Το πώς η Γερμανία οδηγήθηκε μέσα σε λίγα χρόνια από τη συγκρότησή της σε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη αλλά και ακραίο εθνικισμό και πώς ένα περίπλοκο παζλ γεγονότων οδήγησε στην άνοδο του ναζισμού περιγράφει ένα μνημειώδες βρετανικό έργο

Αυτό που θεωρείται ως Α’ Ράιχ, το λεγόμενο και «χιλιόχρονο Ράιχ», είναι η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους που ίδρυσε ο Καρλομάγνος το 800 και κατέλυσε ο Ναπολέων το 1806. Περιελάμβανε αναρίθμητα αυτόνομα κράτη, από πιο ισχυρά και οργανωμένα όπως η Σαξονία και η Βαυαρία μέχρι μικροσκοπικές ηγεμονίες που δεν ήταν κάτι άλλο από κάστρα ιπποτών.

Ως Β’ Ράιχ νοείται αυτό του Μπίσμαρκ. Στο ενδιάμεσο, μετά το Βατερλώ του Ναπολέοντα το 1815, υπήρξε μια Γερμανική Συνομοσπονδία στην οποία μετείχε και η Αυστρία –ο γνωστός μας Μέτερνιχ κράτησε, άλλωστε, μακριά για ένα διάστημα τον επαναστατικό αέρα της υπόλοιπης Ευρώπης. Το 1848 μάλιστα, που άναψε επαναστατική φωτιά στο Παρίσι και από εκεί σε όλη την Ευρώπη, οι μονάρχες της Συνομοσπονδίας κατάφεραν να μείνουν στην εξουσία. Οπως έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά γι’ αυτή την κομβική ημερομηνία, «η γερμανική ιστορία έφτασε σε μια κρίσιμη στροφή και δεν κατάφερε να στρίψει». Αυτό καθυστέρησε την εγκαθίδρυση πολιτικών ελευθεριών, δημιούργησε αλλεπάλληλες κρίσεις και έφερε τον Οτο φον Μπίσμαρκ στην εξουσία είκοσι και κάτι χρόνια μετά. Εναν Μπίσμαρκ που, όπως λέει ο Εβανς, «ανήκε σε μια γενιά ευρωπαίων πολιτικών –Ντισραέλι, Ναπολέων Γ’, Καμίλο Καβούρ –που ήταν έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν ριζοσπαστικά, ακόμη και επαναστατικά μέσα για να πετύχουν θεμελιακά συντηρητικούς στόχους». Αρκετά τακτικιστής και αδίστακτος, αλλά και επινοητής της διάσημης φράσης ότι «πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού», έκανε πολέμους και ένωσε τις βόρειες γερμανόφωνες δημοκρατίες, αφήνοντας εκτός Αυστρία και Βοημία, και καθιέρωσε μια στρατοκρατία στην κοινωνία και το κράτος που έπαιξε ρόλο στην υπονόμευση της δημοκρατίας τη δεκαετία του 1920. Προηγουμένως, με το Σύνταγμα που εγκαθίδρυσε το 1871 φρόντισε να τονώσει αλυτρωτικά σύνδρομα. Η λέξη «Ράιχ» παρέπεμπε στον διάδοχο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, σε οράματα παγκόσμιας κυριαρχίας αλλά και παγγερμανισμού. Ο θεσμός του αυτοκράτορα που καθιέρωσε, κάιζερ στα γερμανικά, παρέπεμπε και ετυμολογικά στον Καίσαρα.

Ο Ρίτσαρντ Εβανς σκάβει βήμα βήμα την ιστορία της Γερμανίας για να βρει τη ρίζα του ναζισμού. Περιγράφει εκτενώς πώς βάθυνε ο αντισημιτισμός ήδη από τη δεκαετία του 1880, πώς εκτρεφόταν η εικόνα μεγαλείου –και από τον πομπώδη και αλαζόνα κάιζερ Γουλιέλμο Β’ -, πώς θέριεψαν οι καταστροφικές, όπως αποδείχθηκε, φωνές ενός κραυγαλέου εθνικισμού ανάμεικτου με ρατσισμό και αντισημιτισμό, αλλά και πώς η αλαζονεία του 1914, όταν η Γερμανία παρήγε 20% περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια από όσο Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία μαζί και ήταν παγκόσμιος ηγέτης σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους, μετατράπηκε σε τρομακτική πικρία και ταπείνωση στα τέλη του 1918. Στο σημείο αυτό, μάλιστα, ο Εβανς λέει κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Αφού πρώτα περιγράφει τους σκληρούς για τη Γερμανία όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών –που για πολλούς οδήγησε, ώς έναν βαθμό, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά στην ενίσχυση της Γερμανίας για να μην επαναληφθεί το λάθος -, λέει κατόπιν ότι αυτοί οι όροι ήταν ήπιοι σε σχέση με εκείνους που θα επέβαλλε η Γερμανία αν ήταν νικήτρια. Και αυτό το τεκμηριώνει με βάση το πρόγραμμα του καγκελάριου Μπέτμαν – Χόλβεγκ το 1914 αλλά και όσα υπογράφτηκαν στην πράξη κατά της Ρωσίας με τη συνθήκη Μπρεστ – Λιτόφσκ. Η Γερμανία υπολόγιζε σε εκτεταμένη αύξηση εδαφών που, σύμφωνα με κάποια σενάρια, έφτανε μέχρι τη Ρουμανία!