Η Γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου έχει 2.252 μέτρα μήκος. Αν γινόταν η διπλή ζεύξη του Μαλιακού θα απαιτούσε δύο αντίστοιχες γέφυρες ανάλογου μήκους η καθεμία. Ας το πάμε όμως πιο μακριά: αν ήθελε κανείς (λέμε τώρα, χάριν παιδιάς), να ενώσει τη Χίο με το Τσεσμέ ή τη Μυτιλήνη με το Αϊβαλί θα έπρεπε να γεφυρώσει μια απόσταση δέκα περίπου χιλιομέτρων. Και να γεφυρώσει, επίσης, δύο κόσμους που χρειάζεται να λύσουν αρκετά προβλήματα αμοιβαίας καχυποψίας πριν επιχειρήσουν καν να σκεφτούν μια τέτοια εκδοχή. Αν ήθελε πάλι να ενώσει την Κέρκυρα με την Αλβανία θα χρειαζόταν μια γέφυρα αρκετά μικρότερη του Ρίου – Αντιρρίου.

Ολα αυτά μας δίνουν μια ιδέα περί του τι σημαίνει ένα έργο που πράγματι έγινε, ο Σύνδεσμος Ερεσούντ, που ένωσε τη Δανία (και την περιοχή της Κοπεγχάγης) με τη Σουηδία (και την περιοχή Σκάνια, με κυριότερη πόλη το Μάλμε). Η απόσταση Κοπεγχάγη – Μάλμε σε μια νοητή ευθεία γραμμή είναι 25 χιλιόμετρα. Για την υλοποίηση του σχεδίου, που ξεκίνησε το 1995 και ολοκληρώθηκε το 2000, χρειάστηκε να κατασκευαστούν μία υπόγεια σήραγγα 4 χιλιομέτρων, ένα τεχνητό νησί, μια γέφυρα περίπου 8 χιλιομέτρων και άλλα πολλά τεχνικά έργα, που επιτρέπουν σε αυτοκίνητα και τρένα να περνούν από την άλλη μεριά χρησιμοποιώντας συνολικά 17 καινούργια χιλιόμετρα. Καταργώντας στην ουσία τη διάβαση με το βαπόρι της γραμμής, που τόσο πολύ χρησιμοποιούσε ο Κουρτ Βαλάντερ, ο ήρωας των μυθιστορημάτων του Χένινγκ Μανκέλ.

Η καχυποψία

Βέβαια, το γεγονός ότι οι Δανοί με τους Σουηδούς είναι πολιτισμικά αρκετά πιο κοντά σε σχέση με το δίδυμο Ελλήνων και Τούρκων δεν σημαίνει ότι η καχυποψία λείπει και εκεί. «Οι Δανοί είναι σαχλοί. Καπνίζουν πάρα πολύ. Είναι ρατσιστές», λένε πολλοί Σουηδοί. «Οι Σουηδοί έρχονται στη Δανία μόνο για να αγοράσουν φτηνό αλκοόλ. Είναι πειθαρχημένοι το πρωί και μεθυσμένοι το βράδυ. Είναι γκρίζοι και δύστροποι. Είναι οι Πρώσοι του Βορρά», λένε πολλοί Δανοί.

Τουλάχιστον αυτό ισχυρίζεται ότι λένε αμφότεροι για τους γείτονές τους μια ηρωίδα του νέου μυθιστορήματος του Μιχάλη Μιχαηλίδη «Οι επόπτες». Ωστόσο η γέφυρα έγινε. Και είναι αναμφίβολα ένα από τα λίγα μεγάλα κατασκευαστικά γεγονότα του τέλους του 20ού αιώνα που ένωσαν δύο χώρες –ένα άλλο είναι η Σήραγγα της Μάγχης που ένωσε δύο σημερινούς συμμάχους αλλά, σε κάποιους άλλους αιώνες, ορκισμένους εχθρούς. Τα έργα αυτά υπήρξαν ένα είδος μόδας την περίοδο εκείνη συμβολίζοντας τη νίκη της παγκοσμιοποίησης, της ελεύθερης οικονομίας, των μεγάλων εταιρειών και των φιλόδοξων σχεδίων που θα εκμηδένιζαν τις αποστάσεις και θα καταργούσαν στην πράξη τα σύνορα. Ηταν μια επίδειξη δύναμης μέσω της τεχνολογίας, που έκανε ο «ελεύθερος κόσμος» αμέσως μετά την ήττα του ανατολικού μπλοκ.

Το κλίμα υπεραισιοδοξίας

Με αυτή την έννοια, το μυθιστόρημα του Μιχαηλίδη, που τοποθετείται στον χρόνο πραγματοποίησης αυτής της «υπερκατασκευής» αλλά γράφεται είκοσι χρόνια αργότερα, έρχεται να υπονομεύσει το κλίμα υπεραισιοδοξίας που επικρατούσε την περίοδο εκείνη και να υπονοήσει ότι όλα αυτά τα εκπληκτικά θεμέλια των γεφυρών με τις τσιμεντένιες βάσεις και τους τεράστιους πυλώνες στη θάλασσα ήταν μάλλον υπερφίαλα και εντέλει σαθρά.

