Το να μιλήσεις Δεκέμβρη μήνα για ένα περιστατικό που συνέβη τον περασμένο Αύγουστο δεν είναι ακριβώς ταιριαστό, όσο και αν το κλίμα της εποχής, τελικά, θυμίζει καλοκαίρι. Ομως την αυγουστιάτικη ιστορία που θα διαβάσετε στο ανά χείρας κείμενο την ανέσυρα στη μνήμη μου τις προάλλες, όταν έτυχε να παρατηρήσω τον άνθρωπο που εργάζεται σε ένα από τα καφέ της γειτονιάς μου.
Ηταν πολύ πρωί, 05.30 και μόλις είχε ανοίξει. Είμαι πολύ πρωινός τύπος και παίρνω εκεί τον καφέ μου – συχνά τόσο νωρίς. Εκείνη την ώρα έτυχε να περνά ένα γκρουπ ξένων τουριστών με κατεύθυνση (όπως έμαθα) το αεροδρόμιο. Ο νεαρός έτρεχε από εδώ και από εκεί σαν τρελός για να τους εξυπηρετήσει παρότι χρόνος υπήρχε για τη μετάβασή τους – το είχαν εξάλλου πει οι ίδιοι.
Ξέρω ότι ο άνθρωπος αυτός είναι δουλευταράς αλλά αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν ότι παρότι είχε ακόμα την τσίμπλα στο μάτι έδειχνε να το απολαμβάνει! Αντιλαμβανόμουν μια αίσθηση ικανοποίησης που εξυπηρετούσε, που προσέφερε. Δούλευε σαν καλοκουρδισμένη μηχανή τα εργαλεία του καφέ, το γάλα, τα κρουασάν που ήταν ακόμα στον φούρνο, τα νερά κ.ο.κ. Ακόμα και οι ίδιοι οι τουρίστες είχαν εντυπωσιαστεί. Και του το είπαν.
Φλας μπακ λίγους μήνες πριν. Βρίσκομαι στο ιατρείο ενός φίλου, του Βασίλη, με τον οποία συχνά συζητάμε για διάφορα θέματα πέρα από τα δικά μου. Γνωρίζοντας τη δημοσιογραφική ιδιότητά μου ενίοτε μου αναφέρει πράγματα άξια σχολιασμού, όπως αυτό που θα ακολουθήσει εδώ, το οποίο όταν το πρωτάκουσα το τοποθέτησα στη μνήμη μου χωρίς να κάνω κάτι.
Και να πώς έρχονται τελικά τα πράγματα. Ηρθε ο καιρός να το αναφέρω γιατί το θυμήθηκα με το περιστατικό του καφετζή στη γειτονιά μου.
Εκείνη η Παρασκευή, 8 Αυγούστου, είχε ξημερώσει στο νησί της Ανδρου με πάρα πολύ δυνατό αέρα – έφτανε μέχρι και τα 9 μποφόρ. Οσοι εκείνη τη μέρα ταξίδευαν για άλλα νησιά ή γύριζαν στην Αθήνα σχημάτιζαν τεράστιες ουρές έξω από τα πρακτορεία εισιτηρίων μην ξέροντας πότε ή αν θα ταξιδέψουν.
Αυτό κράτησε για ώρες. Κατά τις 6 το απόγευμα ανακοινώθηκε ότι στις 3 τα ξημερώματα επρόκειτο να έρθουν τρία καράβια για να φέρουν τον κόσμο που δεν μπόρεσε να ταξιδέψει με τα πρωινά και απογευματινά δρομολόγια και εν συνεχεία να πάρουν τον κόσμο πίσω στην Αθήνα.
Ομως η θεομηνία δεν φάνηκε να επηρεάζει τα δρώμενα στο λιμάνι. Σιγά σιγά μετά τις 12 τα μεσάνυχτα τα μαγαζιά στο λιμάνι έκλειναν και κατά τη 1 τη νύχτα αφού έκλεισαν τις πόρτες, έσβησαν και τα φώτα! «Ταξιδιώτες με τις βαλίτσες τους αγκαλιά στριμώχνονταν σε μια γωνιά για να προστατευθούν από τον αέρα που φύσαγε ανελέητα» μου είπε ο φίλος μου που ήταν ένας από αυτούς.
Σκορπισμένοι σε σημεία όπου ίσως απάγκιαζε, εκατοντάδες άνθρωποι περιφέρονταν στο λιμάνι περιμένοντας τα καράβια και τυχεροί όσοι είχαν αυτοκίνητα για να προστατευτούν από τον αέρα.
Και κανείς από τους ιδιοκτήτες μαγαζιών στην περιοχή δεν έδωσε σημασία. «Δυστυχώς κλείνουμε, δεν σερβίρουμε» ήταν η ξερή, κυνική απάντηση που οι ταξιδιώτες άκουγαν από τους ίδιους μαγαζάτορες που πολύ πιθανόν σε κάποια άλλη στιγμή να τους είχαν σερβίρει κάνοντας κωλοτούμπες και επίσης πολύ πιθανόν να έχουν κάνει την περιουσία τους από τους ίδιους αυτούς ανθρώπους ή ανθρώπους σαν αυτούς.
Ο φίλος μου, ωστόσο, ο οποίος μην έχοντας αυτοκίνητο περιφερόταν επίσης, παρατήρησε ότι κάποιο μαγαζί σε μια γωνία είχε όλα τα φώτα αναμμένα σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Είχε φτάσει σχεδόν 2 το ξημέρωμα.
Μπήκε στο φωτισμένο μαγαζί δειλά δειλά ρωτώντας «κλείνετε;».
«Είμαστε ανοιχτά» ήταν η απάντηση. «Τι θα γίνει τόσος κόσμος, πού θα πάει τέτοια ώρα, χωρίς κατάλυμα και μέσα σε αυτόν τον αέρα;».
Η ανθρωπιά, η ενσυναίσθηση και η ποιότητα του χαρακτήρα ενός ανθρώπου φαίνεται στον πόλεμο, ακόμα και στον πόλεμο χωρίς πυρά. Για τον φίλο μου εκείνο το βράδυ το λιμάνι της Ανδρου ήταν πεδίο μάχης. Αλλά οι λιμενικοί που έμειναν στον λιμάνι πάνω από τέσσερις ώρες απροστάτευτοι σε 9 μποφόρ και η Αντιγόνη, η κοπέλα που εξυπηρέτησε τον φίλο μου σ’ εκείνο το μαγαζί (η στάση της οποίας μου θύμισε τον καφετζή της γειτονιάς μου) δουλεύοντας 14 ώρες χωρίς ουσιαστικά κανένα έξτρα κέρδος, είναι για εκείνον η απόδειξη ότι αυτή η χώρα έχει ακόμη ελπίδα.







