Ο Μαχί Μπινμπίν ζούσε στη Γαλλία 23 χρόνια και λάτρευε το Παρίσι. Ωστόσο το 2002, όταν ο Ζαν-Μαρί Λεπέν, πατέρας της Μαρίν Λεπέν, πήρε 20% στις εκλογές, αποφάσισε να φύγει για τη χώρα καταγωγής του, το Μαρόκο. «Εχω τρία κορίτσια, οπότε σκέφτηκα καλύτερα να γυρίσω στο Μαρόκο, να πάω στους δικούς μου εξτρεμιστές παρά να έχω να κάνω με τους εξτρεμιστές των άλλων» λέει στο «Βιβλιοδρόμιο» με αφορμή την πρόσφατη παρουσία του στην Αθήνα και την έκδοση του μυθιστορήματός του «Τα αστέρια του Σιντί Μουμέν». «Οπως μου είπε και ένας φίλος, τότε, αν είσαι στην αποβάθρα του μετρό, πρέπει να σκέφτεσαι ότι 20 άνθρωποι στους 100 δεν σε θέλουν…».

Βέβαια έναν χρόνο μετά, το 2003, τα πράγματα αγρίεψαν απότομα στο Μαρόκο: Δεκατέσσερις νεαροί, 18-25 ετών, προκάλεσαν μακελειό στην Καζαμπλάνκα πραγματοποιώντας επίθεση αυτοκτονίας που άφησε πίσω της 45 νεκρούς. «Μέχρι τότε το Μαρόκο δεν γνώριζε από τρομοκρατία. Ηταν κάτι το πρωτοφανές. Από τους 14 νεαρούς οι 13 ανατινάχθηκαν, ένας μόνο δεν ανατινάχθηκε, φοβήθηκε. Βέβαια καλύτερα να είχε πεθάνει παρά που έπεσε στα χέρια της μαροκινής αστυνομίας. Δεν αστειεύεται αυτή. Οι επιθέσεις έγιναν στο εστιατόριο Casa de Espaňa και στο πεντάστερο ξενοδοχείο Hotel Farah. Υστερα από αυτό θέλησα να πάω στο Σιντί Μουμέν. Πρόκειται για την παραγκούπολη απ’ όπου προέρχονταν οι νεαροί. Εχουμε πολλές παραγκουπόλεις στο Μαρόκο, αλλά αυτή είναι διαφορετική. Περνούσα συνεχώς μπροστά της αλλά αγνοούσα την ύπαρξή της. Δεν φαίνεται. Τείχη την κρύβουν από τον δρόμο. Βρίσκεται στην Ανατολική Καζαμπλάνκα και έχει 300.000 κατοίκους. Οι άνθρωποι εκεί ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες. Πρόκειται για πόλη που δεν μοιάζει με Μαρόκο, κρυμμένη και από τους ίδιους τους Μαροκινούς. Οι κάτοικοί της δυσπιστούν απέναντι σε οποιονδήποτε δεν ζει στην πόλη τους. Είχα έναν φίλο δημοσιογράφο που είχε μεγαλώσει εκεί και έτσι μου άνοιξαν τις πόρτες τους. Ζούνε χωρίς ηλεκτρισμό ή τραβάνε ρεύμα παράνομα με καλώδια από μακριά. Δεν έχουν αποχετεύσεις. Εχουν όμως όλοι δορυφορικά πιάτα.

Εγώ δεν το ήξερα αυτό το Μαρόκο. Οταν έφτασα, είδα παιδιά να παίζουν χαρούμενα ποδόσφαιρο σε μια χωματερή. Είπα αυτοί θα είναι οι ήρωες του επόμενου μυθιστορήματός μου. Η εικόνα ήταν εικόνα παιδιών χαρούμενων, παρότι πάμφτωχων. Γι’ αυτό και τα «Αστέρια του Σιντί Μουμέν» που έγραψα δεν είναι βιβλίο μαύρης απελπισίας. Αλλά ήταν ένα βιβλίο δύσκολο. Το ξεκίνησα το 2004 και το διέκοψα το 2006. Φοβόμουν το ίδιο μου το κείμενο. Τα πρόσωπα έβγαιναν συμπαθητικά. Αλλά δεν ήταν δυνατόν να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα. Δεν μπορούσα να καθιστώ συμπαθή πρόσωπα που σκότωσαν. Κι ας τα έβλεπα και αυτά σαν θύματα, αντίθετα με τα μίντια ή το αμερικανικό σινεμά που τα βλέπει ως τέρατα. Σταμάτησα λοιπόν να γράφω. Είπα, θα με σκοτώσουν αν τα πω αυτά. Γιατί είχα φτάσει σε ένα σημείο να σκέφτομαι ότι και εγώ, αν ήμουν στη θέση τους, τα ίδια θα έκανα. Αλλά αυτό δεν μπορείς να το πεις» λέει.

