Το «Avatar» είναι κλασικό παράδειγμα ταινίας που χρησιμοποίησε με δημιουργικό τρόπο την τεχνολογία, επιφέροντας επανάσταση. Είναι επίσης ένα 3D – εμπειρία, το μόνο που προσωπικά θυμάμαι να με έχει εκπλήξει σε κινηματογραφική αίθουσα. Και όλα αυτά με τη σφραγίδα ενός γνήσιου οραματιστή, του Τζέιμς Κάμερον, καλλιτέχνη ανήσυχου ο οποίος από την αρχή κιόλας της καριέρας του πειραματιζόταν κοιτάζοντας πάντα προς το μέλλον. Σε ό,τι αφορά τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, τον ίδιο θαυμασμό τρέφω και προς το «Avatar: Φωτιά και στάχτη» (Avatar: Fire and Ash, HΠΑ, 2025), την τρίτη ταινία αυτής της κινηματογραφικής «σειράς» που από σήμερα προβάλλεται σε πολύ μεγάλο κύκλωμα αιθουσών. Θα ήμουν ψεύτης ωστόσο αν τελικά δεν παραδεχόμουν ότι, παρόλο τον εντυπωσιασμό που η ταινία προκαλεί, δεν παύει να είναι κάτι σαν επεισόδιο στο μεγάλο πάνελ που εγκαινίασε ο Κάμερον το 2009 αφού είχε ανακοινώσει ότι το «Avatar» θα είχε και συνέχειες.

Κατά κάποιο τρόπο αυτή η σειρά ταινιών επιστημονικής φαντασίας έχει τη λογική του «Αρχοντα των δαχτυλιδιών». Σεναριακά ο άξονας είναι ο ίδιος και κάθε νέα ταινία αναμοχλεύει τις ίδιες ιδέες που η πρώτη εγκαινίασε. Ο προβληματισμός του Κάμερον είναι ακριβώς ο ίδιος και απλώς μια νέα ιστορία παίρνει τη σκυτάλη από τις προηγούμενες και στην ουσία γίνεται μια προέκταση της ίδιας αρχικής ιστορίας. Ομως αναπόφευκτα όλα αυτά σημαίνουν ότι στο μεδούλι της η ταινία έχει μόνο να δείξει κάτι καινούργιο και όχι να πει, εφόσον όλα όσα ο Κάμερον ήθελε να πει τα είπε από την πρώτη ταινία. Οπως και η δεύτερη ταινία «Avatar: The way of water» (2022), έτσι και η τρίτη είναι μια περιπετειώδης ακολουθία μαχών σε γη, ουρανούς και νερό, με τους μαχητές διαφόρων φυλών στον πλανήτη Πανδώρα να καβαλούν είτε ιπτάμενα είτε υδρόβια πλάσματα σαν τους καουμπόηδες στα άλογά τους. Ο Κάμερον θίγει και πάλι τα ίδια σοβαρά ζητήματα που τον απασχόλησαν στις δύο προηγούμενες ταινίες – η οικολογία, η μετανάστευση, η ξενοφοβία, οι οικογενειακές αξίες.

Ετσι, το άκρως επιβλητικό θέαμα για μία ακόμη φορά μετατρέπεται σε όχημα έκφρασης των βαθύτερων ανησυχιών του σκηνοθέτη για το μέλλον του πλανήτη, τις οποίες όμως γνωρίζουν πολύ καλά όσοι παρακολουθούν το έργο του γενικότερα και τα δύο προηγούμενα «Avatar» ειδικότερα. Ισχυρά τα σημάδια της επανάληψης στο όλο εγχείρημα, κάπου νιώθεις ότι το παραμύθι έχει τελειώσει, οπότε το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο απέναντι σε ένα άκρως εντυπωσιακό περίβλημα, την επιβλητική τεχνολογία της εικόνας, που τελικά είναι και το μόνο που θα έχει σφραγιστεί στη μνήμη σου βγαίνοντας από την αίθουσα (παίζουν ή καλύτερα ακούγονται οι Τζόελ Ετζερτον, Σιγκούρνι Γουίβερ, Ζόε Σαλντάνα, Στίβεν Λανγκ, Ντέιβιντ Θιούλις κ.ά.).

