Ο συγγραφέας της «Εβραίας νύφης» και του «Ζωγράφου του Μπελογιάννη», ποιητής και μυθιστοριογράφος, εξηγεί στο «Βιβλιοδρόμιο» τι τον έκανε να αμφισβητήσει λογοτεχνικά τον μύθο του «Ανθρώπου με το γαρίφαλο», γιατί πέρασε από την ποίηση στην πεζογραφία αλλά και γιατί «κατέβηκε» στις πρόσφατες ευρωεκλογές, με το ψηφοδέλτιο της ΔΗΜΑΡ

Ο Νίκος Δαββέτας ξεκίνησε νωρίς το γράψιμο από τη Θεσσαλονίκη και τη «Διαγώνιο» του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Εγινε αρκετά γρήγορα γνωστός ως ποιητής με έξι συλλογές στο ενεργητικό του και το πέρασμά του στον πεζό λόγο έγινε σταδιακά και προσεκτικά. Πρώτα με μια συλλογή διηγημάτων (με τίτλο: «Ιστορίες μιας ανάσας»), έπειτα με μια νουβέλα 100 σελίδων («Το θήραμα»), μετά με τρία μυθιστορήματα περί των 200 σελίδων. Η νεότερη ελληνική ιστορία, ο Εμφύλιος, η τύχη των ελλήνων Εβραίων στην Κατοχή είναι θέματα που τον απασχολούν συστηματικά στα βιβλία του. Στο πιο πρόσφατο, τον «Ζωγράφο του Μπελογιάννη», που κυκλοφόρησε στα τέλη του 2013, ο Νίκος Δαββέτας πήρε αφορμή το γνωστό πορτρέτο του «Ανθρώπου με το γαρίφαλο», που φιλοτέχνησε ο Πάμπλο Πικάσο στο πλαίσιο της διεθνούς εκστρατείας κατά της καταδίκης του σε θάνατο, κι έπλασε μια ιστορία με στοιχεία νουάρ γύρω από την κατοχή των προσχεδίων του έργου. Και σε αυτό, όπως και σε προηγούμενα βιβλία του, στέκεται κριτικά απέναντι σε αυτό που κάποιοι αποκαλούν «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς», όπως όμως φαίνεται και από την κάθοδό του –που ξάφνιασε –στις πρόσφατες ευρωεκλογές με το ψηφοδέλτιο της Δημοκρατικής Αριστεράς, η ματιά του δεν είναι το ίδιο κριτική με κάθε κόμμα που φέρει στον τίτλο του τη λέξη Αριστερά ή που αυτοτοποθετείται στην αριστερή πλευρά του πολιτικού φάσματος. Στη σημερινή του συνέντευξη στο «Βιβλιοδρόμιο» εξηγεί τις επιλογές του και κάνει ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για τη σχέση ιστορίας και λογοτεχνίας, για τη διαφορά στόχευσης της ποίησης και της πεζογραφίας, για την «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού ή για τα οικογενειακά τραύματα που γίνονται τροχοπέδη στη ζωή του ανθρώπου.

Στο βιβλίο σας «Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη» διακρίνει κανείς μια διάθεση υπονόμευσης του μπελογιαννικού μύθου. Συμφωνείτε με αυτή την παρατήρηση και, αν ναι, ποιο είναι το σκεπτικό πίσω από αυτή τη στάση; Ή αλλιώς: ποιο ήταν το βασικό κίνητρό σας για να ασχοληθείτε λογοτεχνικά με ένα τέτοιο πρόσωπο, μυθικό για την Αριστερά;

Δεν είχα την πρόθεση να υπονομεύσω τον Μπελογιάννη ως ιστορικό πρόσωπο, εξάλλου ως τέτοιο έχει ήδη κριθεί. Περισσότερο με ενδιέφερε η μυθοποίησή του σε ένα διεθνές περιβάλλον, η διαχείριση της εικόνας του από τους επιγόνους, η τοποθέτησή του σε ένα εικονοστάσι όπου οι αξιολογότεροι διανοούμενοι δεν θα είχαν βρει ποτέ θέση. Σε περιπτώσεις σαν κι αυτή, τα κομμουνιστικά κόμματα μού θυμίζουν την Καθολική Εκκλησία, όπου η διαδικασία αγιοποίησης ενός κοινού θνητού, οι ίντριγκες και οι ραδιουργίες έχουν πολλές φορές μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τον βίο του ίδιου του υποψήφιου «αγίου».

