Εξήντα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, ήρθε η ώρα να γνωρίσουν και οι έλληνες αναγνώστες έναν μεγάλο κλασικό γάλλο συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας, τον Σεμπαστιέν Ζαπριζό, με την κυκλοφορία του πιο γνωστού έργου του «Το βαγόνι των δολοφόνων» (Εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Ανδρέα Παππά, σελίδες 269).

Ενα κουπέ στο τρένο που εκτελεί το νυχτερινό δρομολόγιο από Μασσαλία για το Παρίσι. Εξι κουκέτες, τρεις αριστερά, με αριθμούς 221, 223 και 225 και τρεις δεξιά με τους αριθμούς 222, 224 και 226. Εξι επιβάτες επιβιβάζονται στο τρένο σύμφωνα με την κατάσταση των υπευθύνων, δύο άνδρες και τέσσερις γυναίκες. Το πρωί, με την άφιξη στο Παρίσι, η μία από τις γυναίκες βρίσκεται νεκρή στην κουκέτα της. Είναι η κουκέτα 224 και η νεκρή είναι η όμορφη νεαρή Ζορζέτ Τομά.

Η ανακάλυψη του πτώματος της Ζορζέτ δίνει το σύνθημα για να ξεκινήσει ένα ξέφρενο και μάλλον περίεργο γαϊτανάκι ερευνών. Μην ξεχνάμε ότι η πλοκή εκτυλίσσεται στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όπου η Αστυνομία δεν έχει στη διάθεσή της εξελιγμένες τεχνικές (τύπου στοιχείων DNA κ.λπ.), αλλά ουσιαστικά το βασικότερο εργαλείο των ερευνών είναι οι αλλεπάλληλες μαρτυρίες μέσω των καταθέσεων των μαρτύρων και οι διασταυρώσεις αυτών των μαρτυριών με σκοπό την αποκάλυψη της αλήθειας και τελικά του ενόχου.

Ωστόσο ακόμα και αυτή, η σχεδόν μοναδική διαδικασία των ερευνών μέσω των καταθέσεων των μαρτύρων αποδεικνύεται άκρως προβληματική για την ομάδα του αστυνόμου Αντουάν Πιερ Εμίλ Γκρατσιανό, αυτού που, όπως υπογραμμίζει με το ιδιότυπο υποδόριο χιούμορ του ο Ζαπριζό, «οι συνάδελφοί του αποκαλούν Γκράτσι». Και οι λόγοι είναι βασικά δύο. Ο πρώτος είναι ότι στις καταθέσεις τους οι υπόλοιποι επιβάτες του κουπέ περιγράφουν τα γεγονότα της μοιραίας νύχτας, αποφεύγοντας να αποκαλύψουν όλες τις αληθινές λεπτομέρειες και πέφτουν σε αντιφάσεις, προσπαθώντας να κρύψουν κάποια πράγματα που πιστεύουν ότι μπορεί να θεωρηθούν επιβαρυντικά για τον εαυτό τους. Οπως φαίνεται άλλωστε, όλοι κάτι έχουν να κρύψουν.

Ο δεύτερος και σημαντικότερος λόγος που περιπλέκει δραματικά την προσπάθεια του αστυνόμου που «οι συνάδελφοί του αποκαλούν Γκράτσι» είναι ότι οι υπόλοιποι επιβάτες του κουπέ τις αμέσως επόμενες μέρες από τη δολοφονία της νεαρής Ζορζέτ Τομά γίνονται οι ίδιοι τα θύματα μιας σειράς διαδοχικών δολοφονιών. Λες κι ο δολοφόνος της Ζορζέτ προσπαθεί να εξαφανίσει κάποιες μαρτυρίες που θεωρεί πιθανό να οδηγήσουν στην αποκάλυψη της ταυτότητάς του.

Η μόνη διέξοδος στο σκοτεινό τούνελ των ερευνών φαίνεται να είναι η επιβάτιδα του κουπέ, επίσης όμορφη νεαρή, Μπενζαμίν Μπομπά, η αποκαλούμενη και Μπάμπι, η οποία διαφεύγει από τη μανία του δολοφόνου και με τον ερωτευμένο μαζί της έφηβο Ντανιέλ, λαθρεπιβάτη του κουπέ, συνδράμει τις προσπάθειες των αστυνομικών για την εξιχνίαση της υπόθεσης.

«Το βαγόνι των δολοφόνων» εκδόθηκε πρώτη φορά στη Γαλλία το 1962, και μάλιστα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Κώστα Γαβρά, το 1965. Ηταν η πρώτη ταινία του μεγάλου συμπατριώτη μας σκηνοθέτη, με πρωταγωνιστή τον Ιβ Μοντάν στον ρόλο του αστυνόμου Γκράτσι και συμπρωταγωνιστές ένα μεγάλο καστ ηθοποιών, τη Σιμόν Σινιορέ, τον Μισέλ Πικολί και τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν.

