Το γραφείο του στη βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη είναι άδειο από τη Μεγάλη Πέμπτη, οπότε και χρειάστηκε να εισαχθεί εσπευσμένα σε ιδιωτικό νοσοκομείο με συμπτώματα πνευμονίας. Κανείς όμως δεν ήθελε να πιστέψει μέχρι χθες ότι η δυνατή φωνή του, το τρανταχτό του γέλιο και οι έντονες χειρονομίες του όταν εκνευριζόταν δεν θα επέστρεφαν στο υπόγειο της οδού Κουμπάρη. Εκεί, στα σπλάχνα του κτιρίου όπου έζησε για περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες, «χτίζοντας» έναν από τους μεγαλύτερους και πλέον δραστήριους μουσειακούς οργανισμούς στην Ελλάδα, το Μουσείο Μπενάκη. Ο Αγγελος Δεληβορριάς όμως, αν και έδωσε εδώ και 19 ημέρες μια γενναία μάχη για τη ζωή του, δεν κατάφερε αυτή τη φορά να βγει νικητής. Ηταν 81 ετών. Και έφυγε την ημέρα που οι φίλοι, οι μαθητές του και οι δικοί του άνθρωποι θα συγκεντρώνονταν για να τον τιμήσουν, καθώς χθες το απόγευμα είχε οριστεί η τελετή της επίσημης υποδοχής του από την Ακαδημία Αθηνών.

Τολμηρός, ευρυμαθής, πολυπράγμων, κοσμοπολίτης, ευθύς, ηγετικός, άοκνος, μα πάνω από όλα παθιασμένος με ό,τι καταπιανόταν, μπορούσε με την ίδια ευκολία να βρεθεί στο σκάμμα και να διευθύνει ως μάχιμος αρχαιολόγος την ανασκαφή στο ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα (Λακωνία) και ύστερα από λίγο να βυθιστεί στη βιβλιοθήκη για να συγγράψει μια από τις πολλές πρωτότυπες μελέτες του: από μια νέα ερμηνευτική προσέγγιση της ζωφόρου του Παρθενώνα ώς την ξυλογλυπτική της Πελοποννήσου.

Είναι ο αρχαιολόγος που κατάφερε να κρατήσει το καράβι του Μουσείου Μπενάκη στον αφρό των κυμάτων για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, χωρίς να αμφισβητήσει κανείς το βάθος των γνώσεών του και την πείρα του, ειδικά στον τομέα της γλυπτικής. Αυτά τα χαρακτηριστικά ήταν άλλωστε που πριν από δύο χρόνια τον οδήγησαν στις τάξεις των ακαδημαϊκών, μια θέση που ίσως και να είχε καθυστερήσει για τον σπουδαίο επιστήμονα με τη χαρισματική προσωπικότητα.

Ενας από τους μακροβιότερους διευθυντές μουσείου παγκοσμίως και ο μόνος που μπορούσε ταυτοχρόνως να ασκεί διοίκηση, να συγκεντρώνει χορηγίες, να ασχολείται με την επιστήμη και να κρατά πολιτικές ισορροπίες, κατάφερε να παρουσιάσει την Ελλάδα εν συνόλω σε έναν μουσειακό χώρο (τον οποίο τριπλασίασε) και σε έναν οργανισμό τον οποίο κατάφερε να γιγαντώσει, όχι χωρίς συνέπειες. Στην περίοδο της κρίσης αναγκάστηκε να πάρει δύσκολες αποφάσεις που είχαν ως συνέπεια απολύσεις και περικοπές μισθών, αλλά και κλείσιμο των μουσειακών χώρων για περισσότερες από μία ημέρα την εβδομάδα.

ΜΠΕΝΑΚΗ ΚΑΙ ΣΠΙΤΙ ΓΚΙΚΑ. Εργο ζωής του Αγγελου Δεληβορριά για τους περισσότερους ήταν η μεταμόρφωση του Μουσείου Μπενάκη σε έναν σύγχρονων προδιαγραφών εκθεσιακό χώρο, ικανό να ανταποκριθεί στο όραμά του: την αφηγηματική και διαχρονική παρουσίαση της ελληνικής Ιστορίας. Ωστόσο, εκείνος δεν έκρυβε την αγωνία του για τη δημιουργία της Πινακοθήκης Γκίκα. Ηταν η μοναδική περίοδος που είχε εγκαταλείψει το υπόγειο γραφείο του στην οδό Κουμπάρη και είχε μετακομίσει στον τελευταίο όροφο της οδού Κριεζώτου για να παρακολουθεί από κοντά τις εργασίες.

Θεωρούσε χρέος του να παραδώσει στις επόμενες γενιές ένα μουσείο αφιερωμένο στην πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή της γενιάς του ’30 και ήταν περήφανος για το συγκεκριμένο έργο. Και αν όλα αυτά είναι μέρος της ανεκτίμητης κληρονομιάς που αφήνει πίσω του μαζί με ένα τεράστιο κενό που δεν μπορεί να πληρωθεί, στις καρδιές όλων όσοι τον γνώρισαν θα μείνει όχι μόνο ως ο λαμπρός επιστήμονας που απλόχερα μοίραζε τις γνώσεις του, ως ο χαρισματικός ομιλητής που ακόμη και η πιο σύντομη συζήτηση μαζί του μπορούσε να αναδειχθεί σε ένα σπουδαίο μάθημα αρχαιολογίας, τέχνης ή και ζωής, αλλά και ως ο οικοδεσπότης που υποδεχόταν με χαμόγελο και μια ζεστή χειραψία τους επισκέπτες των εκδηλώσεων του μουσείου και με μια μεγάλη αγκαλιά εκείνους που γνώριζε και αγαπούσε.

Ειλικρινής, αυθόρμητος, προσιτός, μπορούσε να περνά ακόμη και τις αργίες στο γραφείο του για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, αλλά θα έβρισκε χρόνο για όσους είχαν ανάγκη τη συμβουλή του ή για να πάει τις εγγονές του στο θέατρο.

Γεννημένος το 1937, σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία και στη Γαλλία. Το 1973 ανέλαβε τη θέση του διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, από το οποίο αποχώρησε το 2014, ενώ από το 1992 έως το 2005 ήταν εκλεγμένος καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 2016 εξελέγη εξελέγη τακτικό μέλος στην προκηρυχθείσα έδρα Αρχαιολογίας – Μουσειολογίας της Ακαδημίας Αθηνών.

Χρύσα Μαλτέζου, ακαδημαϊκός

«Μεγάλο κεφάλαιο για τον τόπο»

«Είμαι συγκλονισμένη. Χθες η Ακαδημία Αθηνών θα τον υποδεχόταν στους κόλπους της. Ηταν μεγάλο κεφάλαιο για τον τόπο. Ενας ευαίσθητος άνθρωπος που προσέφερε πολλά και πολλά είχε να προσφέρει. Ο πνευματικός κόσμος κλαίει για τη μεγάλη απώλεια».

Λίλα Μαραγκού, ομότιμη καθηγητρια στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

«Εκανε φίλους παντού»

«Τι να πρωτοπώ για τον Αγγελο; Να μιλήσω για τον χαρισματικό του χαρακτήρα; Για τη βαθιά επιστημοσύνη του; Την αποτελεσματικότητά του; Το εύρος των γνώσεών του και την προσφορά του σε αυτόν τον τόπο; Την καλοσύνη του; Το γεγονός ότι έκανε φίλους όπου κι αν βρισκόταν; Τη διάθεσή του να προσφέρει; Οι χάρες του δεν περιγράφονται. Το κενό που αφήνει πίσω του θα δείξει τη γύμνια μας».