Τι σας τραβάει στην ιστορία; Πόσο δύσκολο είναι να αφηγηθεί κανείς την ιστορία μέσα από τη λογοτεχνία;

Να το ξεκαθαρίσουμε, δεν γράφω ιστορία. Ούτε προσπαθώ να δώσω τη δική μου εκδοχή για τον Εμφύλιο και τη δικτατορία του ’67. Οπως και στο προηγούμενο μυθιστόρημά μου, την «Εβραία νύφη», η αφορμή βρίσκεται πάντοτε στο παρόν. Οι ήρωές μου δυσκολεύονται να ζήσουν, να δημιουργήσουν, γιατί ένα οικογενειακό τραύμα γίνεται με τα χρόνια τροχοπέδη. Μόνο όταν συνειδητοποιήσουν την αρχή του τραύματος λυτρώνονται.

Η αναζήτηση της αρχής περιέχει όμως ένα ταξίδι στο παρελθόν, στην ιστορία του τόπου μας, σε μια φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια που μπορεί να τους έχει σφραγίσει – εγώ π.χ. παρότι ήμουν επτά ετών τότε, θυμάμαι ακόμη την ημέρα που απολύθηκε η μητέρα μου στην αρχή της επταετίας. Οταν λοιπόν επιχειρείς για λογαριασμό των ηρώων σου ένα ταξίδι στο παρελθόν, έρχεσαι αντιμέτωπος με τα χάσματα και τις σιωπές της επίσημης ιστορίας. Εκ των πραγμάτων αναγκάζεσαι να υποδυθείς τον ερασιτέχνη ιστορικό. Να συμπληρώσεις τα κενά μέσα από αρχεία, μαρτυρίες, ημερολόγια. Ο Μάνες Σπέρμπερ γράφει ότι «οι άνθρωποι ζούμε τη ζωή μας υπό μορφή επεισοδίων και αγνοούμε το όλον». Ο μυθιστοριογράφος φιλοδοξεί να ενώσει αυτά τα επιμέρους προσωπικά επεισόδια και να πλάσει μια ενιαία αφήγηση για τους ήρωές του. Το όλον είναι το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθούν.

Το ενδιαφέρον σας για το δίπολο ιστορία – λογοτεχνία αποτυπώνεται και στον διάλογο που αναπτύξατε με ιστορικούς όπως ο Νίκος Μαραντζίδης και πεζογράφους στους οποίους η πρόσφατη ελληνική ιστορία έχει κεντρική θέση όπως ο Θανάσης Βαλτινός. Ποια κοινή γραμμή σάς συνδέει;

Ο Θανάσης Βαλτινός με την «Ορθοκωστά» γύρισε ανάποδα τον πίνακα της ταραγμένης εποχής του και, ω του θαύματος, και πάλι ο πίνακας έστεκε ως θέμα, ως αφήγημα. Αυτή η κίνησή του, νομίζω, γέννησε την φοβερή υποψία σε μια νέα γενιά ιστορικών ότι η δεκαετία του ‘40 έχει και μιαν άλλη όψη που τους είχε διαφύγει μέσα στον κουρνιαχτό της Μεταπολίτευσης: Σε έναν εμφύλιο πόλεμο το θύμα μπορεί να γίνει εύκολα θύτης και καμιά προοδευτική ιδεολογία δεν είναι ικανή να αγιάσει την πράξη του. Αυτό όμως που είναι σημαντικό στον Βαλτινό δεν είναι η αμφιλεγόμενη ιστορία μας, αλλά προπάντων η γλώσσα και το δωρικό του ύφος. Τα γραπτά του επιβεβαιώνουν την άποψη του Ντανίλο Κις ότι ένα έργο δεν το καθιστούν οι πολλές σελίδες μυθιστόρημα, μα το πεπρωμένο των ηρώων του σε συνάρτηση με το χρονικό βάθος που δρουν. Από άποψη μαστορικής, λοιπόν, προτιμώ κι εγώ τη συμπύκνωση και την αφαίρεση, γι’ αυτό και χαίρομαι που έχω χαρακτηρισθεί από την κριτική «μινιμαλιστής συγγραφέας».

Αισθάνεστε τη ΔΗΜΑΡ ως τον φυσικό σας χώρο; Πώς σχολιάζετε τη μεγαλύτερη από παλιά συμμετοχή των πεζογράφων στο εκλογικό γίγνεσθαι: θυμίζω, ενδεικτικά μόνο, τις περιπτώσεις του Πέτρου Τατσόπουλου (εξελέγη βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα είναι ανεξάρτητος) και του Χρήστου Χωμενίδη (εξελέγη στην Κεντρική Επιτροπή της ΔΗΜΑΡ αλλά αργότερα αποχώρησε).

