Μουσικός και ερευνητής και χωρίς αγκυλώσεις ή παλιά δόγματα. Ο κιθαριστής Νίκος Πρωτόπαπας όχι απλώς αποτελεί μια ήρεμη δύναμη του σημερινού ρεμπέτικου και λαϊκού βιότοπου, αλλά και συμβάλλει με την έρευνα και την επαναχαρτογράφηση του είδους με συνεχώς πρωτοπόρα βήματα.

Ανήκετε σε μια δυναμική γενιά μουσικών με το ίδιον χαρακτηριστικό να έχουν και προσήλωση και σοβαρότητα πάνω στη μελέτη και έρευνα του ρεμπέτικου και λαϊκού είδους. Πώς ξεκινάει η δική σας ενασχόληση, μουσικά αλλά και ερευνητικά;

Ξεκινάει όταν ως έφηβος πρωτοακούω τον δίσκο του Βασίλη Τσιτσάνη για την UNESCO. Σ’ αυτόν τον δίσκο παίζει ο κιθαρίστας Γιάννης Δέδες και το παίξιμό του ήταν πολιτισμικό σοκ για μένα! Είπα στον εαυτό μου «έτσι πρέπει να μάθεις να παίζεις κιθάρα»! Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι δεν ήξερα να παίζω κιθάρα… Ομως ήταν το έναυσμα για να εμβαθύνω στα ρεμπέτικα. Να σημειώσω ότι είναι η εποχή που δεν υπάρχει το Ιντερνετ όπως σήμερα που μπορείς να βρεις όποιο τραγούδι θέλεις μέσα σε δευτερόλεπτα.

Τότε μας έγραφαν στα δισκοπωλεία κασέτες και περίμενα να ακούσω κάποιες εκπομπές του ραδιοφώνου που έπαιζαν και κάποια σπάνια, πάντα με τη φωνή του εκφωνητή πάνω στο τραγούδι, σαν μαρκάρισμα.

Η έρευνα έρχεται με την εμβάθυνση σ’ αυτή τη μουσική, όταν αρχίζεις σιγά σιγά να καταλαβαίνεις τα διαφορετικά παιξίματα, τις τεχνικές του καθενός, τον τρόπο που εναρμονίζει ή ντύνει με στίχο τη μουσική του.

Για χρόνια το ευρύ κοινό είχε στον νου πως το ρεμπέτικο ήταν ταυτισμένο με το μπουζούκι ή τον μπαγλαμά. Ο Δημήτρης Μυστακίδης και εσείς – αλλά και άλλες περιπτώσεις δημιουργών – βάλατε στο κέντρο τη σημασία και τον ρόλο της λαϊκής κιθάρας. Αλήθεια, ποιος ήταν και είναι αυτός;

Ο Δημήτρης είναι ο πρώτος που φέρνει στην επιφάνεια την κιθάρα ξανά σαν σολιστικό όργανο. Εγώ ακολουθώ μερικά χρόνια αργότερα. Να πω ότι προπολεμικά η κιθάρα είναι σχεδόν ισάξια σολιστικά με το μπουζούκι. Είναι πολλά τα τραγούδια που γράφονται με κιθάρες και κάποιοι σολίστες που τους έχουμε συνυφασμένους με το μπουζούκι έχουν πρωτοηχογραφήσει με κιθάρες, όπως ο Χιώτης ή ο Καλδάρας… Εγώ τα αγαπάω και τα δύο. Το ποιο θα χρησιμοποιήσεις έχει να κάνει με την ενορχήστρωση αλλά και την αισθητική προσέγγιση.

Κάτι αντίστοιχο με τα παραπάνω κάνετε στον νέο δίσκο σας με τον Αντώνη Ξηντάρη «Armonia» (παρουσιάζεται αυτή την Τετάρτη στον «Χαμηλό»), μέρος μιας ευρύτερης πρότασης δισκογραφικής που κάνατε μέσα στα χρόνια. Τα ρεμπέτικα είναι ένα πεδίο επανερμηνείας και επανεκτέλεσης;

Η «Armonia» είναι ο τρίτος κατά σειρά δίσκος με κιθάρες, ενώ συνυπάρχουν σολιστικά το ακορντεόν και το βιολί. Είναι η κλασική σύνθεση ορχήστρας που χρησιμοποιεί ο μεγάλος προπολεμικός συνθέτης Κώστας Σκαρβέλης. Το ρεμπέτικο είναι ένα είδος που εξακολουθεί να είναι ζωντανό, ο στίχος που μιλάει για τη φτώχεια, τα οικονομικά προβλήματα, τον έρωτα, τη φιλία, την πολιτική και κοινωνική κατάσταση είναι πάντα επίκαιρος. Δείτε τα τραγούδια «Αδικοχαμένοι», «Αψιλίες», «Οσοι γενούν πρωθυπουργοί», «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη». Αρα, ναι, είναι ένα πεδίο επανερμηνείας και επανεκτέλεσης, γιατί όλα αυτά τα βιώνουμε και σήμερα. Η επανεκτέλεση εμπεριέχει την προσωπική αισθητική και ερμηνευτική προσέγγιση του τραγουδιστή και του μουσικού και έχει τη δύναμη να φέρει με ένα πιο σημερινό άκουσμα το τραγούδι και στον νεότερο ακροατή.

