Στις αρχές Δεκεμβρίου έγινε γνωστό πως Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ υπέγραψαν μια συμφωνία, η οποία προβλέπει ότι η πρώτη θα πληρώνει τα νέα, καινοτόμα φάρμακα κατά 25% ακριβότερα μέχρι το 2035, εξασφαλίζοντας έτσι τη χαλάρωση των δασμών στα σκευάσματα που εξάγουν στην άλλη όχθη του Ατλαντικού οι βρετανικές φαρμακοβιομηχανίες. Αυτή η συμφωνία διαβάζεται από πολλούς σαν το πρώτο βήμα για να υλοποιήσουν την απειλή τους προς την Κομισιόν μεγάλοι φαρμακευτικοί όμιλοι, οι οποίοι ήδη έχουν προειδοποιήσει τις Βρυξέλλες πως θα μεταφέρουν μέρος της παραγωγής τους σε αμερικανικό έδαφος – όπου πωλούν κι ακριβότερα τα προϊόντα τους, άλλωστε.
Η Ελλάδα, που είναι ένα από τα κράτη – μέλη με τις χαμηλότερες τιμές φαρμάκων, ενδέχεται να δεχτεί πίεση. Οχι άμεσα, έμμεσα επειδή οποιαδήποτε μεταβολή στην ευρωπαϊκή αγορά αναπόφευκτα θα την επηρεάσει. Το νέο περιβάλλον, το οποίο φαίνεται πως αρχίζει να διαμορφώνεται, πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά από τις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους κι οι επιπτώσεις που θα έχουν οι εξελίξεις στη διάθεση καινοτόμων φαρμάκων – ειδικά σε ασθενείς με σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως ο καρκίνος – είναι απαραίτητο να αντιμετωπιστούν.
Το πιο συμφέρον πρωτόκολλο για τους συμπολίτες μας που νοσούν είναι εκείνο το οποίο πρέπει να βρει και να εφαρμόσει η ελληνική πολιτεία, ώστε να μην αποκλειστούν από την πρόσβαση στα αποτελέσματα της καινοτομίας. Η πρόληψη είναι η καλύτερη θεραπεία, λέει το πιο διαδεδομένο ρητό στον ιατρικό χώρο. Τώρα, είναι η ώρα να προληφθούν οποιεσδήποτε αρνητικές συνέπειες στην υγεία των συνανθρώπων μας, με σωστή εκτίμηση των δεδομένων και λεπτομερή σχεδιασμό του μέλλοντος.