Προσωπικό στυλ

Αν και αρχικά δείχνει ένα μυστήριο κλειστού δωματίου, που μπορεί να δημιουργεί συνειρμούς με το κλασικό «Εγκλημα στο Οριάν Εξπρές» της Αγκαθα Κρίστι ή και το «Εγκλημα σε κλειστό δωμάτιο» («A room to die», που αποδίδεται στον Ελερι Κουίν, αν και πιθανολογείται ότι έχει γραφτεί από ghost writer, και συγκεκριμένα τον Τζακ Βανς), το έργο του Ζαπριζό έχει τη δική του δυναμική και σίγουρα το προσωπικό στυλ γραφής που υποδεικνύει έναν μεγάλο στυλίστα της αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο Ζαπριζό κινείται στον χώρο του γαλλικού νουάρ. Σκοτεινή ατμόσφαιρα, υποβολική περιγραφή των χώρων, ρεαλισμός χωρίς υπερβολές και λεπτό, υποδόριο χιούμορ.

Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του είναι η δομή με τις πολλαπλές αφηγήσεις από διαφορετικούς χαρακτήρες, ο καθένας από τους οποίους παρουσιάζει την πραγματικότητα ελλιπή, παραμορφωμένη ή μερικώς αληθή. Οι διαφορετικοί μάρτυρες κρύβουν στοιχεία που, όπως προαναφέρθηκε, μπορεί να τους ενοχοποιήσουν ή να αποκαλύψουν λεπτομέρειες της προσωπικής τους ζωής και τελικά περιγράφουν τα γεγονότα μέσα από τη δική τους οπτική. Ως αποτέλεσμα, η αστυνομική έρευνα βασίζεται σε αυθόρμητες και αποσπασματικές μαρτυρίες, που σχεδόν νομοτελειακά οδηγούν στην παραπλάνηση. Είναι η τεχνική της χρήσης του «παραπλανητικού ή αναξιόπιστου» αφηγητή, και μάλιστα όχι μέσα από έναν, αλλά από πολλούς χαρακτήρες, που λειτουργούν ως αλληλοεπιδρώντες μικροαφηγητές.

Το ύφος γραφής του Ζαπριζό αποκαλύπτει έναν μεγάλο στυλίστα του είδους με προφανείς επιρροές από τη δουλειά του ως σεναριογράφου. Σύντομες, κοφτές σκηνές, σαν κινηματογραφικά cuts, διάλογοι με ρυθμό, απουσία εσωτερικών σκέψεων και επιμονή στην οπτική λεπτομέρεια (μια κίνηση, ένα βλέμμα, μια μικρή αντίδραση)… Γράφει σφιχτά, χωρίς φλυαρία, με σύντομες παραγράφους, ζωντανές, λειτουργικές προτάσεις και αφηγηματική πειθαρχία και χρησιμοποιεί μια πολυεστιακή αφήγηση, προσαρμοσμένη σε κάθε χαρακτήρα.

Οι επιρροές

Στο έργο του συγγραφέα μπορεί να αναγνωριστούν επιρροές από τον Σιμενόν μέχρι το κλασικό hard boiled, αν και ο Ζαπριζό προσθέτει τις δικές του πινελιές. Είναι πιο «εσωτερικός», πιο σκοτεινός από τον μεγάλο γάλλο κλασικό, όσο για τον κυνισμό των εκπροσώπων του hard boiled  χρησιμοποιεί έναν πιο ποιητικό λογοτεχνικό υπαινιγμό. Από την άλλη πλευρά, έχει ο ίδιος επηρεάσει την περιβόητη σχολή του neopolar από την κοινωνική ματιά μέσα από το έγκλημα μέχρι τον ρυθμό, που θυμίζει κινηματογραφικό μοντάζ, και την αμφισημία μέσω των πολλαπλών αφηγητών.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το παιχνίδι με τον αναγνώστη. Ο συγγραφέας δημιουργεί ένα κλίμα αβεβαιότητας, μείγμα από υπόνοιες που φαίνονται σημαντικές αλλά δεν είναι, μια σκόπιμη αμφισημία σε λέξεις/περιγραφές και μικρές αντιφάσεις μεταξύ των αφηγήσεων των προσώπων, έχοντας στόχο όχι να παραπλανήσει τον αναγνώστη αλλά να τον βάλει στη θέση ερευνητή που πρέπει να διαβάζει πίσω από τις γραμμές. Η ψυχολογική σκιαγράφηση των χαρακτήρων είναι υποδειγματική. Και το κερασάκι στην τούρτα η ανατροπή στο τέλος, με την αποκάλυψη του δολοφόνου που έρχεται μέσα από ένα ιντριγκαδόρικο παιχνίδι του κουρασμένου αστυνόμου Γκράτσι και του ιδιαίτερα ευφυούς εφήβου Ντανιέλ.

Εξαιρετική η μετάφραση του Ανδρέα Παππά, συντελεί στην απολαυστική ανάγνωση του έργου.

Sebastien Japrisot

Το βαγόνι των δολοφόνων

Μτφ. Ανδρέας Παππάς

Εκδ. Πατάκη, 2025,

σελ. 272

Τιμή 14,40 ευρώ