Ο Μαχί Μπινμπίν άφησε λοιπόν εκείνο το βιβλίο και έγραψε ένα άλλο, το «Le Griot de Marrakech». «Ηταν σε μια σειρά ενός ισπανού εκδότη με τίτλο «Πες μου για την πόλη σου σε εκατό σελίδες»» εξηγεί. «Το έγραψα για πλάκα και έχει πουλήσει περισσότερο από τα άλλα βιβλία μου. Γιατί το χρησιμοποιούν σαν οδηγό της πόλης. Περιέλαβα μέσα τους παλιούς μύθους και θρύλους για την πόλη. Βέβαια είχα και εδώ ένα πρόβλημα. Με είχε προλάβει ο Ελίας Κανέτι που έκανε ένα πέρασμα τριών μηνών από το Μαρακές και έγραψε το αριστούργημα «Οι φωνές του Μαρακές», συλλαμβάνοντας την ψυχή της πόλης. Οταν λοιπόν ξεκίνησα το βιβλίο, αναρωτιόμουν τι θα μπορούσα να κάνω ύστερα από αυτό. Αυτό που κέρδισα είναι ότι διάβαζα επί έναν χρόνο και παθιάστηκα με την πόλη μου. Γιατί εκεί που νομίζεις ότι γνωρίζεις κάτι, ανακαλύπτεις ότι υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος πίσω του που δεν γνωρίζεις».

Το 2008, όμως, ο Μαχί Μπινμπίν αποφάσισε να τελειώσει το βιβλίο που είχε αφήσει στη μέση. «Βρήκα τελικά αρκετά ενδιαφέρουσα την ιδέα να κάνω τον αναγνώστη να αγαπήσει τον καμικάζι. Ηδη στις πρώτες σελίδες ένας ανατινάζεται. Πρόκειται για παιδί, ο αναγνώστης αγωνιά για το αν θα το κάνει τελικά ή όχι. Αυτή είναι η μαγεία της λογοτεχνίας. Προκάλεσαν μακελειό, είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι τέρατα. Το κράτος είναι τέρας. Αν υπάρχει ένα τέρας, αυτό είναι η θρησκευτική μαφία που δεν έχει καμία σχέση με το Ισλάμ, αλλά πολύ απλά εκτελεί ένα πολιτικό σχέδιο. Οι άνθρωποι αυτοί έρχονται από τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ με χρήμα που βρωμάει άσχημα. Και αν υπάρχει ένα ακόμα τέρας, αυτό είναι η μεγαλοαστική τάξη των μητροπόλεων που βάζει αυτά τα παιδιά να δουλεύουν για 100 ευρώ. Οι μετανάστες που ανταποκρίνονται σε τέτοιες συνθήκες εργασίας είναι ακριβώς αυτοί που προέρχονται από τις παραγκουπόλεις».

Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσε να είναι δύσκολο να πει ότι επρόκειτο για θύματα. Για να δουλέψει καλύτερα το θέμα του, έκανε επιτόπιο ρεπορτάζ στις συνθήκες ζωής αυτών των ανθρώπων και στον τρόπο με τον οποίο μετατρέπονται σε καμικάζι. Τώρα πια θεωρεί ότι έχει την εξήγηση: «Χρειάζονται μόλις δύο χρόνια για να μετατρέψεις κάποιον σε καμικάζι» λέει. Και αφηγείται το πώς: «Στις χωματερές γίνονται δουλειές. Βρίσκεις φοβερά πράγματα εκεί. Οποιος ασχολείται με το θέμα ξέρει από πού έρχονται τα σκουπίδια και διαλέγει να ψάξει τα σκουπίδια των ευπόρων. Εκεί, σ’ αυτές τις χωματερές, πηγαίνουν οι ισλαμιστές και ψαρεύουν παιδιά. Τι θέλουν τα παιδιά αυτά; Θέλουν καθαρά ρούχα και αξιοπρέπεια. Οι ισλαμιστές τούς τα προσφέρουν αφειδώς. Με πέντε προσευχές την ημέρα τους λένε ότι «καθαρίζεις» από τις αμαρτίες σου. Στο μεταξύ τους βρίσκουν μικροδουλειές σε μαγαζιά ή συνεργεία ισλαμιστών. Η ισλαμιστική ομάδα γίνεται η νέα οικογένεια αυτών των παιδιών. Μαζί της γίνονται κάποιοι. Στην παλιά τους οικογένεια πεινάνε. Είναι ο κανένας, σκουπίδια μέσα στα σκουπίδια. Μετά αρχίζει η πλύση εγκεφάλου. Εκεί τρώνε, εκεί προσεύχονται. Και αρχίζει όλη η δουλειά. Προβάλλουν βίντεο με παλαιστίνιους και τσετσένους καμικάζι, τους παρουσιάζουν ως σωτήρες που αγωνίζονται εναντίον των σιωνιστών και των ιμπεριαλιστών. «Σας έχουμε ανάγκη», τους λένε, «είστε οι υπερασπιστές του μουσουλμανικού κόσμου». Από το σημείο αυτό και μετά η ριζοσπαστικοποίηση είναι γρήγορη. Σε δυο χρόνια έχει ολοκληρωθεί η μετάλλαξη. Πουλάνε και παράδεισο με εβδομήντα παρθένες. Εδώ δεν ξέρεις πώς θα τα καταφέρεις με μία, τι να κάνεις με εβδομήντα; Στο «Cannibales», ένα προηγούμενο βιβλίο μου, υπήρχε η μαφία των διακινητών. Κι αυτοί έκαναν τους μετανάστες να ονειρεύονται. Τους πουλούσαν Παρίσι, Λονδίνο. Ετσι και η θρησκευτική μαφία πουλάει παράδεισο».

Ο Μαχί Μπινμπίν έχει την τάση να γράφει πολύ έγκαιρα για πράγματα που πρόκειται να απασχολήσουν τις κοινωνίες μας αργότερα. Οπως έγραψε αρκετά νωρίς για τα θέματα τρομοκρατίας, έτσι είχε γράψει πολύ πρώιμα, είκοσι χρόνια πριν, για το θέμα της μετανάστευσης στο μυθιστόρημά του «Cannibales». «Τα έβλεπα τα παιδιά που άρχιζαν να φεύγουν» λέει. «Η φτώχεια δεν ήταν η μόνη δικαιολογία. Εφευγαν για να φύγουν. Για να μη μείνουν! Εβλεπαν από τα δορυφορικά πιάτα γυμνές γυναίκες, τη γλυκιά γοητεία της Δύσης, ότι υπήρχε και ένας άλλος κόσμος. Τα διαβατήρια εκείνη την εποχή ήταν για τους αστούς, όχι για τους φτωχούς. Οπότε έφευγαν παράνομα. Μετά, όταν οι πρώτοι μετανάστες άρχισαν να επιστρέφουν με Μερσεντές, με παλιές Μερσεντές αλλά πάντως με Μερσεντές, με μια χοντρή ξανθιά και ένα πλυντήριο, παλιό πλυντήριο αλλά πλυντήριο, ο κόσμος άρχισε να φεύγει μαζικά».