Οι γέφυρες δεν στήνονται με γνώμονα μόνο κάποια αμφίβολα πλάνα αποσβέσεων και ορισμένες υπερεκτιμημένες επενδυτικές προοπτικές. Χρειάζονται κάτι παραπάνω από απλή οικονομία, χρειάζονται ανθρωπιά, ισότητα, δικαιοσύνη, αλληλεγγύη. Και όπως συμβαίνει και στο Μάλμε με τη μεγάλη ανεργία, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου, για να χτυπηθεί στη ρίζα της η ανεργία και η φτώχεια χρειάζονται πολλές παράλληλες ενέργειες, μεγάλη, πολύχρονη και, κυρίως, ειλικρινής προσήλωση στον σκοπό αυτό. Αλλιώς με τα μεμονωμένα, έστω τεράστιου κόστους έργα, οι φτωχότεροι, δήθεν ευεργετούμενοι πληθυσμοί νιώθουν ότι για ακόμα μια φορά χρησιμοποιούνται ως άλλοθι προκειμένου κάποιοι συνήθεις ύποπτοι να πλουτίζουν ακόμη περισσότερο, να αυξάνουν τζίρους και αξίες μετοχών, να τσεπώνουν υπερβάσεις κόστους, συχνά μάλιστα εις βάρος του περιβάλλοντος.

Το κολοσσιαίο εγχείρημα
Το μυθιστόρημα, πάντως, του Μιχάλη Μιχαηλίδη είναι και αυτό με τον τρόπο του μια «υπερκατασκευή». Ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία αυτού του έργου μέσα από τους δύο επόπτες του, τον Δανό και τον Σουηδό, στους οποίους έχουν οι κυβερνήσεις τους αναθέσει τη γενική εποπτεία αυτού του κολοσσιαίου εγχειρήματος. Τα δύο αυτά πρόσωπα είναι αφοσιωμένα στην αποστολή τους, αν και με πολύ διαφορετικές οπτικές και διαθέσεις. Ο Δανός πιστεύει ειλικρινά στη σημασία του έργου, στην αναμόρφωση της περιοχής που θα πραγματοποιηθεί μέσω αυτού, στις μεγάλες δυνατότητες που διανοίγονται. Ο Σουηδός θεωρεί ότι όλα αυτά είναι αυταπάτη, αλλά, επειδή δεν θα ζήσει να δει την αλλαγή τού (νεοφιλελεύθερου) αφηγήματος που αναπόφευκτα θα έρθει κάποια στιγμή, θα κάνει πολύ καλά τη δουλειά του γιατί δεν μπορεί να κάνει κάτι διαφορετικό. Μέσα από το βλέμμα τους βλέπουμε τις ζωές τους, τους συνεργάτες τους, τους ανεκπλήρωτους και μη έρωτές τους, τους πάσης φύσεως υπεύθυνους τμημάτων του έργου αλλά και επικοινωνιακής προώθησής του ώστε να αγκαλιαστεί από τους τοπικούς πληθυσμούς.

Παγκοσμιοποίηση

Ενα μπουκάλι στη θάλασσα

Μυθιστόρημα με στέρεη εξέλιξη, καθόλου φλύαρο, πρωτότυπο, αποτελεί, κατ’ αναλογία προς το θαύμα τεχνικής που περιγράφει, ένα θαύμα χρήσης εξειδικευμένων τεχνικών όρων: είναι αναμφίβολα το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα που μπορεί να σεμνύνεται πως περιέχει χωνεμένο ένα απίστευτα πλούσιο εξειδικευμένο λεξιλόγιο.

Από εκεί και πέρα μπορεί κανείς να διατηρεί, ως προς την προοπτική και την τύχη του συγκεκριμένου μυθιστορήματος, κάποιες από τις αμφιβολίες που διατηρεί ο σουηδός επόπτης για τη γέφυρα που κατασκευάζει. Ο Μιχάλης Μιχαηλίδης με αυτό το βιβλίο δεν απευθύνεται στον μέσο αναγνώστη ελληνικών μυθιστορημάτων. Δεν θα συγκινήσει καθόλου όσους θέλουν να διαβάσουν για το παρελθόν ελληνικών χωριών, για τον τρόπο που μιλούσε η γιαγιά τους ή για τον τόπο από τον οποίο ξεριζώθηκε. Ο Μιχαηλίδης ρίχνει το μπουκάλι του στη θάλασσα της παγκοσμιοποιημένης λογοτεχνίας, ελπίζοντας ότι θα βρει ευήκοα ώτα κριτικής της παγκοσμιοποίησης και αλλού, όπως έγινε με κάποια βιβλία του που μεταφράστηκαν στα γερμανικά ή στα πολωνικά. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι μια λογοτεχνική «υπερκατασκευή» από τον περιθωριοποιημένο Νότο θα τραβήξει την προσοχή του αναπτυγμένου κέντρου, όπως δεν υπήρξε καθόλου αυτονόητο ότι οι επενδυτές του Λονδίνου, του Παρισιού και της Φρανκφούρτης θα συγκινούνταν από τον Σύνδεσμο Ερεσούντ, που φτιάχτηκε σε έναν Βορρά αναπτυγμένο μεν, ολίγον περιθωριακό δε. Μένει το γεγονός ότι η γέφυρα που στήνει ο Μιχαηλίδης, ανάμεσα στη μικρή Ελλάδα και στον έξω κόσμο, έχει πολύ πιο ευγενή κίνητρα από αυτά των τεράστιων κατασκευαστικών εταιρειών και των πολιτικών στελεχών που υποστηρίζουν τα σχέδιά τους.

Μιχάλης Μιχαηλίδης

Οι Επόπτες

Εκδ. Νεφέλη, 2016 Σελ. 360

Τιμή: 16 ευρώ