Νομίζω ότι κόμματα όπως η Δημοκρατική Αριστερά – παλαιότερα το ΚΚΕ εσωτερικού και η ΕΔΑ – είναι τα «αμορτισέρ» του πολιτικού μας συστήματος. Απορροφούν μεγάλο μέρος των κραδασμών και των οξύτατων τριβών, γι’ αυτό φθείρονται γρηγορότερα και την πληρώνουν δυστυχώς εκλογικά. Ομως ακόμη κι αν δεν υπήρχαν, θα έπρεπε να τα εφεύρουμε, ιδιαίτερα τώρα που πέρασε η εποχή των μονοκομματικών κυβερνήσεων. Η κάθοδός μου στις πρόσφατες εκλογές, όπως και άλλων συναδέλφων, νομίζω πως έχει να κάνει περισσότερο με ένα αίσθημα «ανίσχυρης οργής» που νιώσαμε για την κατάντια μας. Ξυπνήσαμε μια ωραία ημέρα και είχαμε γίνει κάτοικοι μιας άλλης χώρας, που αναδύθηκε κάπου μεταξύ Αργεντινής και Βενεζουέλας. Από τον προκλητικό πλούτο και την επιδειξιομανία του 2004, περάσαμε στο καθεστώς λιτότητας των αγγλόφωνων ειδημόνων, οι οποίοι είναι πάντα τόσο απόλυτοι ως προς την ορθότητα των οικονομικών τους απόψεων ώστε καταντούν εξοργιστικοί.

Γιατί εγκαταλείψατε την ποίηση οριστικά (αν είναι έτσι); Διαβάζετε ακόμα ποίηση; Τι σκέφτεστε για τη σχέση ποίησης – πεζογραφίας στην Ελλάδα, που ιστορικά γέρνει υπέρ της πρώτης; Επίσης: ασκείται από κάποιους μία κριτική στο ελληνικό μυθιστόρημα ότι συχνά είναι ποιητικίζον. Και ότι μάλιστα αυτό το στοιχείο δυσκολεύει και την έξοδό του πέραν των ελληνικών συνόρων. Εσείς, που έχετε έναν λιτό πεζογραφικό λόγο, τι πιστεύετε σε σχέση με την κριτική αυτή;

Γράφω ακόμη ποίηση, αλλά για το συρτάρι μου, γι’ αυτό και το απολαμβάνω περισσότερο. Φυσικά διαβάζω ό,τι κυκλοφορεί. Υπάρχουν αξιόλογες νέες φωνές (Ρακόπουλος, Ιωάννου, Τσαλαπάτης, Δούκας, Συλφιτζόγλου, Λεωτσάκος κ.ά.) που η γενιά μου τους υποδέχθηκε με θέρμη. Στην Ελλάδα του περασμένου αιώνα, όπως και σε όλα τα μικρά ευρωπαϊκά έθνη, ο ποιητής έπαιζε το ρόλο του εθνικού ταγού, ήταν ο υμνωδός των κατορθωμάτων της φυλής, τραγουδούσε πάντα τα πάθη και τα πένθη της. Ουσιαστικά μας κολάκευε και αυτό άρεσε στον κόσμο. Ο μυθιστοριογράφος είχε και έχει έναν διαφορετικό ρόλο. Στέκεται κριτικός απέναντι στο έθνος και την κοινωνία, είναι ο ανατόμος που θα φέρει στο φως τα πιο βαθιά της τραύματα, που θα ξύσει τις κακοφορμισμένες πληγές, που θα δώσει φωνή ακόμη και στον εχθρό του έθνους. Αν μια κοινωνία έχει μεγαλύτερη ανάγκη τους μυθιστοριογράφους από ότι τους «εθνικούς ποιητές», το θεωρώ σημάδι ωριμότητας.

Είναι κοινό μυστικό ότι τα τελευταία δυο χρόνια το ελληνικό μυθιστόρημα – με εξαίρεση ίσως το λεγόμενο «ροζ» – παρουσιάζει κάθετη πτώση πωλήσεων. Πρόκειται για συνέπεια αποκλειστικά της κρίσης;

Οχι, δεν είναι τόσο δραµατικά τα πράγµατα. Υπάρχει φυσικά µια µικρή πτώση των πωλήσεων εξαιτίας της κρίσης. Εγώ το συναντώ στις παρουσιάσεις του βιβλίου µου. Ερχονται ακροατές και µου λένε πως δεν έχουν 13 ευρώ για να το αγοράσουν αλλά θα το δανειστούν ή θα το αγοράσουν µισό µισό µε κάποιον φίλο τους. Είναι συγκινητικό. Και τους καταλαβαίνω απόλυτα. Κι εγώ δυσκολεύοµαι να αγοράζω βιβλία. Πρέπει όµως εδώ να τονίσουµε πως τα τελευταία χρόνια το βιβλίο και οι δηµιουργοί του δέχονται µια πρωτοφανή φοροεπιδροµή. Οι υπουργοί των Οικονοµικών, που θέλουν πάντα να δείχνουν βιβλιόφιλοι, δεν καταλαβαίνουν ότι το «Αξιον Εστί» – για να χρησιµοποιήσω ένα τραβηγµένο παράδειγµα – δεν µπορεί να φορολογείται όπως ένα παραθαλάσσιο οικόπεδο;