Θρίλερ χωρίς κλισέ

Αν ένα καλό διακρίνεις στο θρίλερ «Η αγγελία» (The housemaid, ΗΠΑ, 2025), αυτό είναι ότι ποτέ δεν είσαι σίγουρος για το αν κάποιο από τα τρία βασικά πρόσωπά του είναι αυτό που δείχνει ότι είναι. Με διάφορους τρόπους όλα καμουφλάρουν διαρκώς τον πραγματικό εαυτό τους, όλα κάτι σκοτεινό φαίνεται ότι κρύβουν. Εδώ, χειροκροτείς τον σκηνοθέτη Πολ Φέιγκ, που βέβαια είχε στα χέρια του την ιστορία έτοιμη. Πολλοί ίσως γνωρίζουν το μπεστ σέλερ μυθιστόρημα της Φρέντα ΜακΦέιντεν που είναι διαθέσιμο στη χώρα μας από τις εκδόσεις Διόπτρα. Συγχρόνως ο Φέιγκ κάνει μια θαυμαστή διαχείριση του χώρου όπου το στόρι, στο μεγαλύτερο μέρος του, τοποθετείται, αυτό το τεράστιο, πολυτελές σπίτι στα προάστια της Νέας Υόρκης – κάτι σαν ρόλος από μόνο του. Εκεί κινούνται τέσσερα πρόσωπα.

Η μονίμως αγχωμένη στα όρια της νεύρωσης Νίνα (Αμάντα Σέιφριντ), ο υπέροχος σε όλα, κούκλος και σούπερ επιτυχημένος επαγγελματικά σύζυγός της Αντριου (Μπράντον Σκλέναρ), η Σεσίλια (Ιντιάνα Ελ), η αγέλαστη κόρη τής Νίνα (όχι του Αντριου), και η Μίλι (Σίντνεϊ Σουίνι), η νεαρή, εσωτερική οικιακή βοηθός που το ζευγάρι προσλαμβάνει προκειμένου να φροντίζει το σπίτι και τη Σεσίλια. Οπως κανείς το περιμένει, πολύ σύντομα η Μίλι θα προκαλέσει «ηλεκτρισμό» με την παρουσία της και μία ακόμη επιτυχία του Φέιγκ είναι ότι δεν θα βρεις ούτε μία στιγμή στην ταινία που να μη νιώθεις άβολα ή σε εγρήγορση. Νιώθεις ότι ανά πάσα στιγμή κάτι μπορεί να συμβεί, αλλά είναι αδύνατον να αντιληφθείς πότε αυτή η στιγμή θα έρθει και ποια θα είναι η μεγάλη ανατροπή που αντιλαμβάνεσαι ότι θα γίνει.

Επίσης, στο στυλ της, η ταινία, παρότι εντάσσεται στην κατηγορία του θρίλερ, δεν «παίζει» καθόλου με τα κλισέ του είδους. Ακόμα και οι ακρότητές της (που υπάρχουν) παρουσιάζονται με τον πιο φυσιολογικό τρόπο, γεγονός που και δίνει στην ταινία μία ακόμα πιο τρομακτική όψη. Μόνη ένστασή μας είναι το κάπως «ξεκάρφωτο» και πρόχειρο τρίτο μέρος, στο οποίο βλέπουμε ότι ακόμα και σε αυτή την ταινία κυριαρχεί η ανάγκη (;) με όποιον τρόπο μπορεί (και αυτό σημαίνει να κάνει την τρίχα τριχιά) να ακολουθήσει τη μόδα του #MeΤoo και να παρουσιάσει ως επιτακτική μια γυναικεία συνεργασία απέναντι στο «αρσενικό» που για κάποιους είναι το μεγάλο κακό των καιρών μας.

