Στις παλαιές καλές ημέρες, το υπέροχο βλέμμα της φλερτάρει διακριτικά τον

φακό. Χαμογελαστό πρόσωπο, ολίγον αινιγματικό, ζεστή σκηνική παρουσία που

αγγίζει. Πάντα ήταν ανεπιτήδευτη η Ντίνα Τριάντη. Άλλωστε αυτό που την έκανε

δημοφιλή δεν ήταν η υπεροψία και η αλαζονική λάμψη μιας σταρ. Έλαμπε γιατί

είχε εσωτερική λάμψη. Αφόπλιζε γιατί είχε μια καθαρότητα. Κι άφηνε αποτυπώματα

φρεσκάδας στο πανί. Άφηνε κάτι από μέσα της…


Ντίνα Τριάντη. Αν γύριζε πίσω… θα έκανε ίσως άλλα λάθη, αλλά ποτέ τα ίδια!

ΕΙΝΑΙ υπέροχα βαθύ και σήμερα το βλέμμα της. Αλλά δεν «βλέπει», όπως παλιά,

ψηλά. Είναι χαμηλόφωνο ­ όλο σιωπές και σκιές. Είναι το βλέμμα της απόσυρσης.

Της θλίψης που γεννιέται από την απόσυρση…

Εκείνη η όμορφη μαύρη ελιά που «κατοικούσε» χαμηλά και λοξά στο πιγούνι

αφαιρέθηκε πρόσφατα. Ήθελε, το ομολογεί, «να σταματήσουν να με αναγνωρίζουν οι

άνθρωποι στον δρόμο». Λάθος κίνηση στο σκάκι: όλοι συνεχίζουν να βλέπουν την

Τριάντη! Και να τη ρωτούν από πάνω πού πήγε κι η ελιά…

Δεν έχει τι να τους απαντήσει ­ γιατί έλαμπε και γιατί σταμάτησε να λάμπει,

γιατί χάθηκε… Φοράει μαύρα γυαλιά ­ να κρύψει τα μάτια της και να κρυφτεί ­

όταν κυκλοφορεί στην πόλη το κορίτσι που έκανε γενιές και γενιές να γελάσουν,

να συγκινηθούν, να δακρύσουν κι ύστερα να ξαναγελάσουν. «Κρύβεται» εκείνη η

λυγερή κοπέλα που τη βλέπουμε και την ξαναβλέπουμε, δύο και τρεις φορές την

εβδομάδα στην TV και όχι μόνο δεν κουράζει αλλά «κερδίζει» ακόμη και μικρά

παιδιά, που διασκεδάζουν βλέποντας μια παλιά ελληνική ταινία και φωνάζουν «να

ο Βέγγος, να η Τριάντη»!

«Μα αυτή δεν είναι η Τριάντη;», ρωτούσαν έκπληκτοι οι θαμώνες στο μπαρ όπου

δούλευε, στο Κολωνάκι. Και στην ταβέρνα όπου εργάστηκε ως σερβιτόρα, στην

Ηλιούπολη, όλοι οι πελάτες την αναγνώριζαν. Αλλά και στην μπουτίκ στην

Αργυρούπολη οι κυρίες που αγόραζαν ρούχα ήξεραν πως τον ρόλο της πωλήτριας τον

είχε η Τριάντη… Μεγάλο πρόβλημα «να είσαι αυτό που δεν θέλεις να είσαι» σε

στιγμές που η ζωή ορίζει αλλιώς και σε βγάζει στον δρόμο ­ να πάρεις μέρος στο

δύσκολο παιχνίδι της επιβίωσης και όχι στο γύρισμα μιας ταινίας… Ακόμη και

ως μπέιμπι σίτερ δούλεψε η Ντίνα Τριάντη! Μα τώρα τελευταία που έβαλε και πάλι

αγγελία στην εφημερίδα ­ «σοβαρή κυρία κρατά μικρά παιδιά» ­ κανένας δεν ανταποκρίθηκε…

