Η τελευταία από τις «εκπλήξεις» που μας επεφύλαξε η πολυπράγμων

υπουργός των Εξωτερικών της Τουρκίας ήταν η πρότασή της για «πάγωμα» του

σημερινού «Status quo» στο Αιγαίο ­ δηλ. να δεσμευθούμε ότι δεν θα

επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια.

ΘΑ είναι όμως, ακόμη

μεγαλύτερη η έκπληξη εκείνων που θα μελετήσουν το Αρχείο Κ. Καραμανλή όταν

ανακαλύψουν ότι η πρόταση είναι… ελληνικής καταγωγής (!). Και διετυπώθη για

πρώτη φορά τον Μάρτη του 1978 από τον τότε πρωθυπουργό, κατά τη συνάντησή του

με τον Τούρκο ομόλογό του Μπουλέν Ετσεβίτ.

Υπάρχουν πράγματι πολλές

«εκπλήξεις» στο Αρχείο Καραμανλή, όχι μόνον στα όσα αναφέρονται αλλά και στα

όσα παραλείπονται, που είναι εν τούτους μοιραίο κι αναπόφευκτο να έλθουν στη

δημοσιότητα εξ αφορμής της δημοσιεύσεως του Αρχείου. Μια τέτοια έκπληξη είναι

και η αρχή της συνομιλίας των δύο πρωθυπουργών, όπως τουλάχιστον αναφέρεται

στο πρακτικό που υπάρχει στο ΥΠΕΞ.

Βρισκόμαστε ­ δεν πρέπει να το

λησμονούμε ­ στον Μάρτη του 1978. Τα ερείπια καπνίζουν ακόμη στη Μεγαλόνησο,

200.000 πρόσφυγες από τα κατεχόμενα ζουν σε σκηνές και οι 2.100 «αγνοούμενοι»

­ ήταν εν ζωή ακόμη τότε ­ και οι οικογένειές τους ζούσαν μέσα στην αγωνία για

την τύχη τους. Αρχιτέκτων της απάνθρωπης εκείνης τραγωδίας, ο συμπλεγματικός

Τούρκος «σοσιαλιστής» Μπουλέντ Ετσεβίτ, που περίμενε με κάποια ανησυχία τον

Έλληνα πρωθυπουργό.

ΣΥΓΧΩΡΟΧΑΡΤΙ


Ο Κ. Καραμανλής μπήκε με την αγέρωχη

περπατησιά του και δίνοντάς του το χέρι τού είπε: «Με πικράνατε… Με

πικράνατε πολύ με τον Αττίλα κ. πρωθυπουργέ…». Ο Ετσεβίτ αισθάνθηκε αμήχανα.

Αλλ’ από την αμηχανία του έσπευσε να τον βγάλει ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής

προσθέτοντας… «αλλ’ ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτά…»!

«Ας τ’ αφήσουμε τώρα

αυτά». Ήταν το συγχωροχάρτι προς τον Ετσεβίτ ­ γιατί όχι και προς ολόκληρη την

Τουρκία; ­ για το μεγάλο έγκλημα.

(Σημ.: Το «σοκ» που ένιωσα διαβάζοντας

τα λόγια αυτά, σε μια από τις συχνές αναδιφήσεις στο αρχείο του ΥΠΕΞ, ήταν

τόσο ισχυρό που τηλεφώνησα αμέσως στον Α.Γ.Π. Του διάβασα τις λίγες αράδες,

προσθέτοντας: «Ένα απλό «με πικράνατε»… Λες κι επρόκειτο για μια ασήμαντη

κοινωνική απρέπεια». Ο Α. Παπανδρέου δεν ήθελε να με πιστέψει. Κι υποχρεώθηκα

να του στείλω το κείμενο με έκτακτο αγγελιόφορο).

Η ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑ

Ένας ολοκληρωμένος όμως σχολιασμός των Αρχείων Καραμανλή, δεν είναι

δυνατόν να επιχειρηθεί ούτε την επομένη της δημοσιεύσεώς τους, ούτε σε

περιορισμένο χώρο. Μπορούν να γίνουν ορισμένες μόνον αλλ’ ενδιαφέρουσες

επισημάνσεις που, κάτω από τις σημερινές συνθήκες ίσως αποδειχθούν και

ιδιαίτερα χρήσιμες. Συγκεκριμένα:

1. Υφαλοκρηπίδα. Ένα από τα βασικά

πολιτικά και «νομικά» επιχειρήματα της Άγκυρας σ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης

8ετίας του ΠΑΣΟΚ (υποθέτω και σήμερα) είναι ότι το Αιγαίο αποτελεί θάλασσα

ειδικών συνθηκών και γι’ αυτό δεν εφαρμόζονται κατά γράμμα οι διεθνείς

συνθήκες, αλλά πρέπει να ερμηνεύονται με την αρχή της «equite» ­ της

«δικαιοσύνης» ή της «ισότητας». Η πρώτη δειλή προσπέλαση έγινε σ’ εκείνη τη

συνάντηση από τον Τούρκο πρωθυπουργό:

Ετσεβίτ: «Ο κύριος λόγος που

δημιουργήθηκε το πρόβλημα του Αιγαίου οφείλεται σ’ ορισμένες διεθνείς

εξελίξεις. Ο θαλάσσιος βυθός πήρε νέα σημασία… η Ελλάς και η Τουρκία πρέπει

να προσαρμοσθούν σε νέες προσπελάσεις…».

Καραμανλής: «Αυτό είναι που

είπα και στη Βουλή μας. Μίλησα για τεχνολογική πρόοδο και υπέδειξα στους

βουλευτές μας ότι το θέμα υπάρχει λόγω των εξελίξεων αυτών…». Και πιο κάτω:

«Είναι αληθές ότι η σύμβαση δεν έγινε επί τούτω για το Αιγαίο, όπου υπάρχουν

ειδικές συνθήκες. Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας αυτήν την κατάστασιν και να

εφαρμόσουμε τους κανόνες που προβλέπονται από τη σύμβαση, λαμβάνοντας υπ’ όψιν

τις ειδικές συνθήκες στο Αιγαίο».

Ετσεβίτ: «Συμφωνώ μαζί σας ότι υπάρχει

μια ιδιάζουσα κατάσταση στο Αιγαίο. Γι’ αυτό το πρόβλημα θα πρέπει ν’

αντιμετωπισθεί και να καταβληθεί προσπάθεια να λυθεί διμερώς», και ότι το

Αιγαίο είναι «θάλασσα ειδικών συνθηκών».

Έτσι μέσα σε λίγα λεπτά, στα

πλαίσια ενός… μη δεσμευτικού διαλόγου, η Άγκυρα εξασφάλισε το βασικότερο

επιχείρημά της ­ που θα υιοθετήσει αργότερα και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ­ και την

πολιτική παραδοχή ότι το θέμα της υφαλοκρηπίδας πρέπει να επιλυθεί «διμερώς»,

μια και το Αιγαίο… είναι θάλασσα ειδικών συνθηκών!

Θα αρκούσε και μόνον

η παραδοχή αυτή για να θεωρήσει ο Ετσεβίτ τη συνάντηση εκείνη σαν διπλωματική

του επιτυχία.

ΤΑ 12 ΜΙΛΙΑ

2. Το όριο των 12 μιλίων. Η σύμβαση

του Δικαίου της Θάλασσας δεν έχει ακόμη υπογραφεί, αν και οι διαπραγματεύσεις

είχαν προχωρήσει σημαντικά. Στα παρασκήνια της διάσκεψης η Άγκυρα καταβάλλει

απεγνωσμένες προσπάθειες να μη θεσμοθετηθεί στο όριο των 12 μιλίων. Κι ήταν

επόμενο ο Ετσεβίτ θα θίξει και το θέμα αυτό.

Ετσεβίτ: «Πρέπει να

επιδιώξουμε μια λύση που να ικανοποιεί αμφότερες τις χώρες… Η ελληνική

πλευρά έχει ορισμένους φόβους για το πολιτικό καθεστώς (σημ.: μιλά για

πολιτικό καθεστώς και όχι την κυριαρχία) των νησιών. Από την άλλη πλευρά η

Ελλάς μπορεί να μας δώσει διαβεβαιώσεις ότι δεν θα επεκτείνει τα χωρικά της

ύδατα. Στην πραγματικότητα, κατά τις συνομιλίες εδώ δώσαμε ο ένας στον άλλο

τέτοιες διαβεβαιώσεις. Γιατί να μην ανακοινώσουμε στους λαούς μας τι

συζητήσαμε εδώ;».

Καραμανλής: «Τα νησιά ανήκουν στην Ελλάδα». Η παραδοχή

αυτού του γεγονότος από την Τουρκία δεν αποτελεί παραχώρηση προς την Ελλάδα,

ενώ αυτό που μας ζητάτε για τα χωρικά ύδατα ισοδυναμεί με παραίτησιν από

νόμιμα δικαιώματά μας. Όπως είπα, αν και δεν έχουμε καμία προοπτική να

επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα δεν μπορώ να δηλώσω ότι η Ελλάς παραιτείται

των δικαιωμάτων της».