Ασκηση στον Κεν Λόουτς

Το γεγονός ότι οι παραγωγοί της ταινίας «Σε πτώση» (On falling, Αγγλία / Πορτογαλία, 2024), που προβάλλεται αποκλειστικά στο CINOΒO ΠΑΤΗΣΙΩΝ, έχουν επίσης στηρίξει ταινίες του Κεν Λόουτς, όπως «Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ» και «Η τελευταία παμπ», ασφαλώς της δίνει πόντους. Ομως αυτό που στην ουσία παρακολουθούμε εδώ είναι μια «άσκηση» της νεαρής σκηνοθέτιδας Λόρα Καρέιρα πάνω στο σινεμά του σπουδαίου βρετανού σκηνοθέτη. To ζήτημα της βαθιάς μοναξιάς του ξενιτεμένου που αναγκάζεται να προσαρμοστεί σε ασυνήθιστες για αυτόν εργασιακές συνθήκες και ανάμεσα σε ανθρώπους με τους οποίους δεν μπορεί να επικοινωνήσει, είναι όντως ένα θέμα που αξίζει έρευνα και στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της η πορτογαλέζα σκηνοθέτρια το αντιμετωπίζει με κατανόηση και σεβασμό.

Ωστόσο, η ταινία δεν παύει να έχει κάποια θέματα στον ρυθμό και στο χτίσιμο του σεναρίου. Οπως οι περισσότερες ταινίες αυτού του τύπου, έτσι και το «Σε πτώση» καταφεύγει στην επανάληψη σκηνών που μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, που έχουμε καταλάβει τι έχουν να πουν εδώ και ώρα και που δεν εξυπηρετούν και τόσο στην εξέλιξη μιας ιστορίας μυθοπλασίας (προφανώς εμπνευσμένης από πραγματικά περιστατικά). Ο φακός της Καρέιρα έχει ντοκιμαντερίστικη όρεξη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ταινία αποφεύγει την παγίδα της μονοτονίας. Ωστόσο, ως ενός σημείου τη δέχεσαι ευπρόσδεκτα διότι δείχνει να συμπάσχει με την πορτογαλέζα κεντρική ηρωίδα της (Τζοάνα Σάντος), η οποία νιώθει σαν τη μύγα μες στο γάλα ενώ εργάζεται απρόσωπα και αμίλητα σε ένα εργοστάσιο της Σκωτίας όπου έχει μεταναστεύσει. Ομως με τον Λόουτς σκηνοθέτη της ίδιας ταινίας, το αποτέλεσμα θα ήταν σίγουρα συνταρακτικό.

Δεν καταλαβαίνεις τίποτα

Το να γυρίσεις μια ταινία στην οποία κανείς να μην καταλαβαίνει τι συμβαίνει είναι εύκολο. Το να τη γυρίσεις επιτυχημένα και να λειτουργεί, όμως, δεν είναι καθόλου εύκολο. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει η γυρισμένη στην Αγκυρα ταινία «Αυτά που σκοτώνεις» (The things you kill, Γαλλία / Πολωνία / Καναδάς / Τουρκία, 2025) του Καναδοϊρανού Αλιρέζα Καταμί, ο οποίος θέλησε να διαχειριστεί μια κοινότοπη, σχεδόν μπανάλ και κινηματογραφικά χιλιοειπωμένη συνθήκη, την αποξένωση των μελών μιας διαλυμένης οικογένειας, όσο πιο παράξενα και ανορθόδοξα γίνεται. Ενώ ο Καταμί έχει το κάδρο όπως και τη φαντασία, σκαλώνει στην επικοινωνία γιατί αν πάτε σε αυτή την ταινία χωρίς προηγουμένως να σας έχουν δώσει ένα χαρτί που να λέει τι συμβαίνει, θα είναι αδύνατον να το καταλάβετε από μόνοι σας.

Από την άλλη πλευρά ίσως αυτός να ήταν και ο στόχος του Καταμί γιατί είναι βέβαιο ότι μετά την παρακολούθηση του «Αυτά που σκοτώνεις» θα αρχίσουν οι συζητήσεις για το ποιος ήταν ποιος, πότε έγινε εκείνο ή το άλλο, τι ακριβώς ήταν αυτό που έγινε και ούτω καθεξής. Προσωπικά, με την προσέγγισή του ο Καταμί μού έδωσε την εντύπωση ότι στόχευε σε ένα κοκτέιλ ιδεών παρμένων από το σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς και του Νούρι Μπιλγκέ Τζεϊλάν. Ομως, εν τέλει, το αποτέλεσμα δεν πλησιάζει ούτε το ένα στυλ ούτε το άλλο (παίζουν: Eκίν Κοκότς, Eρκάν Κολτσάκ Κοστεντίλ, Χαζάρ Εργκουκλού κ.ά.).