Ο ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ Η ΔΟΥΛΕΙΑ

Τα φώτα χαμήλωσαν, γιατί αποδέχθηκε το ημίφως και εκείνη. Η συνάντησή της, το

1967, με τον Λάκη Κομνηνό, ο έρωτας, ο γάμος, η απόφασή τους να κάνουν παιδιά

την απομάκρυναν από το πανί. Ήθελε, λέει, να μεγαλώσει ως μάνα τα παιδιά της

και τότε πίστευε πως ποτέ δεν θα μετάνιωνε. Ζήτημα προτεραιοτήτων είναι όλα

στη ζωή: «Δούλεψα για λίγο μετά τον γάμο, στον κινηματογράφο. Αποκτήσαμε τον

Γιώργο, το ’71… Λίγα χρόνια αργότερα ήρθε και ο Γιάννης…». Ενδιάμεσα έκανε

μόνο θεατρικές περιοδείες ­ Αμερική και Καναδά, Αυστραλία, ελληνικά νησιά και

επαρχίες. Και εκεί τερμάτισε…

Δεν χρεώνει αλλού τις δικές της ευθύνες, δεν κρίνει, δεν κατακρίνει: «Έτσι

ήταν τα πράγματα κι έτσι κύλησαν 22 χρόνια μέχρι και πριν δέκα χρόνια. Το

διαζύγιο ήταν ένα ισχυρό πλήγμα, όχι τόσο γιατί ξαφνικά βρέθηκα μόνη όσο γιατί

αναθεωρούσα ολάκερη τη ζωή μου· ήθελα να δουλέψω αλλά δεν είχα μια άκρη, από

κάπου να κρατηθώ. Είμαι και ντροπαλή, δεν είμαι ο άνθρωπος που χτυπά πόρτες…

Τότε με έπιασε κάτι, έριξα τα πάντα στο τζάκι ­ φωτογραφίες, μνήμες,

αφιερώματα, ταινίες. Και είπα στον εαυτό μου: «Είσαι ένα τίποτα, είσαι ένα

μηδενικό, έχεις αποτύχει». Έκτοτε είναι ελάχιστα όσα έκαμα ­ στη σειρά «Μίνι

σούπερ μάρκετ Ονείρων» του Π. Λαοκράτη στην ΕΤ1, στη σειρά «Γόβα στιλέτο» στον

Antenna, ένα μικρό θεατρικό, ψιλοπράγματα, δουλειές που αποδέχομαι λόγω

ανάγκης, να πληρώσω απλήρωτους λογαριασμούς, να επιβιώνω μια μικρά διαστήματα…».

Λόγω ανάγκης… επιβίωσης περισσότερο, παρά επαγγελματικής. Την πονάει αυτό.

Την πληγώνει το βιβλιάριο απορίας που κατόρθωσαν να της βγάλουν από το Σπίτι

του Ηθοποιού με τα μόλις 502 ένσημά της ­ «ποιος κόλλαγε τότε ένσημα;». Την

πονάει που συχνά είναι άδειο το ψυγείο ή τις φορές που φέρνουν τσιγάρα οι

φίλοι! Την πονάει που την καλούν κάπου και λέει ότι «κάπου αλλού» έχει να

πάει, γιατί είναι άδειο το πορτοφόλι…

Αν γύριζε τον χρόνο τριάντα χρόνια πίσω, θα έφτιαχνε την ζωή της αλλά δεν θα

γύριζε την πλάτη στη δουλειά της. Θα ισορροπούσε ανάμεσα στην καριέρα και στη

μητρότητα ­ πληρώνοντας πάλι το ανάλογο τίμημα, αλλά όχι το απάνθρωπο τίμημα

της απόσυρσης, της αφάνειας… Αν γύριζε πίσω, θα έκανε ίσως αλλά λάθη, αλλά

ποτέ τα ίδια.

Το κορίτσι με τη μαύρη ελιά και τα αμυγδαλωτά καστανά μάτια δεν είναι πια

κορίτσι. Μπορεί να «αφάνισε» την ελιά, να έκαψε τις μνήμες, να βιώνει το

καθεστώς του «αναλώσιμου» ανθρώπου, αλλά βαθιά μέσα της η Ντίνα Τριάντη

πιστεύει πως είναι ακόμα μάχιμη. Και υπάρχουν σίγουρα ρόλοι ζωής για μια ώριμη

κυρία που διατηρεί ζωντανή την παλιά της φινέτσα και το βελούδινο βλέμμα…

Για μια κυρία που, ακόμη και νηστική, ζει με αξιοπρέπεια.

ΟΛΑ ΣΤΗ ζωή της έγιναν όπως στα σενάρια των παλιών ταινιών. Τέτοιο σενάριο

είναι και το παρόν της ­ δίχως τις ακρότητες των σημερινών σεναρίων!

