότι ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά

γεγονότα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, η μεταπολίτευση του ’74 ­ το πώς και

γιατί έγινε ­ καταλαμβάνει μόλις επτά από τις χιλιάδες σελίδες ­ πέραν των

επιστολών που παρατίθενται στο τέλος του 7ου τόμου ­ των Αρχείων του

Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Η μη καταγραφή σημαντικότατων ιστορικών στοιχείων

και ντοκουμέντων από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή γίνεται ακόμη περισσότερο

εντυπωσιακή, από το ότι ενώ για την αφήγηση του Ευάγγελου Αβέρωφ παραχωρείται

τόσος χώρος, για την αφήγηση του τελευταίου αρχηγού της ΕΡΕ, Παναγιώτη

Κανελλόπουλου, δίδονται μόνον δύο παράγραφοι. Και αυτές, μόνον για το τι έκανε

μετά την έξοδό του από το γραφείο του Γκιζίκη έως ότου του ανακοίνωσαν τη

«λύση Καραμανλή».

Ίσως, για τα απομνημονεύματα Καραμανλή να μην είχε τόσην

αξία η μαρτυρία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Περισσότερη, φαίνεται, είχε το

υπόμνημα ­ στο παράρτημα του βιβλίου ­ του τότε αρχηγού του Ναυτικού, Πέτρου

Αραπάκη, ο οποίος διατηρούσε άριστες σχέσεις, όσο κανείς άλλος του ΓΕΕΘΑ, με

την αμερικανική κυβέρνηση, κατά τη διάρκεια της ελληνοτουρκικής κρίσης του

’74.

Αλλά και από αυτό, μόνον η «ωμή» περιγραφή του αρχηγού του Ναυτικού

αποτελεί ένα στοιχείο. Κυρίως το τμήμα της όπου σημειώνεται: «Τελικώς η

σύσκεψις έληξεν ­ στο γραφείο του Γκιζίκη ­ με ανάθεσιν εντολής εις τον κ.

Κανελλόπουλον, παρακληθέντος όπως κατά την 8ην απογευματινήν, ότε θα

επανήρχοντο, θα παρουσίαζεν την υπ’ αυτού κυβέρνησιν. Κατά την αποχώρησιν των

πολιτικών επλησίασα τον κ. Αβέρωφ και τον παρακάλεσα να μείνει μαζί μας (εμού

και των αρχηγών) διά να συνεχίσωμεν από κοινού την προσπάθεια προς επάνοδον

του κ. Καραμανλή»… Για το πώς και ποιοι παραπλάνησαν τον συλληφθέντα το ’67

από τη χούντα πρωθυπουργό ότι θα γινόταν πρωθυπουργός ­ πέραν των

παρευρισκομένων στη σύσκεψη ­, το τι είχε προηγηθεί για να δοθεί η «λύση

Καραμανλή» ή το τι ακριβώς είχαν αποφασίσει οι Αμερικανοί, και κυρίως το γιατί

­ για όλα αυτά δεν αναφέρει τίποτα ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο

Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Γεώργιος Μαύρος, βεβαίως, δεν ζουν για να

μπορούν να μιλήσουν.

Και όμως, συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όταν

ρωτήθηκε γιατί δημοσιοποιούνται τώρα τα Αρχεία απάντησε: «Για να αντικρούσει

ό,τι λεχθεί εναντίον του». Κάτι που βεβαίως δεν μπορεί να ισχύσει για τον

Παναγιώτη Κανελλόπουλο… παρ’ ολίγον πρωθυπουργό της μεταπολίτευσης.