Μήπως απονευρώνεται το είδος όταν το ακούμε με κιθάρα;

Οπως ανέφερα και πριν, για μένα είναι θέμα αισθητικής και ενορχήστρωσης. Το πώς θα «ντύσεις» το τραγούδι συνολικά είναι το ζητούμενο και ο τρόπος που θα παίξεις. Το παίξιμο δίνει νεύρο, όχι το όργανο, άρα δεν έχει σημασία αν θα διαλέξεις μπουζούκι ή κιθάρα. Μερικά από τα πιο «αλανιάρικα» τραγούδια γράφτηκαν με κιθάρες.

Είστε μέλος της παρέας που στήνει πετυχημένα και το Ρεμπέτικο Φεστιβάλ. Ποια ανάγκη σας ώθησε για αυτό;

Το Φεστιβάλ ξεκίνησε από μια τρέλα… Νιώθαμε την ανάγκη να υπάρξει μια γιορτή για το ρεμπέτικο και στην Αθήνα.

Την πρώτη φορά που επιχειρήσαμε να το στήσουμε, κάναμε πίσω όταν συνειδητοποιήσαμε το μέγεθος της τρέλας και του ρίσκου που αναλαμβάναμε. Απ’ την άλλη λέγαμε τι ωραία που θα ήταν να αφιερώναμε μια γιορτή στον Μπάμπη Γκολέ και στον Αγάθωνα που είχαν φύγει πρόωρα. Ετσι, την επόμενη χρονιά είπαμε πάμε κι όπου μας βγάλει. Μέχρι δύο μήνες πριν γίνει το πρώτο φεστιβάλ ήταν να είναι μονοήμερο, αλλά μόλις είδαμε τη συμμετοχή των καλλιτεχνών και την παρότρυνση του κόσμου το κάναμε διήμερο και το φετινό βέβαια ήταν τριήμερο. Το φεστιβάλ για μας σημαίνει δέκα μήνες προετοιμασία… Ομως ενώ ξεκίνησε σαν μια τρέλα, η αγάπη των καλλιτεχνών και του κόσμου που το αγκάλιασαν είναι η κινητήριος δύναμη για να συνεχίσουμε. Βέβαια, όλο αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς την αφιλοκερδή συμμετοχή των καλλιτεχνών, των εθελοντών και την οικονομική συνεισφορά κάποιων χορηγών. Το φεστιβάλ βέβαια δεν ήταν μόνο μουσική (δεκαοκτώ συναυλίες σε τρεις μέρες!), είχε καταπληκτικά πάνελ συζητήσεων, βιβλιοπαρουσιάσεων, μαθημάτων κ.λπ.

Η σημερινή δημιουργία και εκτέλεση του ρεμπέτικου, σε τι νέα συνθήκη εξελίσσεται (χώροι, δισκογραφία κ.λπ.);

Χώροι υπάρχουν αρκετοί, αν και λίγοι κρατάνε τον λαϊκό χαρακτήρα τους. Η δισκογραφία είναι μια πονεμένη συζήτηση… Δεν υπάρχει δισκογραφία με τη φυσική μορφή που είχαμε τα προηγούμενα χρόνια, δηλαδή CD, βινύλιο, γιατί δεν υπάρχουν CDιέρες και πικάπ. Πλέον υπάρχουν οι ψηφιακές πλατφόρμες που πληρώνουν ψίχουλα στους μουσικούς. Για να καταλάβουμε το μέγεθος, για να κάνεις απόσβεση μιας δουλειάς σε φυσική και ψηφιακή μορφή, χρειάζονται πάνω από 2.000.000 ακροάσεις… Ομως επιμένουμε να δισκογραφούμε για να αφήσουμε κάτι στις επόμενες γενιές, για το αποτύπωμα, γι’ αυτούς τους ανθρώπους που μας στηρίζουν στα μαγαζιά.

Εχει σημασία να μας πείτε τις επιρροές σας και τις βασικές ως τώρα συνεργασίες. Πρόσφατα είδαμε ένα βίντεο από μια εξαίρετη παλαιότερη εκπομπή του Χρήστου Παπαδόπουλου όπου συνοδεύετε δύο πρωτοπόρους αλλά και (δυστυχώς) αείμνηστους πια, μόλις τους αναφέραμε: τον Μπάμπη Γκολέ και τον Αγάθωνα…

Είχα την τύχη να συνεργαστώ στα μαγαζιά και στη δισκογραφία με τον Μπάμπη Γκολέ, τον Αγάθωνα, αλλά και τον Γιώργο Ξηντάρη. Μ’ αυτούς τους τρεις «ανδρώθηκα» καλλιτεχνικά. Μεγάλο σχολείο ο καθένας τους για ξεχωριστούς λόγους. Είχα την τύχη να συνυπάρξω απ’ τους παλιούς με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, τον Τάκη Μπίνη, τον Δημήτρη Ευσταθίου, αλλά και τους Μανώλη Δημητριανάκη, Θόδωρο Πολυκανδριώτη, Κούλη Σκαρπέλη, Δημήτρη Τσαουσάκη, Λέλα Παπαδοπούλου,  Ανθούλα Αλιφραγκή, Μπέμπα Μπλανς, Νίκο Περγιάλη, Τασία Βέρρα, Σοφία Κολλητήρη, Δούκισσα, Χαρούλα Λαμπράκη κ.ά.