Στις παραγκουπόλεις

Η ταινία, τα παιδιά και το πολιτιστικό κέντρο

Το μυθιστόρημα «Τα αστέρια του Σιντί Μουμέν» μεταφέρθηκε το 2012 στον κινηματογράφο με τον τίτλο «Les chevaux de Dieu» («Τα άλογα του Θεού»). Η ταινία, που γνώρισε πολλές διακρίσεις, χρησιμοποίησε ως ηθοποιούς παιδιά των παραγκουπόλεων. Η παραγωγή είχε ένα διαμέρισμα γι’ αυτά στη διάρκεια των γυρισμάτων και καθαρά ρούχα. Στο μεσημεριανό φαγητό υπήρχε ένας τεράστιος μπουφές και αυτά γέμιζαν τα πιάτα τους όσο δεν παίρνει άλλο. Μετά γύριζαν στην παραγκούπολη και φορούσαν ξανά τα «κανονικά» τους ρούχα. «»Τι θα κάνεις μ’ αυτά;» ρώτησα τον σκηνοθέτη. «Τι θες να κάνω; Δεν μπορώ και να τα υιοθετήσω» μου απάντησε. Ομως δεν ήταν δυνατόν να μην κάνουμε τίποτα. Είχαμε κερδίσει χρήματα από τη δική τους φτώχεια. Του είπα ότι έπρεπε να τους επιστρέψουμε κάτι από αυτά που κερδίσαμε. Και μια μέρα, συζητώντας σε ένα μπαρ, πήραμε μια απόφαση: θα ανοίγαμε ένα πολιτιστικό κέντρο μέσα στην παραγκούπολη. Ξέραμε ότι το μόνο όπλο απέναντι σε αυτή τη μαφία είναι η παιδεία. Συγκεντρώσαμε λοιπόν από δωρεές έργα τέχνης, κάναμε μια δημοπρασία και ανοίξαμε το πολιτιστικό κέντρο. Εχει ταινιοθήκη, πέντε χιλιάδες βιβλία, δωρεάν μαθήματα ξένων γλωσσών. Τους έφερα μέχρι και τον μεγαλύτερο σταρ της ραπ στο Μαρόκο. Υιοθετήσαμε και ένα σύστημα οικονομικών συνδρομών ύψους 10 ευρώ τον μήνα. Σήμερα το πολιτιστικό κέντρο δεν εξαρτάται πια από μας, ζει αυτόνομα. Και ως εκ θαύματος, εμφανίστηκε και ένας εκατομμυριούχος ο οποίος περιηγήθηκε για μια ώρα το κέντρο και δήλωσε ότι χρηματοδοτεί δύο νέα κέντρα. Ετσι άνοιξαν ένα ακόμα στην Ταγγέρη και ένα στο Μαρακές. Αυτή είναι η μόνη απάντηση κατά της τρομοκρατίας. Βομβαρδίζοντας χώρες φτιάχνεις απλώς τον τρομοκράτη του αύριο».

Διακόσιοι γενειοφόροι

Οι ισλαμιστές που διαθέτουν το χρήμα της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ θέλουν να αποκτήσουν εξουσία, λέει ο μαροκινός συγγραφέας. «Είναι πιο πλούσιοι από μας, λ.χ. στο Αΐντ ελ Κεμπίρ, στη γιορτή όπου σφάζονται αρνιά, αυτοί προσφέρουν στον καθένα από ένα αρνί. Σαουδική Αραβία και Κατάρ είναι τρομοκρατικά κράτη, αλλά επειδή έχουν πετρέλαιο θεωρούνται αξιοσέβαστοι άνθρωποι, τους επιτρέπεται και να αγοράζουν ακίνητα στην Ευρώπη. Ο σκηνοθέτης του «Les chevaux de Dieu» Ναμπίλ Αγιούς γύρισε το 2015 μια άλλη ταινία, τη «Much Loved», που παρακολουθεί τη ζωή τεσσάρων γυναικών από το Μαρόκο που εκδίδονται σε Σαουδάραβες. Η ταινία προκάλεσε σκάνδαλο και απαγορεύτηκε στο Μαρόκο, γεγονός που στη Γαλλία οδήγησε 300.000 θεατές στις αίθουσες για να τη δουν. Μόλις λοιπόν βγήκε η ταινία στο Μαρόκο και πριν απαγορευτεί, διακόσιοι γενειοφόροι ισλαμιστές έκατσαν έξω από το πολιτιστικό κέντρο που είχαμε φτιάξει με τον Αγιούς στο Σιντί Μουμέν και εμπόδιζαν τα παιδιά να περάσουν. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι διακόσιοι γενειοφόροι προκαλούν φόβο, αλλά παρ’ όλα αυτά τους έδιωξαν οι μανάδες των παιδιών που πηγαίνουν στο κέντρο! Οι μανάδες των παιδιών ήταν και συγγενείς των γενειοφόρων –όλοι ζουν στην ίδια περιοχή –και στις αιτιάσεις τους ότι εκεί μέσα θα γίνουν πόρνες εκείνες απαντούσαν «αφήστε τα παιδιά μας να μάθουν γλώσσες».

Δεν ξέρω τι έχω πετύχει με όλα αυτά, καμιά φορά θυμάμαι τον μύθο με το κολιμπρί που όταν καίγεται το δάσος κατουράει μήπως και σβήσει τη φωτιά. Σκέφτομαι πάντως ότι η λογοτεχνία δεν είναι άχρηστη. Ενα βιβλίο οδηγεί σε μια ταινία, μια ταινία οδηγεί στο χτίσιμο ενός πολιτιστικού κέντρου. Κάτι είναι κι αυτό…».

Mahi Binebin

Τα αστέρια του Σιντί Μουμέν

Μτφ. Ελγκα Καββαδία

Εκδ. Αγρα, 2016,

σελ. 160

Τιμή: 13 ευρώ