Η κόρη του Γιάννη και της Ροδάνθης Μαξούρη γεννήθηκε στη Ν. Ιωνία, όπου οι

πρόσφυγες γονείς της έδιναν τον σκληρό αγώνα της καθημερινής επιβίωσης. Δεν

είχαν τίποτα ρόδινο τα παιδικά της χρόνια. Καμιά αίγλη, κανένα φως. Μονάχα τη

μυρουδιά της φτώχειας θυμάται… Κοιμόταν κάθε βράδυ σε καινούργιο όνειρο,

αλλά ξυπνούσε στην πραγματικότητα. Και ούτε που φανταζόταν πως το ξημέρωμα

μιας ημέρας θα ήταν σαν σε όνειρο…

Ο έρωτας χτύπησε πρώτα την πόρτα της. Ήταν θύελλα και εκείνη… δεκαπέντε!

Έφηβος ήταν και ο Αίαντας Τριάντης. Και επειδή ήταν παιδιά και τα παιδιά

κάνουν αποκοτιές… κλέφτηκαν.

Στα 18 της ήταν ήδη μάνα! Της Γκέλλης. Ο Αίαντας φοιτούσε στη δραματική σχολή

Μιχαηλίδη, συμμετείχε και στον χορό στο αρχαίο δράμα. Κάποια ημέρα της είπε

ότι ο Μινωτής ζητούσε κοπέλες. Και εκείνη είπε: «Δεν δοκιμάζω και εγώ;». Και,

ω του θαύματος, την καλοδέχτηκαν! Το ξύπνημα στο όνειρο δεν σταμάτησε εκεί. Ο

Νίκος Κούνδουρος γύριζε το «Ποτάμι». Ζητούσε μία κοπελίτσα σαν την Ντίνα. Και

εκείνη επέλεξε…

Ο γάμος με τον Αίαντα έληξε μα οι ουρανοί, έτσι στα ξαφνικά, έβρεχαν όνειρο.

Από το ’58 έως το ’67 πρωταγωνιστά σε 70 ταινίες. Και όσο ανεβαίνει το αστέρι

της τόσο λάμπει: «Δεν προλάβαινα ούτε να κοιμηθώ. Έτρεχα από τη μια ταινία

στην άλλη. Οι συνθήκες ήταν τότε άσχημες. Ο κινηματογράφος δεν διέθετε τα μέσα

που έχει σήμερα. Ατέλειωτες οι ώρες δουλειάς! Αλλά είχα μεράκι, πολύ μεράκι.

Και τη μεγάλη τύχη να συνεργαστώ με ιερά τέρατα…».

Τα περιοδικά και οι εφημερίδες της εποχής μιλούσαν διαρκώς για το γλυκό

κορίτσι με την ελιά και τα ωραία μάτια. Το ένα εξώφυλλο διαδέχεται το άλλο ­

θυμάται με συγκίνηση εκείνο που ποζάρει με τον Κώστα Κακαβά κάτω από τον τίτλο

«Το ζευγάρι της ομορφιάς» ­ η μια ταινία την άλλη. Τι να πρωτοθυμηθεί; Την

«Κρουαζιέρα στη Ρόδο» ή την ταινία «Ο αδελφός μου ο τροχονόμος»; Το «Τύφλα να

‘χει ο Μάρλον Μπράντο» ή τον «Τρελάρα» με τον Βέγγο; Στάθηκε δίπλα του

τέσσερις φορές και άλλες έξι δίπλα στον Χατζηχρήστο. Πρωταγωνιστεί στον

«Καζανόβα», στον «Κύριο πτέραρχο», στο «Τι κάνει ο άνθρωπος για να ζήσει»…

Αλλά και στις «Τρεις κούκλες και εγώ» με τον Ηλιόπουλο. Δίπλα στον

Παπαγιαννόπουλο στην ταινία «Οι άγγελοι του πεζοδρομίου». Στον «Χαζομπαμπά» με

τον Σταυρίδη. Η ταινία «Χρυσός και τενεκές» ήταν η καλύτερή της στιγμή με τον

Μ. Φωτόπουλο. Και «Ο διάβολος και η ουρά του» μια ωραία στιγμή με τον Ανδρέα Μπάρκουλη…