Και πιο κάτω: «Σας διαβεβαίωσα για τις προθέσεις μας

σχετικά με τα χωρικά ύδατα. Δεν έχουμε τέτοια πρόθεση (επέκτασής τους), δεν

σκεφθήκαμε καν να το χρησιμοποιήσουμε αυτό το επιχείρημα σαν απειλή…».

Ο

Κ. Καραμανλής πολύ ορθά, αρνείται επίμονα, όπως προκύπτει, να παραιτηθεί του

νομίμου δικαιώματός μας. Αλλά χωρίς δισταγμό ή περίσκεψη σπεύδει ν’ αποκλείσει

την άσκησή του, ακόμη δε και την «απειλή» άσκησης. Είναι μια θέση διαμετρικά

αντίθετη με εκείνη όλων των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, που τονίζουν ότι «το πότε

και πώς» θ’ ασκηθεί το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων μας στα 12 μίλια,

ανήκει στη διακριτική εξουσία της χώρας μας. Και είναι αδύνατον να εκτιμηθεί

κατά πόσον η «διαλλακτικότητα» του κ. Καραμανλή συνέβαλε στην ενίσχυση της

τουρκικής αδιαλλαξίας, μέχρι σημείου να ανακηρύξουν ως causus belli την

επέκταση των χωρικών μας υδάτων.

Είναι, όμως, βέβαιον ότι όταν ο

Αμερικανός πρέσβης Μακ Κλόσκυ πρότεινε την επίσημη παραίτησή μας έναντι της

υπογραφής συμφώνου μη επιθέσεως από την Τουρκία, είχε «βάσιμες ελπίδες» (που

τις στήριζε στις εισηγήσεις που θα εδέχετο ο κ. Καραμανλής) ότι η πρότασή του

ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτή. Εκείνο που δεν υπολόγισε, είναι ότι ο τότε

πρωθυπουργός είχε «διευρύνει» τον κύκλο των συμβούλων του. Κι όχι μόνον.

Αντιμετώπιζε και μια αντιπολίτευση που όχι μόνον είχε ολοκληρωμένη πολιτική

στα εθνικά θέματα, αλλά και είχε θέσει τα εθνικά θέματα σαν πρωταρχικής

σημασίας για την υλοποίηση της αλλαγής. Ο Κ. Καραμανλής απέρριψε την

αμερικανική πρόταση.

Η ΑΠΟΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

3. Η άμυνα των

νησιών. Ήταν φυσικά αδύνατον ο Ετσεβίτ να μη θίξει και το θέμα της οχύρωσης

των νησιών μας, ζητώντας την πλήρη αποστρατιωτικοποίησή τους. Ο Κ. Καραμανλής

θ’ απορρίψει ­ και ορθά ­ την αξίωσή του. Αλλά η απάντησή του δείχνει, αυτό

που ήταν και η μεγάλη αδυναμία του, σε διαμετρική αντίθεση προς τον Α.

Παπανδρέου. Δεν εγνώριζε τις τεχνικές και νομικές λεπτομέρειες των εθνικών

θεμάτων, που αν και λεπτομέρειες είναι ουσιώδους σημασίας. Και η απάντηση που

έδωσε στον Ετσεβίτ ήταν: «… Ο ισχυρισμός ότι παρέβημεν διεθνείς συμφωνίες

μερικώς μόνον είναι αληθής. Γιατί τα πρακτικά της υποεπιτροπής που ασχολήθηκε

με την υπόθεση στην Λωζάννη αποδείκνυαν ότι… η εφαρμογή του όρου αυτού δεν

θ’ αποστερούσε αμύνης τα νησιά εις περίπτωσιν απειλής».

Αυτή η «μερική»

αναγνώριση, της «μερικής παρανομίας» μας, ενεθάρρυνε την Άγκυρα, η οποία

έκτοτε εγείρει συνεχώς θέμα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου. Και

στις διμερείς επαφές, και σε διεθνές επίπεδο. Και η έκπληξη του Τούρκου

πρεσβευτή, λίγους μήνες μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ήταν μεγάλη

όταν άκουγε ότι… η δουλεία της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών έχει αρθεί

με το άρθρο 51 του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ (σημ.: προβλέπει το δικαίωμα

όλων των κρατών – μελών να οχυρώνουν αμυντικά το έδαφός τους) αλλά και της

ελληνοτουρκικής συνθήκης του ’38 που αναγνωρίζει την ελληνική κυριαρχία χωρίς

την παραμικρή δέσμευση.

