ΘΑ ΚΑΤΑΤΕΘΟΥΝ και φέτος, όπως κάθε χρόνο, οι δηλώσεις τις

οποίες οι πολιτικοί υποχρεούνται να υποβάλουν κατ’ εφαρμογή του νόμου «περί

προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου». Θα επακολουθήσει η δημοσίευσή τους

στον Τύπο και θα σχολιασθεί ενδεχομένως το περιεχόμενό τους. Η ίδια διαδικασία

ακολουθείται εδώ και 33 χρόνια, αφού η πρώτη νομοθετική ρύθμιση καθιερώθηκε το

1964 που στη συνέχεια τροποποιήθηκε το 1987.

Το ερώτημα όμως το οποίο

τίθεται είναι αν το νομοθετικό αυτό πλαίσιο ικανοποιεί το σκοπό για τον οποίο

καθιερώθηκε. Ιδιαίτερα σήμερα που η κρίση των θεσμών, η έκδηλη απογοήτευση από

τον δημόσιο βίο, η αμφισβήτηση αρχών και αξιών, η έλλειψη εμπιστοσύνης των

πολιτών απέναντι στο κράτος και στους λειτουργούς του έχει λάβει τρομακτικές

διαστάσεις.

Το φαινόμενο δεν είναι μόνον ελληνικό, είναι παγκόσμιο. Οι

κοινοβουλευτικές δημοκρατίες διέρχονται κρίση αξιοπιστίας, που εκτός των άλλων

έχει τις ρίζες της και στα οικονομικά σκάνδαλα που συγκλονίζουν τις σύγχρονες

κοινωνίες.

Η δυσπιστία γίνεται στον τόπο μας μεγαλύτερη, αφού ορισμένα από

τα ΜΜΕ ­ ο ρόλος των οποίων στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και κατά συνέπεια

και του εκλογικού αποτελέσματος είναι καθοριστικός ­ ταυτίζονται με ισχυρούς

παράγοντες της οικονομικής ζωής, πράγμα που οδηγεί σε μετατροπή της

οικονομικής ισχύος σε πολιτική εξουσία.

Με αυτά τα δεδομένα καθίσταται

επιτακτική η ανάγκη για διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα. Πρωτίστως όμως στα

οικονομικά των πολιτικών και των κομμάτων.

Δυστυχώς όμως η ισχύουσα

νομοθετική ρύθμιση έχει αποδειχθεί ατελέσφορη, αφού δεν καλύπτει το σκοπό για

τον οποίο θεσπίσθηκε, την πλήρη και σε βάθος διαφάνεια.

Διότι, ενώ

επιβάλλει στον βουλευτή να αναγράφει τα περιουσιακά του στοιχεία, δεν

προβλέπει καταγραφή όλων των δαπανών στις οποίες προέβη, ούτε τις πηγές

χρηματοδοτήσεώς του. Με άλλα λόγια δεν υποχρεούται ο βουλευτής να αιτιολογήσει

αν ο τρόπος ζωής του είναι αντίστοιχος με τα εισοδήματα τα οποία εμφανίζει.

Έτσι όμως δεν υπηρετείται η διαφάνεια την οποία ο νόμος επιδιώκει και η κοινή

γνώμη απαιτεί.

Εν κατακλείδι ο έλεγχος του πόθεν έσχες είναι καθαρά

τυπικός. Το σύστημα του πόθεν έσχες (το οποίο ισχύει για πολλές κατηγορίες

εργαζομένων και κατά πρόσφατη δήλωση του Πρωθυπουργού θα επεκταθεί και στους

αστυνομικούς) πρέπει να τεθεί σε τελείως διαφορετική βάση.

Πρέπει να πάψει

να είναι μια τυπική διαδικασία. Πρέπει να γίνει ουσιαστική. Και τέλος ο

έλεγχος των υποβαλλομένων δηλώσεων θα πρέπει να ανατεθεί σε αδιάβλητο όργανο

(π.χ. το Ελεγκτικό Συνέδριο) και να είναι συνεχής και σε βάθος.

Διαφάνεια

όμως απαιτείται και στα οικονομικά των κομμάτων και ιδιαίτερα στις εκλογικές

δαπάνες των κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών. Ο πρόσφατος σχετικός νόμος

(Ν. 2429/1996) έκανε κάποια βήματα, τα οποία όμως δεν μπορούν να κριθούν

ικανοποιητικά. Διότι δεν καθιερώνει καμιά δυνατότητα αντικειμενικού ελέγχου

των εσόδων και των πάσης φύσεως παροχών προς τα κόμματα και τους υποψηφίους

βουλευτές. Η διατήρηση του ελέγχου των οικονομικών των κομμάτων από

διακομματική επιτροπή και όχι από το Ελεγκτικό Συνέδριο ­ όπως είχε προτείνει

η Νέα Δημοκρατία ­ αποτελεί βασική αδυναμία του ισχύοντος νομοθετικού

πλαισίου.

Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένω την έκθεση της διακομματικής

επιτροπής. Θέλω να ελπίζω ότι θα είναι πράγματι αντικειμενική και ότι δεν θα

προσπαθήσει να «κουκουλώσει» τις παραβάσεις που σημειώθηκαν ακολουθώντας τη

λαϊκή θυμοσοφία «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει».

Διεν υπάρχει αμφιβολία

ότι σημειώθηκαν παραβάσεις στις επιταγές του νόμου. Αναφέρω ένα χαρακτηριστικό

παράδειγμα. Το άρθρο 11 του Ν. 2469/96 ορίζει σε 4.800.000.000 δραχμές το

ανώτατο όριο το οποίο τα πολιτικά κόμματα μπορούν να διαθέσουν για την

προεκλογική τους διαφήμιση. Οι εμφανείς όμως εκλογικές δαπάνες των κομμάτων

μόνο για τον παραπάνω σκοπό υπερέβησαν κατά πολύ το όριο του νόμου και ανήλθαν

σε 5.778.453.000 δραχμές.

Το πρόβλημα της διαφάνειας είναι τεράστιο. Δεν

είναι δυνατόν να σπιλώνεται ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος. Έχουμε υποχρέωση να

αποδείξουμε ότι δεν ισχύει το «όλοι το ίδιο είναι». Εμείς οι ίδιοι και μόνο

εμείς πρέπει και μπορούμε να αυτοπροστατευθούμε. Χρειάζεται ριζική τροποποίηση

του νόμου για το πόθεν έσχες αλλά και για τον έλεγχο των οικονομικών των

κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών. Μόνον έτσι θα αποκατασταθεί η αξιοπιστία

των πολιτικών και της πολιτικής.