Βεβαίως, η Άγκυρα δεν αποδέχθηκε ποτέ επίσημα το

ελληνικό αντεπιχείρημα. Αλλά ο θόρυβος για την οχύρωση των νησιών άρχισε

έκτοτε να καταλαγιάζει.

Η ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ

Τερματική περιοχή

Λήμνου: Ένα θέμα δευτερευούσης, είναι αλήθεια, σημασίας ήταν και το θέμα της

τερματικής περιοχής του αεροδρομίου της Λήμνου, δηλ. της περιοχής που

εξαιρείται των στρατιωτικών ασκήσεων και ελέγχεται από τον Πύργο Ελέγχου για

την ασφάλεια των προσγειώσεων και απογειώσεων.

Ο Ετσεβίτ παρεπονέθη ότι

είχαμε δεσμεύσει μεγάλη περιοχή, ο Κ. Καραμανλής το εδέχθη και ο Κ. Μητσοτάκης

σαν υπουργός των Εξωτερικών, με επιστολή του προς τον πρέσβη μας τού έδωσε

εντολή να πληροφορήσει την κυβέρνηση της Άγκυρας ότι «μονομερώς… άνευ

ανταλλάγματος… και σε εκδήλωση καλής θελήσεως» περιορίσαμε την τερματική

περιοχή κατά 100 τ.μ. Είναι κάτι που πρέπει να το γνωρίζουν τουλάχιστον οι

επιβάτες της Ο.Α. όταν τα αεροσκάφη της Πολιτικής μας Αεροπορίας κάνουν

κάθετες προσγειώσεις στο αεροδρόμιο της Λήμνου.

Αναμφισβήτητα, οι

λεπτομέρειες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Θα μπορούσε, επί παραδείγματι,

να πληροφορηθεί ο μέσος πολίτης ότι η πρόταση για συνεκμετάλλευση της

υφαλοκρηπίδας που παρουσιάσθηκε σαν «φιλειρηνική» και «διαλλακτική» πρόταση

Ελλήνων φιλειρηνιστών (σημ.: καμιά πρόθεση αμφισβήτησης της καλής τους

πρόθεσης) είναι απαίτηση του Ετσεβίτ που διετυπώθη στην συνάντησή του με τον

Κ. Καραμανλή, τονίζοντας μάλιστα, κατά τρόπον προκλητικό, ότι καμιά συμφωνία

οριοθέτησης δεν είναι δυνατή χωρίς να συνοδεύεται και από συμφωνία

συνεκμετάλλευσής της.

Εν τούτοις, ακόμη μεγαλύτερης σημασίας είναι τα

γενικά συμπεράσματα που μπορούν να συναχθούν από τέτοια ντοκουμέντα. Και στην

προκειμένη περίπτωση θα μπορούσε κανείς αδίστακτα να υποστηρίξει ότι:

Πρώτον: Ένας διάλογος οσονδήποτε μη δεσμευτικός, έστω κι αν γίνεται μόνον και

για τη βελτίωση του κλίματος των σχέσεων των δύο χωρών, μοιραία κι αναπόφευκτα

εξελίσσεται σε διαπραγμάτευση. Και

Δεύτερον: Οτιδήποτε λεχθεί έστω και για

διαπραγματευτικούς λόγους, προσλαμβάνει ­ πράγμα που έχει δεχθεί και το

Δικαστήριο της Χάγης ­ μικρότερη ή μεγαλύτερη δεσμευτικότητα και μπορεί να

θεωρηθεί και σαν κεκτημένο.

Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ

Η συνάντηση

Καραμανλή – Ετσεβίτ, στο Μοντρέ (10-11 Μαρτίου 1978) είχε δημιουργήσει πολλές

ελπίδες στην ελληνική κοινή γνώμη. Αλλά υπήρχαν και τότε οι «ανησυχούντες».

Ήταν εκείνοι, στρατιωτικοί και διπλωμάτες, που γνώριζαν την άκρως απόρρητη

μελέτη της Στρατιωτικής Ακαδημίας της Άγκυρας. Το βασικό συμπέρασμά της ήταν

ότι η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να υπερασπίσει τα νησιά του Αν. Αιγαίου και γι’

αυτό «πρέπει να περιέλθουν στην κυριαρχία της Τουρκίας», για την άμυνα τόσο

του «δυτικού κόσμου» όσο και για την ασφάλεια της ίδιας της Τουρκίας.

Ήταν

μια μελέτη – εισήγηση που γνώριζε πολύ καλά ο εκλεκτός των στρατιωτικών, ο

Ετσεβίτ. Είχε τεθεί άραγε, υπ’ όψιν του κ. Καραμανλή; Μάλλον απίθανο…